Η πιο φρικτή μέθοδος βασανιστηρίων εφαρμόστηκε στην Κίνα από τον 7ο αιώνα έως το 1905. Οι κατάδικοι που κατέληγαν πάνω στον σταυρό του μαρτυρίου. Συνήθως είχαν καταδικαστεί για βαριά αδικήματα, όπως μαζικές δολοφονίες, προδοσία, πατροκτονία ή μητροκτονία.
Το βασανιστήριο ονομάστηκε «Λίν τσι» που σημαίνει «αργός τεμαχισμός» ή «θάνατος σε χίλια κομμάτια». Πολλοί πίστευαν ότι αποτελούσε έναν από τους πολλούς μύθους που συνόδευαν τον κινέζικο πολιτισμό. Ωστόσο, το βασανιστήριο καταγράφηκε σε φιλμ λίγες ημέρες πριν από την οριστική απαγόρευση του. Ο κατάδικος ήταν ο Fou Tchou-Li, ο οποίος είχε δολοφονήσει το αφεντικό του, έναν Μογγόλο πρίγκιπα.
Η πρακτική του βασανισμού άλλαζε ανάλογα με την περιοχή και επηρεαζόταν από τη δεξιότητα του εκτελεστή.
Ο κατάδικος ήταν δεμένος σε ξύλινο στύλο και δεν μπορούσε να κουνήσει ούτε τα χέρια του ούτε τα πόδια του.
Ο εκτελεστής έκοβε με μαχαίρι το δέρμα του αμέτρητες φορές, ξεκινώντας από το στήθος, κόβοντας τον μαστό και τους μύες έως ότου φανούν οι νευρώσεις.
Στη συνέχεια έκοβε τη σάρκα από τα χέρια του και επαναλάμβανε την ίδια διαδικασία και στα πόδια.
Επρόκειτο για αργό βασανιστήριο που είχε σκοπό να δουν οι άνθρωποι πόσο αντέχει το κάθε θύμα πριν ξεψυχήσει. Οι περισσότεροι άντεχαν, το πολύ, 15 λεπτά.
Εάν ο εκτελεστής λυπόταν τον κατάδικο, μπορεί να του έκανε βαθύτερα και λιγότερα κοψίματα, ώστε να έχει σύντομο θάνατο.
Όσοι κατηγορούμενοι προέρχονταν από πλούσια οικογένεια, χρημάτιζαν τον εκτελεστή για να δώσει τη «χαριστική» μαχαιριά στα πρώτα λεπτά του βασανιστηρίου.
Αφού ο κατάδικος πέθαινε από τον πόνο, του έκοβαν το κεφάλι και τα άκρα και τα τοποθετούσαν σε καλάθι.
Σύμφωνα με τον Κομφούκιο, ο ακρωτηριασμός του σώματος θα ταλαιπωρούσε την ψυχή του εγκληματία σε αυτή και την επόμενη ζωή.