Στις 21 Ιουλίου 1960 η Σιρίμαβο Μπανταρανάικε, ορκίζεται πρωθυπουργός της Κεϋλάνης. Αν και αρχάρια στην πολιτική, το όνομά της θα μείνει στην ιστορία.
Όχι μόνο επειδή είναι η πρώτη γυναίκα πρωθυπουργός στον κόσμο αλλά διότι προχώρησε σε μια σειρά μεταρρυθμίσεων σε όλους τους τομείς.
Κόρη αριστοκρατικής οικογένειας, σπούδασε στις ρωμαιοκαθολικές καλόγριες στο Κολόμπο της Κεϋλάνης, αν και ήταν βουδίστρια.
Το 1940 σε ηλικία 24 ετών παντρεύτηκε τον Σόλομον Μπανταρανάικε με τον οποίο έκανε τρία παιδιά.
Οκτώ χρόνια αργότερα, όταν η Κεϋλάνη ανεξαρτητοποιήθηκε από τη Μεγάλη Βρετανία, ο Μπανταρανάικε εξελέγη βουλευτής με το Εθνικό Κόμμα.
Στη συνέχεια όμως αποχώρησε και ίδρυσε το κεντροαριστερό Κόμμα της Ελευθερίας με το οποίο κέρδισε τις εκλογές του 1956 κι έγινε πρωθυπουργός.
Το 1959 ένας βουδιστής μοναχός πυροβόλησε και σκότωσε τον Μπανταρανάικε.
Η Σιρίμα αποφάσισε να βουτήξει στα βαθιά και άγνωστα νερά της πολιτικής.
Ανέλαβε την προεδρία του κόμματος και με δάκρυα στα μάτια υποσχέθηκε να συνεχίσει το έργο που άφησε στη μέση ο σύζυγός της.
Στο όνομά της «κλαίουσας χήρας», όπως την αποκαλούσαν, προστέθηκε το «βο» που δηλώνει σεβασμό και στις 20 Ιουλίου το Σοσιαλιστικό κόμμα της κατέλαβε 75 έδρες από τις 150.
Η Σιρίμαβο Μπανταρανάικε έγινε η πρώτη γυναίκα στο πρόσωπο της οποίας ένας ολόκληρος λαός εμπιστεύτηκε την τύχη του.
Οι εφημερίδες της εποχής εξέφραζαν την απορία «πόσο θα παραμείνει στην εξουσία» και με βεβαιότητα διατύπωναν την άποψη ότι «το κόμμα του συζύγου που την ανακήρυξε αρχηγό για να εκμεταλλευθεί τη συμπάθεια του κόσμου προς τον δολοφονηθέντα σύζυγό της, πολύ γρήγορα θα την αντικαταστήσει στην πρωθυπουργία».
Η Μπανταρανάικε όμως από «κλαίουσα χήρα» έγινε μια δυναμική πρωθυπουργός που τήρησε την προεκλογική της υπόσχεση και συνέχισε το μεταρρυθμιστικό έργο του συζύγου της.
Εθνικοποίησε τις πετρελαϊκές εταιρείες και τα σχολεία που ανήκαν σε θρησκευτικά δόγματα.
Έδωσε την διαχείριση του κρατικού προϋπολογισμού στην Τράπεζα της Κεϋλάνης και τη νέα Τράπεζα του Λαού.
Όμως, περιόρισε σημαντικά τις εισαγωγές με αποτέλεσμα να σχηματίζονται ουρές για ψωμί.
Το ισχυρό πλήγμα για την κυβέρνησή της κατά την πρώτη θητεία της, ήρθε όταν αντικατέστησε την αγγλική γλώσσα με την γλώσσα των Σινχάλα, κάτι που εξόργισε τη μειονότητα των Ταμίλ.
Το 1965 το κόμμα της έχασε τις εκλογές αλλά το 1970 τις ξανακέρδισε με θριαμβευτικά ποσοστά.
Η Μπανταρανάικε, αποφασισμένη όσο ποτέ, προχώρησε σε ακόμη μεγαλύτερες τομές, εθνικοποιώντας κι άλλους τομείς της οικονομίας.
Ταυτόχρονα άσκησε δυναμική εξωτερική πολιτική δημιουργώντας συμμαχίες με την Ινδία και την Κίνα ενώ διέκοψε τις διπλωματικές σχέσεις με το Ισραήλ, λόγω της κρίσης στη Μέση Ανατολή.
Το 1971 η Μπανταρανάικε ήρθε αντιμέτωπη με ένοπλη εξέγερση ανέργων και φοιτητών, κυρίως από αγροτικές περιοχές της χώρας, υπό την ομπρέλα μαρξιστικού κινήματος.
Η επίθεση άρχισε με ταυτόχρονες ένοπλες επιθέσεις σε 92 αστυνομικά τμήματα.
Μέσα σε πέντε μέρες οι εξεγερμένοι είχαν αποκτήσει τον έλεγχο σε πολλές περιοχές της Κεϋλάνης.
Η κυβέρνηση αιφνιδιάστηκε και ήρθε σε πολύ δύσκολη θέση.
Η Μπανταρανάικε είχε αποδυναμώσει τον στρατό έπειτα από απόπειρα πραξικοπήματος που έγινε το 1962.
Απευθύνθηκε στην Ινδία, το Πακιστάν και τη Μεγάλη Βρετανία. Οι χώρες έστειλαν μαχητικά και ελικόπτερα και κατάφεραν να καταστείλουν την εξέγερση.
Ύστερα από τρεις εβδομάδες μαχών η κυβέρνηση ανέκτησε τον έλεγχο σχεδόν όλων των περιοχών.
Συνελήφθησαν περίπου 20.000 άτομα, τα οποία λίγους μήνες αργότερα αφέθηκαν ελεύθερα.
Από τις συγκρούσεις, 1.200 άτομα σκοτώθηκαν, σύμφωνα με τον επίσημο απολογισμό ενώ άλλες πληροφορίες μιλούσαν για 4.500-5.000 νεκρούς.
Το 1972 η Μπανταρανάικε άλλαξε το Σύνταγμα καταργώντας τη μοναρχία και αλλάζοντας την ονομασία της χώρας από Κεϋλάνη σε Δημοκρατία της Σρι Λάνκα.
Στην εξωτερική πολιτική κατέγραφε επιτυχίες, στο εσωτερικό της χώρας όμως έχανε την λαϊκή υποστήριξη. Η οικονομία δεν πήγαινε καλά και η κυβέρνηση κατηγορήθηκε για διαφθορά.
Στις εκλογές του 1977 το κόμμα της Μπανταρανάικε υπέστη συντριπτική ήττα.
Το 1980 το κοινοβούλιο κατηγόρησε την Σιρίμαβο Μπανταρανάικε για κατάχρηση εξουσίας και της στέρησε τα πολιτικά της δικαιώματα για μια επταετία.
Η ηγέτιδα του Κόμματος της Ελευθερίας παρέμεινε στη θέση της παρά το γεγονός ότι για τα επόμενα 10 χρόνια έχανε κάθε εκλογική αναμέτρηση.
Το 1994 κέρδισε ξανά τις εκλογές. Το Σύνταγμα, στο μεταξύ, είχε αλλάξει και πρόεδρος της χώρας έγινε η κόρη της, Τσαντρίκα Κουμαρατούνγκα, η οποία διόρισε τη μητέρας της, τιμητικά, πρωθυπουργό.
Η Μπανταρανάικε παραιτήθηκε λίγους μήνες πριν πεθάνει, στις 10 Οκτωβρίου του 2000, από καρδιακή προσβολή, σε ηλικία 84 ετών.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: