3 Σεπτεμβρίου 1944. Η 24χρονη αφραμερικανή Ρίσι Τέιλορ, επιστρέφει σπίτι της με τη συνοδεία δύο γειτόνων. Μόλις έχει ολοκληρωθεί η εκκλησιαστική λειτουργία. Ένα αμάξι τους κόβει τον δρόμο και υπό την απειλή όπλου απαγάγουν την Τέιλορ.
Φτάνουν σε ένα έρημο μέρος, όπου για ώρες οι έξι από τους εφτά λευκούς που επέβαιναν στο αυτοκίνητο βιάζουν τη Ρίσι. Την αφήνουν στην άκρη του δρόμου και εξαφανίζονται.
Η Ρίσι Τέιλορ πάλεψε να αποδοθεί δικαιοσύνη για το έγκλημα, χωρίς αποτέλεσμα. Σε μια εποχή ο φυλετικός διαχωρισμός του νότου βρισκόταν σε νέα έξαρση, οι υπεύθυνοι δεν φυλακίστηκαν ποτέ και η ίδια άκουγε χαρακτηρισμούς όπως «η πόρνη της Αλαμπάμα». Η άτυχη γυναίκα όχι μόνο δεν δικαιώθηκε, αλλά δέχθηκε επανειλημμένα απειλές για τη ζωή και την οικογένειά της.
«Κάνε ό,τι κάνεις με τον άνδρα σου αλλιώς θα σου κόψω τον λαιμό»
Το σούρουπο της 3ης Σεπτεμβρίου 1944, η Ρίσι Τέιλορ επέστρεφε από την εκκλησία στο σπίτι της στο Άμπελβιλ της Αλαμπάμας μαζί με τη Φάνι Ντάνιελ και το 18χρονο γιο της, Γουέστ. Και οι τρεις παρατήρησαν ένα πράσινο Σεβρολέτ να τους ακολουθεί για πολλή ώρα. Παρά το γεγονός ότι o συγκεκριμένος δρόμος στην Αλαμπάμα ήταν πολυσύχναστος, το αμάξι κάποια στιγμή σταμάτησε δίπλα τους. Ο Χέρμπερτ Λόβετ, ο μεγαλύτερος από τους εφτά άνδρες που ήταν μέσα στο αμάξι απαίτησε από την παρέα να σταματήσει, με την πρόφαση ότι η Ρίσι είχε εμπλακεί νωρίτερα την ίδια μέρα σε έναν καβγά.
Όταν αρνήθηκαν να υπακούσουν, ο Λόβετ μαζί με τους υπόλοιπους επιβάτες, που ήταν όλοι οπλισμένοι με καραμπίνες και στιλέτα, απήγαγαν την Τέιλορ. Τη μετέφεραν σε ένα κοντινό δάσος και τη διέταξαν να βγάλει τα ρούχα της.
Η Τέιλορ τους παρακάλεσε να την αφήσουν ήσυχη και να γυρίσει πίσω στον άνδρα και το παιδί της.
Η αποστομωτική απάντηση του Λόβετ ήταν «κάνε τα ίδια πράγματα που κάνεις με τον σύζυγό σου, αλλιώς θα κόψω τον λαιμό».
Στη συνέχεια τη βίασε και μετά από τον Χέρμπερτ ακολούθησαν άλλοι πέντε άνδρες.
Ο μόνος που αρνήθηκε ήταν ο Μπίλι Χόβερντον, ο οποίος γνώριζε προσωπικά την Τέιλορ.
Παράτησαν την 24χρονη, φιμωμένη και με δεμένα τα μάτια, στην άκρη του δρόμου και την απείλησαν ότι θα την σκοτώσουν αν άνοιγε το στόμα της.
Η πρώτη δίκη και οι απειλές
Ο πατέρας της Τέιλορ ανησύχησε που η κόρη του δεν είχε γυρίσει από την εκκλησία και κάλεσε την αστυνομία. Την απαγωγή δήλωσε στο γραφείο του σερίφη και η Φάνι Ντάνιελ.
Η Ρίσι δεν μπόρεσε να περιγράψει τους βιαστές της στον σερίφη Γκάμπλ, καθώς τα μάτια της ήταν δεμένα. Περιέγραψε όμως το αμάξι. Ένα πράσινο Σεβρολέτ, το οποίο ήταν και το μοναδικό στην περιοχή το 1944. Ο σερίφης έφερε στο τμήμα τον ιδιοκτήτη του, Χιούγκο Γουίλσον, και η Τέιλορ τον αναγνώρισε.
Έπειτα από ορισμένες ερωτήσεις, ο Χιούγκο παραδέχτηκε ότι πήρε την Ρίσι στο αμάξι του, αλλά υποστήριξε ότι δεν υπήρξε βιασμός.
Η σεξουαλική πράξη ήταν συναινετική. Παράλληλα, ονόμασε τους συνεργούς του. Ήταν οι Χέρμπερτ Λόβετ, Ντίλαρντ Γιορκ, Μπίλι Χόβερτον, Λούθερ Λι, Τζο Καλπέπερ και Ρόμπερτ Γκάμπλ. Ο Χιούγκο αφέθηκε ελεύθερος και κλήθηκε να πληρώσει μόνο ένα πρόστιμο ύψους 250 δολαρίων.
Η δίκη παρωδία
Ένα μήνα μετά την επίθεση και τον βιασμό της Ρίσι Τέιλορ έγινε η δίκη. Μοναδικοί μάρτυρες η οικογένεια και οι φίλοι της αφροαμερικανής.
Οι ένορκοι ήταν όλοι λευκοί και άνδρες. Σε κανέναν από τους δράστες δεν αποδόθηκαν κατηγορίες και η Ρίσι δεν μπόρεσε να αναγνωρίσει τους βιαστές της στο δικαστήριο.
