Την 1η Σεπτεμβρίου του 1969, ο λοχαγός Μουαμάρ Καντάφι ανέτρεψε τον βασιλιά Ιδρί και εγκαθίδρυσε στρατιωτικό καθεστώς στη Λιβύη.
Μέσα σε λίγα χρόνια θα τον αποκαλούσαν απλά «Συνταγματάρχη» και όλοι γνώριζαν σε ποιον αναφέρονταν.
Μία εβδομάδα μετά το πραξικόπημα, η δημοσιογράφος Αλεξάνδρα Στεφανόπουλου, βρισκόταν στην Τρίπολη και ζητούσε να του πάρει συνέντευξη. Το αίτημα της δεν έγινε δεκτό και η δημοσιογράφος αποχώρησε απογοητευμένη.
Μετά από τρία χρόνια και πολλές αιτήσεις στην πρεσβεία της Λιβύης, η Στεφανοπούλου δέχτηκε το πολυπόθητο τηλεφώνημα.
Τον Μάιο του 1972, ο Συνταγματάρχης ήταν έτοιμος να της μιλήσει.
Μία Ελληνίδα στη Λιβύη
Στο βιβλίο της, “Scoop”, η Στεφανοπούλου σχολιάζει ότι πρωτεύουσα της Λιβύης είχε αλλάξει σημαντικά μέσα στα δύο χρόνια που κυβερνούσε ο Καντάφι.
Την πρώτη φορά που προσγειώθηκε στο αεροδρόμιο της Τρίπολης, το 1969, όλες οι πινακίδες ήταν γραμμένες στα αραβικά, αλλά και στα αγγλικά.
Το 1972 όμως, όλες οι επιγραφές είχαν αντικατασταθεί αποκλειστικά με αραβικές.
Ήταν σχεδόν αδύνατο για οποιονδήποτε δεν γνώριζε τη γλώσσα να μετακινηθεί στην πόλη.
Η άλλοτε πολύβουη Τρίπολη είχε μετατραπεί σε μια πόλη φάντασμα.
Απαγορευόταν η πώληση και η κατανάλωση αλκοόλ, όπως φυσικά και η λειτουργία νυχτερινών κέντρων.
Μετά τις έντεκα το βράδυ, η πόλη ήταν σκοτεινή και έρημη, καθώς δεν επιτρεπόταν η κυκλοφορία των πολιτών μέχρι τις έξι το πρωί.
Από την πρώτη κιόλας μέρα στη Λιβύη, η ελληνίδα δημοσιογράφος ήρθε σε επαφή με την αραβική γραφειοκρατία, οι αργοί ρυθμοί της οποίας ξεπερνούσαν ακόμα και της Ελλάδας.
Επί πέντε μέρες, επισκεπτόταν την Υπηρεσία Τύπου, ζητώντας να οριστεί ημέρα και ώρα για τη συνέντευξη.
Έμεινε έκπληκτη όταν την ενημέρωσαν ότι το αίτημά της για συνέντευξη δεν είχε φτάσει ποτέ στην υπηρεσία και δεν γνώριζαν ούτε ποια ήταν, ούτε για ποιο λόγο βρισκόταν στη χώρα.
Πέρασαν πέντε μέρες χωρίς καμία εξέλιξη και η Στεφανοπούλου έκλεισε τα εισιτήρια της επιστροφής.
Όλα έδειχναν πως οι συνεννοήσεις μεταξύ ελληνικής και λιβυκής πρεσβείες είχαν ναυαγήσει και το ταξίδι της θα είχε άδοξο τέλος.
Η μεταμεσονύκτια συνέντευξη
Το τελευταίο βράδυ στη Λιβύη, η Στεφανοπούλου ξάπλωσε από νωρίς.
Κατά τις δέκα το βράδυ, την ξύπνησε ο ήχος του τηλεφώνου.
«Τι κάνετε απόψε;» τη ρώτησε μια ανδρική φωνή.
Εκνευρισμένη, η δημοσιογράφος απάντησε ότι είχαν καλέσει λάθος δωμάτιο.
Ο άγνωστος άνδρας την ενημέρωσε ότι είχε καλέσει το σωστό άτομο και της ζήτησε να ετοιμαστεί μέσα στα επόμενα 15 λεπτά, γιατί ο Συνταγματάρχης ήθελε να της μιλήσει.
Όλοι ήξεραν ποιος ήταν ο Συνταγματάρχης και όλοι ήξεραν ότι δεν του άρεσε να περιμένει.
Η Στεφανοπούλου επιβιβάστηκε σε ένα αυτοκίνητο με δύο άγνωστους άνδρες.
