Πηγή:Όσα δεν γνωρίζατε για τα χρόνια του Καποδίστρια, του Όθωνα και του Γεωργίου του Α΄, εκδόσεις Μεταίχμιο
Όταν ο διάδοχος του θρόνου της Δανίας, Χριστιανός, έθετε τους όρους του για να αποδεχθεί την πρόταση να στείλει τον γιο του, Γεώργιο, ως βασιλιά στην Ελλάδα, ο ίδιος ο Γεώργιος, που φοιτούσε στη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων της Δανίας, δεν γνώριζε τίποτε. Κατά τύχη έμαθε τι συνέβαινε από μια εφημερίδα στην οποία είχαν τυλίξει το κολατσιό του. Μόλις πληροφορήθηκε τις λεπτομέρειες, έσπευσε να δηλώσει ότι «ανήκε ολόψυχα στην Ελλάδα».
Ο βασιλιάς Γεώργιος γεννήθηκε στην Κοπεγχάγη την παραμονή των Χριστουγέννων το 1845. Την ημέρα που αποδέχθηκε το στέμμα της Ελλάδας είχε συμπληρώσει τα 17 του χρόνια και ήθελε ακόμη 9 μήνες για να ενηλικιωθεί. Ωστόσο, η ελληνική κυβέρνηση τον ανακήρυξε ενήλικο και του έδωσε το δικαίωμα να κυβερνά. Φαίνεται ότι οι Έλληνες δεν ήθελαν με κανέναν τρόπο να μπουν σε περιπέτειες με κάποιο συμβούλιο αντιβασιλέων, όπως την είχαν πάθει με την περίπτωση του Όθωνα.
Η αλλαγή του τίτλου
Ο επίσημος τίτλος του Όθωνα ήταν «Βασιλεύς της Ελλάδος». Μετά την έξωσή του, το 1863, οι Μεγάλες Δυνάμεις επέλεξαν τον Γεώργιο ως αντικαταστάτη του και αποφάσισαν να του δώσουν το τίτλο «Βασιλεύς των Ελλήνων», παρά τις εύλογες αντιδράσεις της Τουρκίας. Στη γαλλική διπλωματική γλώσσα ο τίτλος αυτός ήταν “Roi des Hellenes”, αντικαθιστώντας τον τίτλο “Roi des Grecs”. Η αλλαγή του τίτλου έγινε κατ’ απαίτηση του Γεωργίου, γιατί στα Γαλλικά η λέξη «grec» σημαίνει τον χαρτοκλέφτη.
Τον πρώτο καιρό της βασιλείας του στην Ελλάδα, ο Γεώργιος είχε πολύ φορτωμένο πρόγραμμα: δύο ώρες αφιέρωνε στην καθημερινή συνεργασία του με τους υπουργούς της κυβέρνησης, τρεις ώρες διδασκόταν από έλληνες δασκάλους την ελληνική γλώσσα, την ελληνική ιστορία και το ελληνικό δίκαιο και πέντε ώρες αφιέρωνε στη μελέτη. Πάντως, δεν του έλειπε η διασκέδαση. Κάθε βράδυ πήγαινε στο θέατρο για να παρακολουθήσει κάποια παράσταση.
Έχωνε παντού τη μύτη του….
Η ανέγερση του Εθνικού Θεάτρου ολοκληρώθηκε το 1901 και ονομάστηκε Βασιλικό Θέατρο. Στις 24 Νοεμβρίου του ίδιου έτους δόθηκε η «επίσημη πρώτη». Τα έργα που παίχτηκαν εκείνη την ημέρα ήταν δύο μονόπρακτες ελληνικές κωμωδίες και μία δραματική σκηνή. Οι επιλογές ήταν του βασιλιά Γεωργίου, στον οποίο δεν άρεσε σαν πρεμιέρα η αρχαία τραγωδία Οιδίπους Τύραννος.
Σαν να μην έφτανε αυτό, ο βασιλιάς απαιτούσε όλοι οι θεατές να φορούν επίσημο ένδυμα, φράκο οι κύριοι και «έξωμον εσθήτα» οι κυρίες. Χρειάστηκε η τσουχτερή σάτιρα των εφημερίδων, αλλά και η καθολική αντίδραση της αθηναϊκής κοινής γνώμης για να αλλάξουν τα μυαλά του Γεωργίου και να επιτρέψει στους Αθηναίους να βλέπουν τις παραστάσεις ντυμένοι με ρούχα που ο καθένας ήθελε.
Όταν ήρθε στην Ελλάδα ο βασιλιάς Γεώργιος δεν είχε έμπιστους ανθρώπους, στους οποίους να μπορεί να ανοίξει την καρδιά του. Ακόμα και ο συμπατριώτης του κόμης Σπόνεκ, που τον συνόδευσε στην Ελλάδα, ήθελε να τον πατρονάρει και γι αυτό ο Γεώργιος δεν τον συμπαθούσε. Αυτό εξηγεί και την υπερβολική αγάπη στον ποιητή Αριστοτέλη Βαλαωρίτη, του οποίου είχε εκτιμήσει τον υψηλό ήθος και τη φιλοπατρία. Έτσι, στον πρώτο ανακτορικό χορό που είχε οργανώσει ο Σπόνεκ παρευρέθηκε ο Βαλαωρίτης.
Ο έρωτας, η αναζήτηση νύφης κι ο γάμος
Το 1867 ο βασιλιάς Γεώργιος αποφάσισε να παντρευτεί. Ήταν πολύ ερωτευμένος με τη Φρόσω Σούτσου, που ήταν το πιο όμορφο κορίτσι της αθηναϊκής αριστοκρατίας, αλλά αυτόν τον γάμο δεν τον ήθελαν με κανένα τρόπο οι γονείς του στη Δανία. Ήθελαν πάση θυσία να παντρέψουν τον γιο τους με πριγκίπισσα, γι΄ αυτό και του ζήτησαν να ψάξει στις βασιλικές αυλές της Ευρώπης.
Ο Γεώργιος ξεκίνησε από το Παρίσι, ύστερα πήγε στο Λονδίνο, μετά στη Γερμανία και τέλος στη Δανία. Παντού αντιμετώπιζα την άρνηση, μολονότι διαθέσιμες πριγκίπισσες υπήρχαν πολλές και ο Γεώργιος ήταν νέος και ωραίος. Όμως για τους ξένους η Ελλάδα ήταν η «χώρα των επαναστάσεων και των ληστών».
Στο τέλος, ο Γεώργιος βρήκε νύφη στην Πετρούπολη, την πριγκίπισσα Όλγα, που ήταν ανιψιά του τσάρου και η κόρη του μεγάλου δούκα Κωνσταντίνου. Την αρραβωνιάστηκε αμέσως και στο άψε σβήσε την παντρεύτηκε.
Διαβάστε: Η μέρα που ο Όθωνας αναγκάστηκε να βγει στο παράθυρο για να αντιμετωπίσει τους επαναστατημένους Έλληνες. Ήταν 3 Σεπτεμβρίου 1843 και ο λαός απαιτούσε Σύνταγμα