ΠΗΓΗ: Οι Μεγαλύτερες Απάτες της Ιστορίας, Eric Chaline, Εκδόσεις Κλειδάριθμος
Το 1918, ένα χρόνο μετά την επανάσταση των Μπολσεβίκων, εξαφανίστηκε η οικογένεια των Ρομανόφ, δηλαδή ο Τσάρος, η γυναίκα του και τα παιδιά του.
Αν και στην πραγματικότητα, όλη η οικογένεια εκτελέστηκε από τους επαναστάτες, η είδηση δεν είχε γίνει γνωστή και ο κόσμος δεν γνώριζε αν ζούσαν ή αν είχαν πεθάνει.
Σχεδόν δύο χρόνια μετά την εξαφάνιση των Ρομανόφ από τη Ρωσία, τον Φεβρουάριο του 1920, σε ένα ψυχιατρείο του Βερολίνου εισήχθη μια νεαρή γυναίκα μετά από μια αποτυχημένη απόπειρα αυτοκτονίας. Επειδή δεν είχε χαρτιά και δεν ήθελε να αποκαλύψει την πραγματική της ταυτότητα, η εισαγωγή της έγινε με το όνομα “Φροϊλάιν Ούνμπεκαντ”.
Το 1922, μια άλλη ασθενής του ασύλου ισχυρίστηκε ότι η νεαρή ήταν η Αρχιδούκισσα Τατιάνα, η δεύτερη κόρη του τσάρου.
Εξομολογήθηκε τις υποψίες της σε ένα Ρώσο μετανάστη, ο οποίος ήλθε σε επαφή με πρώην μέλη του προσωπικού του αυτοκρατορικού παλατιού και φίλους της γερμανικής καταγωγής Τσαρίνας Αλεξάνδρας.
Αν και αρκετοί πίστεψαν ότι ήταν η χαμένη πριγκίπισσα των Ρομανόφ, μια πρώην κυρία επί των τιμών της τσαρίνας δήλωσε κατηγορηματικά ότι ήταν πολύ κοντή για να είναι η Τατιάνα.
Σύμφωνα με μαρτυρίες όμως, το άγνωστο ακόμη κορίτσι ποτέ δεν ισχυρίστηκε ότι είναι η Τατιάνα και οι υποστηρικτές την αναγνώρισαν τώρα ως τη μικρότερη αδελφή της, την Αναστασία.
Όταν βγήκε από το ίδρυμα η νεαρή, που είχε πάρει το όνομα Άννα Τσαϊκόφσκι, φιλοξενήθηκε από έναν πρώην αξιωματούχο του τσάρου ο οποίος τώρα ζούσε στη Γερμανία.
Τη σύστησαν στην Πριγκίπισσα Ειρήνη της Έσσης, την αδελφή της Τσαρίνας Αλεξάνδρας και επομένως την υποτιθέμενη θεία της, αλλά η πριγκίπισσα δεν την αναγνώρισε ως ανιψιά της.
“Είδα αμέσως ότι δεν μπορεί να είναι κάποια από τις ανιψιές μου. Αν και είχα εννέα χρόνια να τις δω, τα βασικά χαρακτηριστικά του προσώπου δεν είναι δυνατόν να έχουν αλλάξει σε τέτοιο βαθμό”.
Υπό κανονικές συνθήκες, αυτό θα ήταν αρκετό ώστε να απαξιωθεί η Άννα μία κι έξω, αλλά οι κύκλοι των Ρώσων αριστοκρατών που είχαν μεταναστεύσει στο εξωτερικό μετά την επανάσταση ήλπιζαν ακόμα στην επαναφορά της παλιάς τάξης και ήταν αποφασισμένοι να την προστατεύσουν.
Το 1925, η Άννα νοσηλεύτηκε στο νοσοκομείο με μια σοβαρή μόλυνση και παραλίγο να πεθάνει.
Αρκετά μέλη της οικογένειας του τσάρου και του προσωπικού του παλατιού, μεταξύ των οποίων η αδελφή του Νικολάου και η πρώην δασκάλα και η καμαριέρα της Αναστασίας, την επισκέφθηκε στο νοσοκομείο, αλλά κανένας δεν αναγνώρισε στο πρόσωπό της τη Αρχιδούκισσα.
Παρόλα αυτά, η αμφιβολία παρέμεινε και οι έρευνες συνεχίζονταν.
Η βασιλική οικογένεια της Δανίας, συγγενείς της δολοφονημένης Αλεξάνδρας, πλήρωσαν για την παραμονή της στο νοσοκομείο.
Την φροντίδα της ανέλαβε αργότερα ο αδερφός της Αλεξάνδρας, ο Αρχιδούκας της Έσσης, ο οποίος ξεκίνησε τις πρώτες σοβαρές έρευνες για την ταυτότητα της φιλοξενούμενής του.
Το συμπέρασμα που έβγαλε ήταν ότι η Άννα είναι η Φρανσίσκα Σαντσκόφσκα, μια Πολωνή η οποία δούλευε σε ένα γερμανικό εργοστάσιο πυρομαχικών κατά τον Α΄ παγκόσμιο πόλεμο.
Είχε διαγνωστεί με παράνοια το 1916 μετά από ένα εργατικό ατύχημα στο οποίο η ίδια τραυματίστηκε ενώ σκοτώθηκε ένας συνάδελφός της.
