Η λέξη «κανούν» προέρχεται από την ελληνική λέξη «κανών» και στην Αλβανία το κανούν ρυθμίζει κάθε τομέα της καθημερινότητας.
Πρόκειται για ένα άγραφο ηθικό κώδικα, που δίνει οδηγίες για τη σωστή συμπεριφορά του άντρα, της γυναίκας, τις σχέσεις των πολιτών με την εκκλησία και την εργασία.
Ένα μεγάλο τμήμα αφορά την «μπέσα», την τιμή και είναι αυτό που έχει κάνει το «κανούν» σεβαστό στις κοινωνίες, αλλά και υπεύθυνο για πολύνεκρες βεντέτες.
Γιατί, σύμφωνα τον κώδικα Λεκ Ντουγκαγκίνι, «το αίμα ξεπλένεται με αίμα».
Για κάθε δολοφονία, τιμωρός δεν είναι ο νόμος, αλλά οι συγγενείς του θύματος και η ποινή είναι μόνο μία: θάνατος.
Δεν έχει σημασία η θρησκεία, η οικονομική κατάσταση του δράστη ή οι λόγοι που τον οδήγησαν στη δολοφονία ενός συγγενή.
Για την οικογένειά του απ’ τη στιγμή που έχυσε αίμα, πρέπει να πεθάνει.
Κι αν οι συγγενείς του θύματος δεν τον προλάβουν ζωντανό, ίσως επειδή πέθανε από φυσικά αίτια, τότε πρέπει να πεθάνει ένα συγγενικό του πρόσωπο ακόμα κι αν δεν είχε καμία σχέση με τον φόνο.
Ο νόμος της πολιτείας δεν έχει καμία ισχύ στις περιοχές που εφαρμόζεται το «κανούν», κυρίως στη βόρεια Αλβανία.
Έχουν υπάρξει περιπτώσεις που συγγενείς του θύματος είπαν ψέματα για να αθωωθεί ο δράστης και να μπορέσουν να αναλάβουν εκείνοι την τιμωρία του.
Ακόμα κι αν ο νόμος λειτουργήσει και ο δράστης καταδικαστεί, το «κανούν» δεν ικανοποιείται.
Θα τον περιμένουν μέχρι να αποφυλακιστεί και θα τον σκοτώσουν τότε.
Το «κανούν» λήγει μόνο όταν η οικογένεια του θύματος δώσει τη συγχώρεσή της, αλλά λίγες το κάνουν, γιατί με αυτό τον τρόπο εμποδίζουν τους απογόνους του να πάρουν εκδίκηση.
Στην όχθη του ποταμού Λάνα στα Τίρανα στέκεται ένα μοναχικό σπίτι.
Ο δήμαρχος Έντι Ράμα δεν το κατεδάφισε, αν και εμπόδιζε την κατασκευή ενός πάρκου, επειδή εκεί κατοικεί μια οικογένεια που προσπαθεί να σωθεί από τη βεντέτα.
Δεν βγαίνει έξω, ούτε ανοίγει σε αγνώστους.
Εκεί ζει ο Γκιν Μάρκου με τη σύζυγο, τις νύφες και τα εγγόνια του.
Οι γιοι του σκοτώθηκαν, αλλά εκείνος αρνήθηκε να πάρει εκδίκηση.
Αντί όμως να δώσει τέλος στην υπόθεση, αποφάσισε να φύγει απ’ το χωριό του για τα Τίρανα και ζει φυλακισμένος στο σπίτι του, έτσι ώστε να δώσει την ευκαιρία στα εγγόνια να πάρουν εκδίκηση για τους γονείς τους, αν και όποτε το αποφασίσουν.
Περισσότερες από δύο χιλιάδες οικογένειες ζουν εγκλωβισμένες στα σπίτια τους, φοβούμενες ότι θα τους σκοτώσουν μόλις βγουν στον δρόμο.
Δεν μπορούν να δουλέψουν, ούτε να αγοράσουν φαγητό, με αποτέλεσμα να έχουν ανάγκη τη φιλανθρωπία γειτόνων και συγγενών.
