Tα ξημερώματα της 19ης Ιανουαρίου 1947 το επιβατικό πλοίο «Χειμάρα» βυθίστηκε στον Νότιο Ευβοϊκό Κόλπο κοντά στην σημερινή πορθμειακή γραμμή Αγ. Μαρίνας- Στύρων.
Συνολικά πνίγηκαν 383 επιβάτες, η πλειονότητα των οποίων κατάγονταν από τη Θεσσαλονίκη. Ήταν το μεγαλύτερο σε αριθμό θυμάτων δυστύχημα στην ιστορία της χώρας μας και γι’ αυτό αποκλήθηκε «ο Τιτανικός» της ελληνικής ακτοπλοΐας.
Το ατμόπλοιο απέπλευσε στις 8.30 το πρωί από τη Θεσσαλονίκη με προορισμό τον Πειραιά. Αριθμούσε 544 επιβάτες και 86 άνδρες πλήρωμα.
Σύμφωνα με το τελικό πόρισμα που βγήκε πολύ καιρό αργότερα, στις 4.10 τα ξημερώματα της 19ης Ιανουαρίου, ενώ έπλεε στον Νότιο Ευβοϊκό Κόλπο και μέσα σε πυκνή ομίχλη, προσέκρουσε στις βραχονησίδες «Βερδούγια», μεταξύ Ν. Στύρων και Αγ. Μαρίνας. Τα φώτα έσβησαν, το πηδάλιο κόλλησε στη θέση όλο δεξιά και οι ατμοί άρχισαν να βγαίνουν από το μηχανοστάσιο.
Το πλοίο παρέμεινε ακυβέρνητο, παρασύρθηκε από τον άνεμο και τα ρεύματα και βυθίστηκε ύστερα από μιάμιση ώρα.
Σύμφωνα με μαρτυρίες των ναυαγών, η τραγωδία θα μπορούσε να αποφευχθεί εάν το πλήρωμα είχε παραμείνει ψύχραιμο και το πλοίο είχε στραφεί με το χειροκίνητο πηδάλιο προς τη στεριά. Το πλοίο βυθίστηκε μιάμιση ώρα αργότερα και η εγκατάλειψή του έγινε ανεξέλεγκτα μέσα σε απόλυτο σκοτάδι.
Οι ελάχιστες λέμβοι βυθίζονταν από τον μεγάλο αριθμό των επιβαινόντων ή ανατρέπονταν προτού ακόμη επιβιβαστούν σε αυτές οι ναυαγοί.
Επικράτησε μεγάλη σύγχυση και απερίγραπτος πανικός, που σε συνδυασμό με το φοβερό ψύχος και τα ισχυρά θαλάσσια ρεύματα της περιοχής, είχαν ως αποτέλεσμα να χάσουν τη ζωή τους τουλάχιστον 383 άνθρωποι.
Κάποιοι πνίγονταν αμέσως στα παγωμένα νερά, άλλοι πέθαιναν ύστερα από λίγο από το δριμύ ψύχος.
Οι ανακρίσεις που έγιναν τις επόμενες ημέρες έδειξαν ότι ο ασύρματος του πλοίου δεν λειτούργησε για να δώσει και να εκπέμπει SOS, καθώς εξαιτίας μιας έκρηξης καταστράφηκαν οι λυχνίες του πομπού.
Επίσης προέκυψε ότι οι ένοπλοι χωροφύλακες που επέστις διαταγές βαιναν στο «Χειμάρα» για την φύλαξη κρατουμένων κομμουνιστών, δεν πειθάρχησαν του πλοιάρχου και κατέλαβαν πρώτοι τις ναυγοσωστικές λέμβους, αφήνοντας πίσω τους στο πλοίο γυναίκες και παιδιά.
Οι μαρτυρίες των επιζώντων
Ο ασυρματιστής Γεώργιος Φρέρης κατέθεσε:
«Τα νερά εισορμούσαν από το ρήγμα. Το σκάφος βούλιαζε σιγά σιγά. Ο πανικός ήταν αφάνταστος. Όλοι έτρεχαν για τις λίγες βάρκες. Άλλοι παρακαλούσαν τη Μεγαλόχαρη και τον Άγιο Νικόλαο και άλλοι βλαστημούσαν. Μανάδες που είχαν χάσει τα παιδιά τους στον πανικό έβγαζαν άναρθρες κραυγές. Παιδιά που ζητούσαν τη μάνα τους ούρλιαζαν, έκλαιγαν, θρηνούσαν. Ήταν σπαραγμοί. Ήταν παραφροσύνη…».
Αξίζει να σημειωθεί ότι υπήρξαν και κάποιοι που με αυτοθυσία βοήθησαν τους συνεπιβάτες τους γλιτώνοντάς τους από τον πνιγμό. Σύμφωνα με το ρεπορτάζ εφημερίδων της εποχής μια τέτοια περίπτωση ήταν της Ελπινίκης Κωνσταντζόγλου από τη Θεσσαλονίκη, η οποία κολύμπησε έξι ώρες στα παγωμένα νερά και κατάφερε να σώσει δέκα επιβάτες.
Ο στρατιώτης Ανδρέας Χριστόπουλος είχε περιγράψει το εξής τραγικό περιστατικό:
«Όταν το καράβι άρχισε να βουλιάζει, ο πιο πολύς κόσμος δεν το είχε εγκαταλείψει ακόμη. Και βρέθηκε απότομα στη θάλασσα και ρουφήχτηκε από τη δίνη. Εγώ με απεγνωσμένες κινήσεις των ποδιών και των χεριών κατάφερα να φτάσω μισοπνιγμένος στην επιφάνεια. Με το κουράγιο της απελπισίας, έπλεα ώρες στο νερό. Κοντά μου, παράδερνε μια μάνα με το παιδί της. Σε λίγο το παιδί πέθανε και εκείνη για να γλιτώσει, άφησε να το πάρει το κύμα…».