Είχε εξαφανιστεί το 1920, περίπου την ίδια περίοδο που εμφανίστηκε η Άννα στο Βερολίνο.
Ο Αρχιδούκας κανόνισε μια συνάντηση μεταξύ της Άννας – Φρανσίσκα και του αδελφού της, αλλά αυτός αρνήθηκε να επιβεβαιώσει ότι ήταν η χαμένη αδελφή του. Αργότερα, παραδέχθηκε ότι την είχε αφήσει στη φροντίδα του Δούκα της Έσσης επειδή η ζωή της ως Αναστασία θα ήταν πολύ καλύτερη.
Το 1927, η Άννα βρήκε ένα νέο υποστηρικτή στο πρόσωπο του Γκλεμπ Μπότκιν, γιου του προσωπικού γιατρού του τσάρου, ο οποίος είχε δολοφονηθεί μαζί με την οικογένεια το 1918. Ο Μπότκιν γνώριζε την Αναστασία από παιδί στο Τομπόλσκ.
Κατάφερε να δραπετεύσει στην Ιαπωνία και μετά κατέφυγε στις ΗΠΑ.
Με τη βοήθεια πλούσιων Ρώσων που ζούσαν στις ΗΠΑ, πλήρωσε το εισιτήριο της Άννας.
Για να αποφύγει τη δημοσιότητα στον τύπο, η κοπέλα πήρε το όνομα με το οποίο θα ήταν γνωστή για την υπόλοιπη ζωή της, Άννα Άντερσον.
Το 1928 αποτελούσε μια σημαντική επέτειο για τους υποστηρικτές και τους συγγενείς του πρώην τσάρου.
Είχαν περάσει δέκα χρόνια από την εξαφάνιση του Νικολάου και της οικογένειάς του και είχε επικρατήσει η άποψη πως είχαν δολοφονηθεί από τους Μπολσεβίκους.
Οι συγγενείς τους είχαν πλέον δικαίωμα να διεκδικήσουν τμήματα της περιουσίας τους έξω από τη Σοβιετική Ένωση.
Κυκλοφόρησαν φήμες ότι υπήρχαν εκατομμύρια των Ρομανόφ σε τράπεζες του Λονδίνου και του Βερολίνου.
Αν αποδεικνυόταν ότι η Άννα ήταν η Αναστασία, θα είχε δικαίωμα στην περιουσία αυτή ως η μοναδική ζώσα κόρη του τσάρου.
Ο Μπότκιν και ο Αμερικάνος δικηγόρος του, Έντουαρντ Φάλοουζ, ίδρυσαν μια εταιρεία για να παραλάβει την περιουσία των Ρομανόφ στο όνομα της Άννας.
Οι επιζώντες Ρομανόφ την αποκήρυξαν αμέσως ως απατεώνισσα.
Η Άννα επέστρεψε στη Γερμανία για να υπερασπιστεί τα δικαιώματά της στα δικαστήρια, ξεκινώντας μία από τις πιο μακροχρόνιες αστικές αγωγές στη νομική ιστορία της Γερμανίας.
Στο τέλος, τα εκατομμύρια των Ρομανόφ αποδείχθηκαν το ίδιο αναληθή με τους ισχυρισμούς της Άννας.
Υπήρχαν κάποια χρήματα στη Γερμανία αλλά σίγουρα όχι μια περιουσία και αυτά μοιράστηκαν στους επιζώντες συγγενείς του τσάρου.
Η Άννα επέζησε από μια ανάκριση από τους Ναζί και δραπέτευσε από την υπό γαλλική κατοχή Δυτική Γερμανία, όταν ο σοβιετικός στρατός κατέλαβε την περιοχή που θα γινόταν η ανατολική Γερμανία. Παρέμεινε στη Δυτική Γερμανία μέχρι το 1968, στη φορντίδα Γερμανών αριστοκρατών υποστηρικτών.
Αυτοί της βρήκαν σπίτι στο μικρό χωριό Ουντερλέγκενσαφτ.
Στα μεταπολεμικά χρόνια, συνέχισε να δέχεται επισκέπτες, συγγενείς του τσάρου και της τσαρίνας και πρώην γνωριμίες της Αναστασίας.
Άλλοι επιβεβαίωσαν την ταυτότητά της, ενώ άλλοι την αποκήρυξαν ως απατεώνισσα.
Η Άννα γινόταν όλο και πιο μονόχνωτη και εκκεντρική.
Ταξίδεψε στην Αμερική και παντρεύτηκε τον καθηγητή ιστορίας Τζον Μάναχαν, με τον οποίο έζησε μέχρι τον θάνατό της από πνευμονία, το 1984, σε ηλικία 88 ετών.
Το 2007 ανακαλύφθηκαν τα λείψανα του πρίγκιπα Αλεξέι και μίας από τις πριγκίπισσες, είτε της Τατιάνας είτε της Αναστασίας.
Έγινε τεστ DNA σε ιστούς που πάρθηκαν από την Άννα Άντερσον και αποδείχθηκε πως δεν είχε καμία σχέση με την οικογένεια των Ρομανόφ.
Ήταν η Πολωνή εργάτρια Φρανσίσκα Σαντσκόφσκα.
ΠΗΓΗ: Οι Μεγαλύτερες Απάτες της Ιστορίας, Eric Chaline, Εκδόσεις Κλειδάριθμος