Η βύθιση του Τιτανικού ήταν ένα από τα μεγαλύτερα ναυάγια στην ιστορία.
Στην ταινία του Τζέιμς Κάμερον που έσπασε ταμεία κυρίαρχη ήταν μια ερωτική ιστορία.
Στο τέλος του έργου, όταν το πλοίο βυθίζεται, η κάμερα δείχνει ένα ηλικιωμένο ζευγάρι που αγκαλιάζεται σφιχτά, ξαπλωμένο στο κρεβάτι του, ενώ η στάθμη του νερού ανεβαίνει.
Στην ταινία δεν έχουν όνομα, αλλά στην πραγματικότητα, ήταν η Ίντα και ο Ίσιντορ Στράους και η ιστορία που θα διαβάσετε είναι αληθινή.
«Όπου πας, πάω κι εγώ»
Ο Ίσιντορ Στράους ήταν μετανάστης απ’ τη Γερμανία και εγκαταστάθηκε στην πολιτεία της Τζόρτζια.
Μετά τον εμφύλιο πόλεμο της Αμερικής, ταξίδεψε στη Νέα Υόρκη, όπου γνώρισε την Ίντα.
Παντρεύτηκαν, αν και ήταν απένταρος. Είχε χαλάσει όλα του τα χρήματα στον νότο, για να ξεπληρώσει τα χρέη του και είχε έρθει στη Νέα Υόρκη, για να κάνει μια νέα αρχή. Τα κατάφερε περίφημα.
Συνεργάστηκε με τον αδερφό του και άνοιξαν ένα πολυκατάστημα που ονόμασαν «Macy’s».
Μέσα σε λίγο καιρό, η επιχείρηση γνώρισε τεράστια επιτυχία και μέχρι σήμερα, παραμένει μία από τις μεγαλύτερες επιχειρήσεις της Αμερικής.
Το 1912, τη χρονιά που πραγματοποιήθηκε το παρθενικό ταξίδι του Τιτανικού, οι Στράους ήταν πλούσιοι, γονείς επτά παιδιών, ενεργοί σε φιλανθρωπίες και πολιτικά.
Ο Ίσιντορ μάλιστα για ένα διάστημα είχε εκλεγεί και βουλευτής.
Η σύζυγός του, Ίντα, βρισκόταν πάντα στο πλευρό του. Όταν χρειαζόταν να περάσουν χρόνο χωριστά, αλληλογραφούσαν καθημερινά.
Πέρασαν τα Χριστούγεννα του 1911 στη νότια Γαλλία, μαζί με φίλους και τα παιδιά τους.
Έμειναν στην Ευρώπη για αρκετούς μήνες, αλλά τον Απρίλιο, αποφάσισαν ότι είχε έρθει η ώρα της επιστροφής.
Αγόρασαν εισιτήρια πρώτης θέσης, για το παρθενικό ταξίδι του μεγαλύτερου πλοίου στον κόσμο, τον «αβύθιστο» Τιτανικό.
Ο μεγαλύτερος γιος τους θα τους ακολουθούσε λίγες ώρες αργότερα, με το επόμενο πλοίο που θα διέσχιζε τον Ατλαντικό ωκεανό.
Έτσι στις 10 Απριλίου του 1912, οι πάμπλουτοι Στράους μαζί με χιλιάδες άλλους επιβάτες, ξεκίνησαν το ταξίδι τους από το Σαουθάμπτον της Αγγλίας προς τη Νέα Υόρκη.
Πέρασαν τέσσερις μέρες, χωρίς απρόοπτο.
Μέχρι που το υπερωκεάνιο συγκρούστηκε με ένα παγόβουνο και ξεκίνησε η μοιραία βύθισή του.
Η Ίντα Στράους, ως ένα από πιο εξέχοντα μέλη της πρώτης τάξης, είχε εξασφαλισμένη μία θέση στις σωστικές λέμβους.
Η θέση αποδείχτηκε εξαιρετικά πολύτιμη, καθώς οι λέμβοι δεν αρκούσαν για όλους τους επιβάτες και αυτός ήταν ένας από τους λόγους που υπήρξαν τόσα πολλά θύματα.
Η Ίντα αδιαφόρησε για τη θέση, δηλώνοντας ότι δεν θα έφευγε από το πλοίο χωρίς τον άντρα της.
Τότε το πλήρωμα προσφέρθηκε να δώσει μια θέση και στον Ίσιντορ, παραβλέποντας τον κανονισμό που έλεγε ότι προηγούνταν τα γυναικόπαιδα.
Ο Ίσιντορ αρνήθηκε να πάρει τη θέση μία γυναίκας και επέμενε να μείνει στο πλοίο.
Πίεσε τη σύζυγό του να ανέβει στη βάρκα, αλλά εκείνη απάντησε: «Έχουμε ζήσει μαζί για πολλά χρόνια. Όπου πας, πάω κι εγώ».
Οι Στράους έμειναν πίσω, στο κατάστρωμα, αφού πρώτα όμως η Ίντα έδωσε τη θέση της στη Βρεταννίδα υπηρέτριά της, μαζί με τη γούνα της, για να την προστατέψει απ’ το κρύο.
Σύμφωνα με μαρτυρίες, το ζευγάρι δεν γύρισε στην καμπίνα τους, όπως τους έδειξε στην ταινία, αλλά έκατσαν σε καρέκλες στο κατάστρωμα και περίμεναν το τέλος τους, πιασμένοι χέρι χέρι.
Το πτώμα του Ίσιντορ ανασύρθηκε, αλλά της Ίντα ποτέ.
Ένα κενοτάφειο στη Νέα Υόρκη φέρει το όνομά τους, μαζί την επιγραφή από το «Άσμα Ασμάτων του Σολομώντος»: «Πολλά νερά δεν μπορούν να σβήσουν την αγάπη, ούτε ποτάμια μπορούν να την πνίξουν».