Ένας ακόμη επιζών ήταν ο 19χρονος τότε Ντίνος Κοσμόπουλος, μετέπειτα δήμαρχος της Θεσσαλονίκης. Τότε ήταν 19 χρόνων και μετέβαινε από τη Θεσσαλονίκη στην Αθήνα για να συναντήσει τον πατέρα του. Όπως είχε αναφέρει:
«Πήδηξα στη θάλασσα όταν το πλοίο άρχισε να μπατάρει. Δεν θα ξεχάσω τη νεκρική σιγή που επικράτησε όταν το πλοίο εξαφανίστηκε από την επιφάνεια της θάλασσας. Μετά άρχισαν τα ουρλιαχτά. Η θάλασσα είχε γεμίσει από ναυαγούς. Παλεύανε λίγο με το νερό και μετά βουλιάζανε. Ευτυχώς, εγώ βρήκα ένα μεγάλο σανίδι να επιπλέει δίπλα μου, αρπάχτηκα από αυτό και κατάφερα να επιζήσω, κολυμπώντας εφτά με εννιά ώρες. Είχε φτάσει πια μεσημέρι, όταν μας μάζεψαν κάτι καΐκια από τη Ραφήνα και μας πήγαν στα Στύρα Ευβοίας».
Το πλοίο «Χειμάρα»
Το αρχικό όνομα του πλοίου ήταν «Χέρτα» και είχε ναυπηγηθεί το 1905 στη Γερμανία.
Στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο λειτούργησε ως πλωτό νοσοκομείο και αργότερα για εργασίες ναρκοθέτησης στη Βαλτική θάλασσα.
Ήταν επιβατικό πλοίο στη Βόρεια Γερμανία και στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο χρησιμοποιήθηκε ως στρατιωτικό μεταγωγικό του 25ου στολίσκου υποβρυχίων της Γερμανίας.
Με το τέλος του πολέμου κατασχέθηκε από τους Συμμάχους και μεταφέρθηκε στο Μέθιλ της Σκωτίας, όπου ξαναλειτούργησε ως επιβατικό.
Στις 9 Σεπτεμβρίου 1946 το πλοίο μετονομάστηκε σε «Χειμάρα» και παραχωρήθηκε στην Ελλάδα στο πλαίσιο των πολεμικών επανορθώσεων. Ένα μήνα μετά άρχισε να εκτελεί δρομολόγια στη γραμμή Πειραιάς- Θεσσαλονίκη. Ακολούθησαν πέντε ταξίδια πριν από το μοιραίο πλου στις 18 Ιανουαρίου 1947.
Τα σενάρια
Αρχικά ανέφεραν ότι το πλοίο έπεσε σε θαλάσσια νάρκη από τον πόλεμο ή ότι υπήρξε σαμποτάζ των κομμουνιστών καθώς ο εμφύλιος ήταν σε εξέλιξη. Αρχικά ο Υπουργός Ταχυδρομείων, Τηλεγράφων και Τηλεφώνων δήλωσε: «με βαθύτατην θλίψιν γνωρίζω ότι το ατμόπλοιον «Χειμάρα» προσέκρουσεν επί νάρκης ενώ έπλεεν εκ Θεσσαλονίκης και αβυθίσθη».
Στη συνέχεια ο πλοίαρχος Σπυρ.Μπιλλίνης επιβεβαίωσε ότι το ναυάγιο οφείλεται σε νάρκη και ότι είχε εκτελέσει το δρομολόγιο αρκετές φορές, χαράζοντας τις σωστές πορείες. Ισχυρίστηκε ότι αφού έδωσε τις κατάλληλες οδηγίες στον αξιωματικό φυλακής, αποσύρθηκε στο διαμέρισμα χαρτών, όπου και αναπαύθηκε στον καναπέ.
Έπειτα από μια εβδομάδα το Υπουργείο Στρατιωτικών, Ναυτικών και Αεροπορίας διέψευσε επίσημα τα σενάρια περί νάρκης και ανακοίνωσε ότι το πλοίο «προσέκρουσεν επί υφάλου».
Σύμφωνα με την έκθεση που συνέταξε η Ανακριτική Επιτροπή Ελέγχου Ναυτικών Ατυχημάτων, το θαλάσσιο δυστύχημα απεδόθη: «στη μη τήρηση της σωστής πορείας του πλοίου εντός διαύλου ασφαλείας από τους αξιωματικούς γέφυρας, στην παράλειψη των ενδεδειγμένων ενεργειών από τα μέλη του πληρώματος την ώρα του ατυχήματος στον πανικό που δημιουργήθηκε, στην κακοκαιρία και στο δριμύ ψύχος που επικρατούσε».
Οι ποινές
Επιβλήθησαν ποινές προσωρινής στέρησης άσκησης του ναυτικού επαγγέλματος:
α) στον πλοίαρχο Σπ.Μπιλλίνη την ποινή των 9,5 μηνων για βαρειά αμέλεια περί την εκτέλεση των καθηκόντων
β) στον ύπαρχο Ιωαν.Μπέρτση την ποινή των 6 μηνών για αμέλεια περί την εκτέλεση των καθηκόντων
γ)στον ανθ/ρχο Αθαν.Καναβά την ποινή του 1 μήνα για αμέλεια περί την εκτέλεση των καθηκόντων, όπως επίσης και στους μηχανικούς Νικ.Δρανδάκη 12 μήνες,Γεώρ.Παπαγιανόπουλο 6 μήνες και Παν.Μπογιατζίδη 6 μήνες.