Διέσχιζαν επί μία ώρα τη σκοτεινή έρημο και άρχισε να σκέφτεται σοβαρά ότι την είχαν απαγάγει.
Τελικά όμως έφτασαν στο στρατόπεδο, όπου την ανέκρινε ένας λοχαγός.
Την άφησε να συνεχίσει, μόνο αφότου τον διαβεβαίωσε ότι ήταν φίλη των Αράβων, ότι υποστήριζε τους Παλαιστίνιους και ότι δεν είχε επισκεφτεί ποτέ τον Ισραήλ.
Όπως σημειώνει στο βιβλίο της, «εκτός από το τελευταίο, όλα τα άλλα δεν ήταν ψέματα».
Την οδήγησαν σε μία βεράντα, όπου είχαν τοποθετηθεί δέκα καρέκλες σε κύκλο.
Προφανώς ο Συνταγματάρχης δεν την εμπιστευόταν αρκετά, ώστε να της μιλήσει χωρίς τη συνοδεία του.
Οι υπόλοιποι αξιωματικοί είχαν ήδη πάρει τις θέσεις τους και άρχισαν να χειροκροτούν, όταν εμφανίστηκε ο Καντάφι.
Η ώρα ήταν μία τα ξημερώματα.
Ο ξυπόλυτος Συνταγματάρχης
Καθ’ όλη τη διάρκεια της συνέντευξης, ο Μουαμάρ Καντάφι ήταν ξυπόλυτος και έξυνε τα δάχτυλα των ποδιών του.
Αυτή ήταν η λεπτομέρεια που η δημόσια τηλεόραση της Λιβύης επέλεξε να αποκρύψει, όταν προέβαλε τη συνέντευξη.
Το αυστηρό καθεστώς λογοκρισίας επιβλήθηκε και στη Στεφανοπούλου, που δεν ανέφερε ούτε τα γραφειοκρατικά εμπόδια που είχε αντιμετωπίσει ούτε οποιοδήποτε άλλο αρνητικό σχόλιο για τον Συνταγματάρχη.
Άλλωστε υπήρχαν πολλοί Έλληνες στη Λιβύη, οι οποίοι μπορεί να δέχονταν τα «πυρά» του Συνταγματάρχη, αν τον δυσαρεστούσαν τα σχόλια της Στεφανοπούλου.
Ο πύργος της Βαβέλ
Την ημέρα της αναχώρησης, έπρεπε να συμπληρώσει κάποια έγγραφα, που όμως ήταν γραμμένα στα αραβικά.
Όταν ζήτησε το έντυπο στα αγγλικά, την ενημέρωσαν ότι δεν υπήρχε σε άλλη γλώσσα και αν δεν το συμπλήρωνε, δεν θα μπορούσε να φύγει απ’ τη χώρα.
Παρακάλεσε τον αστυνομικό στον έλεγχο των διαβατηρίων να μεταφράσει το έντυπο, αλλά εκείνος αποκρίθηκε ότι αυτό δεν ήταν δική του δουλειά.
Τελικά η Στεφανοπούλου ζήτησε βοήθεια από έναν Ινδό που ήξερε αγγλικά, αλλά όχι αραβικά.
Με τη βοήθειά του βρήκε έναν Πακιστανό που δεν ήξερε αγγλικά, αλλά μιλούσε αραβικά και ένα ιδίωμα που καταλάβαινε ο Ινδός.
Με ομαδική προσπάθεια, το έγγραφο συμπληρώθηκε και η Στεφανοπούλου έφυγε για την Αθήνα.
Το 2008, εκδόθηκε το βιβλίο «Scoop», όπου η Αλεξάνδρα Στεφανοπούλου κατέγραψε τα «παρασκήνια» διάφορων αποστολών και συνεντεύξεων στην Αφρική και στην Ασία.
Πρόκειται για ιστορίες που είχαν κοπεί από τη λογοκρισία των απολυταρχικών καθεστώτων και ηγετών, με τους οποίους είχε έρθει σε επαφή στην πολύχρονη καριέρα της.
Η Αλεξάνδρα Στεφανοπούλου ήταν η μοναδική Ελληνίδα δημοσιογράφος που βρέθηκε στο Βιετνάμ κατά τη διάρκεια του πολέμου.
Ταξίδεψε σε 50 χώρες, κάλυψε τις συγκρούσεις στη Μέση Ανατολή και τον Μάη του 1968.
Βραβεύτηκε με το βραβείο δημοσιογραφίας του Ιδρύματος Μπότση .