1932. Η αμερικανική Federal Bank με επείγον έγγραφό της, ειδοποιούσε τις ελληνικές τράπεζες και τις διωκτικές αρχές ότι διεθνής σπείρα παραχαρακτών θα «έριχνε» στην αγορά πλαστά εικοσαδόλαρα.
Στο έγγραφο περιγράφονταν με λεπτομέρειες οι διαφορές μεταξύ των πλαστών και γνήσιων χαρτονομισμάτων, που δεν ήταν ευδιάκριτες ακόμη και σε έμπειρους ταμίες τραπεζών.
«Τα πλαστά δολάρια έχουν τυπωθεί ειδικώς επί χάρτου εμπεποτισμένου με μεταξωτάς κλωστάς προς απομίμηση των γνήσιων δολαρίων. Είναι δε εσπαρμένα καθ’ όλην την επιφάνεια του χάρτου αυτών ίνες, ελαφρώς ερυθραί και υπάρχουν και κυανοί τοιαύται συνεστραμμένα. Αντιθέτως εις τα τεθέντα εις κυκλοφορίαν πλαστά δολάρια αι ίνες είνε ευθείαι και ελαφρώς ελισσόμεναι με κλωστοειδείς γραμμάς», αναφερόταν χαρακτηριστικά στην εγκύκλιο.
Λίγες ημέρες πριν από τα Χριστούγεννα του ’32, ο ανυποψίαστος χρηματομεσίτης Α. Τ. πήγαινε στην Εκδοτική Τράπεζα της Ελλάδος για να πραγματοποιήσει άλλη μια συναλλαγή, έχοντας μαζί του εικοσαδόλαρα. Ο ταμίας Μ. όταν πήρε στα χέρια του τα χαρτονομίσματα ένιωσε ότι «κάτι δεν πήγαινε καλά». Έβγαλε από το συρτάρι του ένα μεγεθυντικό φακό και εξέτασε προσεκτικά τις ίνες των δολαρίων. Μετά από σχετικές ερωτήσεις του ταμία, ο χρηματομεσίτης δήλωσε ότι είχε πάρει τα πλαστά χρήματα από τον χρηματιστή Λ. Ν.
Αμέσως ειδοποιήθηκε η αστυνομία και την εξιχνίαση της υπόθεσης ανέλαβε ο αστυνομικός Άγγελος Έβερτ, πατέρας του πρώην προέδρου της ΝΔ.
Μετά από ανακρίσεις διαπιστώθηκε ότι ο Λ. Ν. είχε πάρει τα πλαστά δολάρια από τον λογιστή Μ. Π., που του τα είχε δώσει ο αδερφός του, έμπορος πουκαμίσων Ι., ο οποίος με τη σειρά του τα είχε προμηθευτεί από τον ελαιέμπορο Μ. Το κύκλωμα των παραχαρακτών άρχιζε πλέον να ξετυλίγεται.
Ο Μ. λύγισε χωρίς μεγάλη δυσκολία και «έδωσε» στους αστυνομικούς τα ονόματα των Αμερικανών Σάμουελ Μπίλζεμπεργκ και Αντόνιο Ντερίγο, που τον είχαν προμηθεύσει με τρεισήμισι χιλιάδες πλαστά εικοσαδόλαρα.
Τους δύο Αμερικανούς τους είχε γνωρίσει χρόνια πριν στη Νέα Υόρκη και, όταν του ζήτησαν βοήθεια, δεν τους την αρνήθηκε. Έτσι, «έριξαν» αρχικά στην αγορά μέσω του Π. τα πλαστά δολάρια, που τα «έσπαγαν» από 197 ως 208 δραχμές το καθένα.
Μαζί με τον Μ. συνελήφθησαν επίσης η ιερόδουλη Κ. Ζ. και ο άνεργος Χ. Ν. που έκρυβαν τους Αμερικάνους, από τη στιγμή που ήρθαν στην Ελλάδα μέσω Κέρκυρας.
Όταν οι ξένοι παραχαράκτες έμαθαν ότι η αστυνομία ήταν στο κατόπι τους, έφυγαν άρον – άρον από την Αθήνα.
Ο Έβερτ όμως γνώριζε τις κινήσεις τους και έτσι οι αρχές κατάφεραν να τους συλλάβουν, όταν προσπάθησαν να ταξιδέψουν με πλοίο προς το Πρίντεζι.
Μαζί τους συνελήφθησαν άλλα οκτώ άτομα. Όπως αποκαλύφθηκε τότε από την αστυνομία, οι δύο Αμερικάνοι ανήκαν στην συμμορία του διαβόητου αρχιμαφιόζου Αλ Καπόνε, ο οποίος όμως εκείνο τον καιρό βρισκόταν στη φυλακή.
Η δράση της συμμορίας του όμως δεν είχε σταματήσει, παρά τον εγκλεισμό του. Η Αθήνα υπήρξε μόνο ένας προορισμός των κακοποιών που είχαν ήδη ρίξει πλαστά χαρτονομίσματα για λογαριασμό των αφεντικών τους στο Παρίσι, την Κωνσταντινούπολη και την Αλεξάνδρεια.