Οι περισσότεροι άνθρωποι έχουν βιώσει μια εμπειρία «déjà vu», ή έστω έτσι πιστεύουν. Επί της ουσίας, πρόκειται για μια στιγμή που ο εγκέφαλος πιστεύει πως έχει ξαναζήσει στο παρελθόν, χωρίς όμως να μπορεί να προσδιορίσει το πότε. Υπολογίζεται ότι συμβαίνει στην πλειοψηφία των ανθρώπων, συνήθως μεταξύ των ηλικιών 15 και 25 χρόνων.
Για πρώτη φορά, η επιστήμονας Akira O’Connor του πανεπιστημίου του St Andrews της Βρετανίας, αποπειράθηκε να δώσει μια απάντηση στο ερώτημα γύρω από το μυστήριο της προμνησίας όπως λέγεται στα ελληνικά. Η ίδια και η ερευνητική της ομάδα χρησιμοποίησε τη μέθοδο της λειτουργικής απεικόνισης μαγνητικού συντονισμού (fMRI), μια μέθοδο εγκεφαλικής απεικόνισης (brain imaging), για την καταγραφή των αποτελεσμάτων.
Η τεχνική του fMRI βασίζεται στο γεγονός πως οι νευρώνες -όπως όλα τα κύτταρα του σώματός μας- χρειάζονται ενέργεια για να λειτουργήσουν. Έτσι, όταν θέλουμε να κάνουμε κάποια συγκεκριμένη πράξη, όπως π.χ. να μιλήσουμε, να πιάσουμε ένα αντικείμενο ή να ψάξουμε κάτι στο οπτικό μας πεδίο, οι νευρώνες που βρίσκονται στην περιοχή του εγκεφάλου που είναι υπεύθυνη για αυτού του είδους τις ενέργειες ενεργοποιούνται. Αυτό σημαίνει πως ζητάνε αυτόματα επιπλέον αίμα, ώστε να αναπληρώσουν την ενέργεια που χάσανε κατά την ενεργοποίησή τους.
Το αίμα μεταφέρεται σε αυτές τις περιοχές και το fMRI είναι σε θέση να μετρήσει την αύξηση στην ροή του αίματος (και άρα και την έκταση της ενεργοποίησης). Για να κάνει αυτού του είδους την μέτρηση το fMRI χρησιμοποιεί δύο μαγνητικά πεδία στα οποία εκτίθεται ο ασθενής (ή το υποκείμενο της έρευνας).
Η ομάδα της O’Connor μελέτησε εγκεφάλους 21 εθελοντών οι οποίοι υποβλήθηκαν σε πείραμα ελέγχου. Για να δημιουργήσει την αίσθηση του déjà vu η ομάδα ερευνητών έβαλε τους εθελοντές να ακούσουν τις λέξεις: bed, pillow, night, dream. Κοινώς, κρεβάτι, μαξιλάρι, νύχτα, όνειρο. Όλες τους έχουν κάτι κοινό. Τον ύπνο, ή στα αγγλικά, sleep.
Στη συνέχεια ρώτησαν τους εθελοντές αν στις λέξεις που άκουσαν, υπήρχε κάποια που ξεκινούσε από το γράμμα «s». Πράγματι, δεν υπήρχε καθώς η λέξη «sleep» δεν τους είχε τεθεί. Όλοι είπαν πως δεν υπήρχε λέξη που να εκκινά με το «s», ωστόσο όταν στη συνέχεια ερωτήθηκαν αν θυμούνται να άκουσαν τη λέξη «sleep», δηλαδή ύπνος, όλοι απάντησαν θετικά
«Οι περιοχές του εγκεφάλου που σχετίζονται με την ασυμφωνία αναμνήσεων και όχι με τις εσφαλμένες μνήμες είναι αυτές που υποκινούν την εμπειρία της προμνησίας. Ίσως να πρόκειται για την προσπάθεια του εγκεφάλου να προλάβει το λάθος στη μνήμη, περισσότερο από το να υποδεικνύει τη λάθος ανάμνηση», επεξηγεί η O’Connor. Αναφέρει πως η συχνότητα του φαινομένου φθίνει με την ηλικία, παρά το γεγονός ότι οι εσφαλμένες μνήμες πληθαίνουν όσο μεγαλώνουμε. «Στην ουσία πρόκειται για την πρόληψη ενός λάθους από τον εγκέφαλο», αναφέρεται σχετικά.
Εκείνοι που βιώνουν συχνά το déjà vu, είναι οι άνθρωποι που έχουν καλύτερη μνήμη. Στις περιπτώσεις τους, το σύστημα ελέγχου του εγκεφάλου, δουλεύει πολύ καλά. «Αν δεν παρουσιάζουν σφάλματα μνήμης ή αν το σύστημα ελέγχου σφαλμάτων υπολειτουργεί, τότε δεν διαθέτουν πυροδότηση για déjà vu», αναφέρει η ομάδα της O’Connor στην αναλυτική της έκθεση για το ζήτημα.
Τα αποτελέσματα της έρευνας που ξεκίνησε το 2010 και ολοκληρώθηκε πρόσφατα, παρουσιάστηκαν στο Διεθνές Συνέδριο Μνήμης που έλαβε χώρα στην Ουγγαρία.
Με πληροφορίες από το newscientist.com
Διαβάστε επίσης στο news247: Χωρίς λεωφορεία επ’ αόριστον η Θεσσαλονίκη