Τα παιδιά δεν πηγαίνουν σχολείο και τα τελευταία χρόνια, ορισμένοι δάσκαλοι τους κάνουν ιδιαίτερα μαθήματα.
Τις διαφορές ανάμεσα στις δύο οικογένειες συχνά αναλαμβάνει να λύσει ο ειρηνοποιός, που είναι ο λεγόμενος «μπαϊρακτάρης», δηλαδή ο τοπικός άρχοντας.
Αυτός μπορεί να δώσει ένα χρονικό περιθώριο «ασυλίας» στον δράστη, κατά το οποίο οι συγγενείς του θύματος δεν μπορούν να τον αγγίξουν.
Έχουν υπάρξει περιπτώσεις, που ο δράστης χρησιμοποίησε αυτό το διάλειμμα όχι για να ξεφύγει, αλλά για να παραστεί στη κηδεία του θύματος.
Βέβαια αυτή η ασυλία δίνεται συνήθως όταν το επιτρέπουν και οι ιδιαίτερες συνθήκες της κόντρας και όχι όταν η τιμή του θύματος έχει προσβληθεί σοβαρά.
Το «κανούν»
Εμφανίστηκε τον 15ο αιώνα και σύμφωνα με κοινωνιολόγους είχε ως στόχο να διαφοροποιήσει τους Αλβανούς από τους Τούρκους κατακτητές.
Δημιουργώντας έναν δικό τους κώδικα τιμής και συμπεριφοράς, ένιωθαν πως διατηρούσαν την ανεξαρτησία τους από τους Οθωμανούς.
Το «κανούν» μεταδιδόταν προφορικά από γενιά σε γενιά. Καταγράφηκε πρώτη φορά τον 19ο αιώνα και εκδόθηκε το 1913.
Η εφαρμογή του διακόπηκε μόνο την περίοδο του κομμουνισμού, όταν κυβερνούσε ο Χότζα, ο οποίος όρισε αυστηρές ποινές για όποιον ακολουθούσε το «κανούν».
Όμως μετά την πτώση του κομμουνισμού, το «κανούν» επέστρεψε ακόμη πιο άγριο και σκληρό.
Η αρχική εκδοχή του «κανούν» απαγόρευε να δολοφονηθούν γυναίκες και παιδιά, αλλά τα τελευταία χρόνια έχουν υπάρξει πολλά ανήλικα θύματα.
Οι γυναίκες απαγορευόταν να πάρουν εκδίκηση, καθώς δεν θεωρούνταν ισότιμες των αντρών.
Παρ’ όλα αυτά, έχουν υπάρξει περιπτώσεις, όπως αυτή της Ζουλφιέ Χακλεΐ, που μεταμφιέστηκε σε άντρα για να εκδικηθεί τον θάνατο των πέντε αδερφών της.
Οι δολοφονίες σύμφωνα με τον άγραφο κώδικα, γίνονταν για λόγους τιμής και αντιμετωπίζονται με κατανόηση και σεβασμό από την κοινωνία.
Σε πολλές περιπτώσεις μάλιστα, ήταν η κοινωνία αυτή που πίεζε τους συγγενείς των θυμάτων να πάρουν εκδίκηση.
Όμως στη σύγχρονη εποχή, το εκμεταλλεύεται συχνά η μαφία για ξεκαθάρισμα λογαριασμών, που δεν έχουν καμία σχέση με την «τιμή», αλλά αφορούν αποκλειστικά οικονομικά συμφέροντα.
Πολλές φορές αναλαμβάνουν να «καθαρίσουν» κάποιον για λογαριασμό της οικογένειας, ζητώντας υπέρογκα ποσά, ενώ ταυτόχρονα προσφέρουν ασφάλεια στην οικογένεια του δράστη.
Το «κανούν» εφαρμόζεται περισσότερο στα χωριά της βόρειας Αλβανίας, αλλά τις τελευταίες δεκαετίες έχει φτάσει μέχρι και στα Τίρανα, καθώς πολλοί φεύγουν απ’ τα χωριά τους για να γλιτώσουν το «κυνηγητό» των συγγενών.
Σύμφωνα με έρευνα του 2014, περίπου τρεις χιλιάδες οικογένειες στην Αλβανία εμπλέκονται σε εγκλήματα τιμής.