Στις πρώτες θέσεις των πιο βασανιστικών ρούχων που φόρεσαν οι γυναίκες βρίσκεται το κρινολίνο του 19ου αιώνα, δηλαδή η κατασκευή που ανασήκωνε την πίσω πλευρά της φούστας.
Είχε σχεδιαστεί για να μεταμορφώνει εντυπωσιακά τη σιλουέτα της γυναίκας.
Σε συνδυασμό με τον κορσέ από μπανέλες, που μείωνε εξίσου εντυπωσιακά τη διάμετρο της μέσης, η γυναίκα της βικτοριανής εποχής υπέφερε και ήταν εύκολο να χάσει τις αισθήσεις της.
Για το φόρεμα με τον συρμάτινο σκελετό που το υποστήριζε, αρχικά η λέξη σήμαινε ένα δύσκαμπτο ύφασμα κατασκευασμένο από αλογότριχα (crin στα γαλλικά) και λινάρι (γαλλικά lin).
Το κρινολίνο εμφανίστηκε τη δεκαετία του 1830 ως υλικό για μεσοφόρια.
Η λέξη χρησιμοποιήθηκε πολύ σύντομα και για τα ίδια τα μεσοφόρια.
Στις δεκαετίες του 1840 και 1850 τα φορέματα απέκτησαν μεγαλύτερο όγκο με τη χρήση έξι ή και περισσότερων μεσοφοριών.
To 1856 o Αμερικανός Γ.Σ. Τόμσον κατέθεσε ευρεσιτεχνία για το κρινολίνο με μεταλλικό κλωβό, συναρμολογημένο από μεταλλικές στεφάνες που συνδέονταν μεταξύ τους με υφασμάτινες ταινίες.
Ο κλωβός έκανε αμέσως πάταγο στη μόδα και υιοθετήθηκε από τις γυναίκες σε όλο το κοινωνικό φάσμα.
Ενώ όμως απάλλαξε αναμφισβήτητα τις γυναίκες από πολλά βάρη, το κρινολίνο με κλωβό είχε και πολλά μειονεκτήματα.
Το προφανέστερο πρόβλημά του ήταν το μέγεθός του.
Τα κρινολίνα διογκώθηκαν μέχρι το 1,80μ σε διάμετρο, προκαλώντας δυσκολίες στο πέρασμα της πόρτας, στην άνοδο ή την κάθοδο από τις άμαξες και κινδύνους κατά τη χρήση οικιακών επίπλων, όπως οι καρέκλες.
Ένα άλλο πρόβλημα ξεκινούσε από το πόσο ελαφρύς ήταν ο κλωβός σε σχέση με τις προηγούμενες στρώσεις από βαριά μεσοφόρια.
Μία δυνατή ριπή ανέμου μπορούσε να το ανασηκώσει αποκαλύπτοντας το πιο «αισχρό» από τα μυστικά της βικτοριανής εποχής. Ότι οι γυναίκες είχαν πόδια.
Αν η γυναίκα δεν άπλωνε σωστά το κρινολίνο, όταν προσπαθούσε να καθίσει, τα στεφάνια μπορεί να τινάζονταν μέχρι το πρόσωπό της.
Το πιο σοβαρό πρόβλημα με τα κρινολίνα ήταν οι πολύ μεγάλοι κίνδυνοι υγείας και ασφάλειας που προκαλούσαν στις εργαζόμενες γυναίκες.
Οι υπηρέτριες που καθάριζαν τα βαρυφορτωμένα βικτοριανά δωμάτια κινδύνευαν να μην σαρώσουν μόνο τις σκόνες, αλλά να πάρουν μαζί τους μπιμπελό και μικροέπιπλα.
Υπήρχαν περιπτώσεις που εργάτριες σε εργοστάσια έμειναν ανάπηρες και άλλες σκοτώθηκαν επειδή τα κρινολίνα τους πιάστηκαν από κάποιο μηχάνημα.
Στην εποχή που κυριαρχούσε ακόμη η ανοιχτή φωτιά, τα κρινολίνα ήταν και κίνδυνος πυρκαγιάς επειδή τα υφάσματα της εποχής- τα μεταξωτά, οι μουσελίνες, τα σατέν και τα βαμβακερά – ήταν ιδιαιτέρως εύφλεκτα.
Το να φορέσεις και μόνο ένα κρινολίνο ήταν αρκετή δοκιμασία, όμως πήγαιναν ταίρι με το άλλο όργανο βασανισμού του 19ου αιώνα, τον κορσέ.
Ο κορσές ήταν ενισχυμένος με μπανέλες και τον έσφιγγαν από την πλάτη για να δώσει το επιθυμητό σχήμα κλεψύδρας.
Το σφίξιμο έφτασε σε βαθμό να συμπιέζει τον θώρακα και τα εσωτερικά όργανα και να μειώνει τη χωρητικότητα των πνευμόνων, με συνέπεια να παρουσιάζονται υπεραερισμός και λιποθυμικές τάσεις.
Το πρόβλημα ήταν τόσο συχνό ώστε στις δημοφιλείς εκδηλώσεις υπήρχε ειδικό δωμάτιο με καναπέδες και πολυθρόνες για τις δεινοπαθούσες επισκέπτριες.
Το κρινολίνο έφτασε στις απόλυτα μεγαλοπρεπείς διαστάσεις του στις αρχές τις δεκαετίας του 1860.
Κατά τα μέσα της δεκαετίας όμως η μόδα άρχισε να προχωράει και το κρινολίνο να μικραίνει, κάνοντας χώρο για την «κρινολέτα», που ήταν ένα κρινολίνο με μικρό κλωβό που εκτεινόταν προς τα πίσω μέχρι το έδαφος.
Η κρινολέτα ξεπεράστηκε και αντικαταστάθηκε από την τουρνούνα, μια πιο ανθεκτική καινοτομία της μόδας που άντεξε μέχρι το τέλος του αιώνα.