1974. Ο Ιρλανδικός Δημοκρατικός Στρατός κάνει την πιο αιματηρή επίθεση στη μέχρι τότε ιστορία του. Με εκρηκτικούς μηχανισμούς μεγάλης ισχύος «χτυπάει» δύο παμπ στο κέντρο του Μπέρμιγχαμ. Περισσότεροι από 160 άνθρωποι τραυματίστηκαν και 21 πέθαναν επί τόπου.
Η αστυνομία, αν και δεν είχε πειστικά αποδεικτικά στοιχεία, συνέλαβε έξι άτομα ιρλανδικής καταγωγής που ζούσαν στην αγγλική πόλη από το 1960. Οι πέντε από αυτούς, λίγο πριν από τις εκρήξεις είχαν φύγει από την περιοχή για να παραστούν στην κηδεία ενός μέλους του ΙΡΑ στο Μπέλφαστ.
Κατά την επιβίβασή τους σε φέρι μπόουτ για τη Βόρεια Ιρλανδία έπεσαν σε βρετανικό μπλόκο, χωρίς να αναφέρουν στις αρχές τον πραγματικό λόγο του ταξιδιού τους. Κατά τη διάρκεια των ερωτήσεων όμως, οι Άγγλοι ενημερώθηκαν για τις βομβιστικές επιθέσεις στο Μπέρμιγχαμ και τους συνέλαβαν.
Τα βασανιστήρια
Μετά από εξαντλητικά βασανιστήρια τα οποία περιελάμβαναν στέρηση φαγητού και ύπνου, απειλές, ξύλο, εικονικές εκτελέσεις και σκυλιά να τους τρομοκρατούν, οι τέσσερις από τους έξι αναγκάστηκαν να υπογράψουν τις ομολογίες τους. Για δύο από αυτούς, οι εξετάσεις των αρχών «έδειξαν» ότι είχαν υπολείμματα εκρηκτικών μηχανισμών στα χέρια τους. Όλοι πάντως δήλωναν αθώοι.
Στη δίκη οδηγήθηκαν το 1975 με κατηγορίες για φόνο, συνωμοσία και τοποθέτηση εκρηκτικών μηχανισμών. Η κακοδικία ήταν παραπάνω από εμφανής, καθώς απλές και αβάσιμες ενδείξεις χρησιμοποιήθηκαν ως αποδεικτικά στοιχεία.
Το δικαστήριο τους καταδίκασε σε ισόβια κάθειρξη.
Τη δεκαετία του ’80, η υπόθεση των «έξι του Μπέρμινχαμ» αναμοχλεύθηκε από τον δημοσιογράφο Κρίς Μάλιν. Μετά από εξαντλητική έρευνα που κατέληξε σε ένα ντοκιμαντέρ και ένα βιβλίο, υποστήριξε με στοιχεία ότι οι φυλακισμένοι Ιρλανδοί ήταν αθώοι.
Οι «έξι» κατέθεσαν έφεση η οποία απορρίφθηκε, αλλά η πίεση από τον Τύπο και την κοινή γνώμη υποχρέωσε την κυβέρνηση να επανεξετάσει την υπόθεση. Η νέα έρευνα για τα τεστ στα «χέρια» στα οποία είχαν υποβληθεί οι δύο Ιρλανδοί ήταν αρνητική, ενώ αποκαλύφθηκε ότι οι αξιωματικοί που χειρίστηκαν την υπόθεση είχαν αλλάξει τις απολογίες και είχαν προσκομίσει ψευδή στοιχεία στη δίκη.
Τελικά αθωώθηκαν όλοι το 1991 μετά από 16 χρόνια κάθειρξης. «Για 6,5 χρόνια ήμασταν ένας πολιτικός αποδιοπομπαίος τράγος. Η αστυνομία μας είχε πει από την πρώτη στιγμή ότι δεν το είχαμε κάνει εμείς. Μας τόνιζαν ότι αυτό δεν τους ένοιαζε. Έπρεπε να μας φυλακίσουν για να ικανοποιήσουν το κοινό αίσθημα», είπαν στους δημοσιογράφους, βγαίνοντας από το δικαστήριο.
Αν και ήταν κοινή πεποίθηση ότι οι βόμβες στις παμπ ήταν «δουλειά» του ΙΡΑ, η υπόθεση παραμένει άλυτο μυστήριο. Δύο από τους έξι κατηγορούμενους έλεγαν ότι στη φυλακή τους είχε πλησιάσει ένα γνωστό μέλος της οργάνωσης, το οποίο τους είχε ομολογήσει ότι αυτός ήταν ο υπεύθυνος για τις αιματηρές εκρήξεις.