Το 2015 μπορούμε να μεταφέρουμε τεράστιο όγκο πληροφοριών στην τσέπη μας, με τη μορφή ενός μικροσκοπικού USB stick.
Πριν από μερικές δεκαετίες όμως, οι πληροφορίες αυτές χρειάζονταν ένα ολόκληρο δωμάτιο για να αποθηκευτούν και φορτηγά για να τις μεταφέρουν.
Τη δεκαετία του ’50 άρχισε να χρησιμοποιείται η μαγνητική ταινία ως αποθηκευτικός χώρος για τα δεδομένα των υπολογιστών.
Η ταινία ξεπερνούσε τα 300 μέτρα σε μήκος και τυλιγόταν γύρω από βαρείς μεταλλικούς δίσκους.
Για να διαβαστούν οι ταινίες, χρησιμοποιούνταν μηχανήματα που είχαν μέγεθος ψυγείου, όπως αυτό της φωτογραφίας.
Συνήθως δεν έφτανε μόνο ένα, αλλά γέμιζαν δωμάτια, το ένα δίπλα στο άλλο, για να γίνεται πιο γρήγορα η επεξεργασία των δεδομένων.
Τα πρώτα χρόνια της λειτουργίας τους, οι επεξεργαστές των μαγνητικών ταινιών μπορούσαν να διαβάσουν περίπου 7.500 χαρακτήρες ανά δευτερόλεπτο.
Ήταν δηλαδή 56 φορές ταχύτεροι από τις διάτρητες κάρτες, το μέσο αποθήκευσης που χρησιμοποιούνταν πριν από τη μαγνητική ταινία.
Ο αργαλειός και οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές
Τα πρώτα «προγράμματα» γράφτηκαν για αργαλειούς.
Τον 18ο αιώνα χρησιμοποιούνταν διάτρητες κάρτες στον τομέα της κλωστοϋφαντουργίας.
Έδιναν οδηγίες στους αργαλειούς έτσι ώστε το μηχάνημα να λειτουργεί μόνο του και υφαίνει χωρίς ανθρώπινο έλεγχο.
Ο αργαλειός «διάβαζε» τα σημάδια πάνω στις κάρτες και ανάλογα με το αν υπήρχε τρύπα ή όχι, σήκωνε ή κατέβαζε τους μοχλούς που χειρίζονταν τις κλωστές.
Αργότερα, η ίδια τεχνική εφαρμόστηκε στους ηλεκτρονικούς υπολογιστές, οι οποίοι διάβαζαν την ύπαρξη ή μη τρύπας στην κάρτα, ως παροχή ή μη ηλεκτρικού ρεύματος.
Οι διάτρητες κάρτες έφεραν την επανάσταση στην πληροφορική όταν πρωτοεμφανίστηκαν, αλλά τη δεκαετία του ’50 θεωρούνταν πια ξεπερασμένες.
Η ταχύτητά τους δεν ξεπερνούσε τους 130 χαρακτήρες ανά δευτερόλεπτο και η μαγνητική ταινία σύντομα τις αντικατέστησε παντού.
Η μαγνητική ταινία, οι κασέτες και τα «ραδιόφωνα-υπολογιστές»
Το 1963 η Philips παρουσίασε την πρώτη κασέτα, δηλαδή μία μίνι μορφή της μαγνητικής ταινίας του ’50.
Οι κασέτες κατέκλυσαν την αγορά τη δεκαετία του ’80 και για δεκαετίες ήταν ο πιο διαδεδομένος τρόπος καταγραφής και μεταφοράς τραγουδιών.
Εκτός όμως από τραγούδια, μπορούσαν να αποθηκεύσουν και δεδομένα υπολογιστών.
Οι συσκευές που τα διάβαζαν είχαν τη μορφή κλασικών κασετόφωνων, αλλά συνδέονταν μέσω καλωδίου με τον υπολογιστή.
Αν μάλιστα κάποιος έβαζε την κασέτα με τα δεδομένα σε ένα κανονικό κασετόφωνο, αντί για μουσική, θα άκουγε ένα χαρακτηριστικό οξύ ήχο.
Αντλήθηκαν πληροφορίες από το Ελληνικό Μουσείο Πληροφορικής (www.elmp.gr).