Μετά από πέντε λεπτά σύσκεψης, η δίκη ολοκληρώθηκε. Κανείς από τους βιαστές δεν δικάστηκε, ούτε φυλακίστηκε.
Παράλληλα, τους μήνες μετά τη δίκη η Τέιλορ δέχθηκε εκατοντάδες απειλές θανάτου. Το σπίτι της πυρπολήθηκε αρκετές φορές από φανατικούς υπέρμαχους της λευκής φυλής, με αποτέλεσμα η Τέιλορ να μετακομίσει με τον άντρα και την κόρη τους στο πατρικό της. Ολόκληρη η οικογένεια φοβόταν να κυκλοφορήσει το βράδυ, ενώ ο πατέρας της Τέιλορ κρατούσε ολονύχτιες βάρδιες στη βεράντα του σπιτιού του με μια καραμπίνα.
Οι πιέσεις της Ρόζα Παρκς για δεύτερη δίκη
Τα νέα για τον βιασμό και τη δίκη – παρωδία των δραστών διαδόθηκαν με μεγάλη ταχύτητα ανάμεσα στις έγχρωμες κοινότητες. Μετά την επίθεση, η εμβληματική ακτιβίστρια και ειδική σε σεξουαλικές επιθέσεις έγχρωμων γυναικών, Ρόζα Παρκς, επισκέφτηκε την Τέιλορ.
Η Παρκς, μέλος της «Εθνικής Ένωσης για την Πρόοδο των Έγχρωμων Ατόμων» κινητοποίησε ακτιβιστές και διανοούμενους από ολόκληρες σχεδόν τις ΗΠΑ και βοήθησε στην οργάνωση της «Επιτροπής για Ίση Δικαιοσύνη για τη διδα Τέιλορ».
Η εκστρατεία ήταν εξαιρετικά επιτυχημένη. Συγγραφείς, εργατικά σωματεία, αφροαμερικανικές οργανώσεις και γυναικεία σωματεία ήταν με το μέρος της Τέιλορ και ζητούσαν άμεση απόδοση δικαιοσύνης. Όλος ο αμερικανικός νότος βρισκόταν σε αναβρασμό.
Η εφημερίδα «Chicago Defender« έκανε λόγο «για την πιο δυναμική εκστρατεία για ισότητα και δικαιοσύνη της τελευταίας δεκαετίας», ενώ πρωτοσέλιδο εφημερίδας της Αλαμπάμας έγραφε με τεράστιους τίτλους «Θύμα των Λευκών Βιαστών της Αλαμπάμα», με τη φωτογραφία της Τέιλορ ακριβώς από κάτω.
Το πρωτοσέλιδο δεν άφησε άλλο περιθώριο στον Κυβερνήτη της Αλαμπάμας, Τσάνσεϊ Σπαρκς, από το να ανοίξει εκ νέου την υπόθεση.
Ερευνητές επισκέφτηκαν το Άμπελβιλ και ανακάλυψαν ότι ο Σερίφης Γκάμπλ είχε πει ψέματα για τη σύλληψη των βιαστών. Ταυτόχρονα, κατηγόρησε την Τέιλορ ότι δεν ήταν «τίποτα παραπάνω από μια πόρνη του Άμπελβιλ με αφροδίσιο νόσημα».
Στις ανακρίσεις που ακολούθησαν, τέσσερις από τους επτά εμπλεκόμενους στο έγκλημα, παραδέχθηκαν ότι έκαναν σεξ με την Τέιλορ. Επέμειναν όμως ότι έγινε συναινετικά και ότι η ίδια ήταν ιερόδουλη. Μόνο ένας δράστης, ο Τζο Κάλπεπερ είπε ότι απήγαγαν την Τέιλορ υπό την απειλή όπλου και τη βίασαν, ενώ δήλωσε ότι η Ρίσι » έκλαιγε και μας παρακαλούσε να την αφήσουμε να φύγει. Να πάει στον σύζυγο και το παιδί της». Η κατάθεση του Κάλπεπερ δεν στάθηκε αρκετή για να υπάρξει καταδίκη.
Στις 14 Φεβρουαρίου 1945 για άλλη μια φορά, ο δικαστής απάλλαξε τους δράστες από οποιαδήποτε κατηγορία σε βάρος τους.
Η συγγνώμη που άργησε
Το 2011, 67 χρόνια μετά τον βιασμό, το νομοθετικό σώμα της Αλαμπάμα απολογήθηκε επισήμως στην Τέιλορ για «μη απόδοση δικαιοσύνης». Η απολογία μεταξύ άλλων ανέφερε: «η αδράνεια ήταν και είναι ηθικά απεχθής. Εκφράζουμε τη βαθιά λύπη μας για τον ρόλο που διαδραμάτισε η κυβέρνηση του κράτους της Αλαμπάμα στην αποτυχία της δίωξης των εγκλημάτων».
Η Ρίσι Τέιλορ ένα χρόνο νωρίτερα είχε δηλώσει πως «οι άνθρωποι που μου το έκαναν αυτό, δεν γίνεται να ξεφύγουν χωρίς να πουν έστω μία συγγνώμη. Οι περισσότεροι από αυτούς έχουν πεθάνει. Έστω μία επίσημη απολογία…».
Η ζωή που δεν έζησε
Η Ρίσι Τέιλορ γεννήθηκε στις 31 Δεκεμβρίου 1919 και από μικρή εργαζόταν κάτω από άθλιες συνθήκες στα χωράφια λευκών γαιοκτημόνων. Από τα 17 της φρόντιζε τα έξι μικρότερα αδέρφια της, όταν η μητέρα της πέθανε ξαφνικά.
Μετά από την επίθεση και την αποτυχία της δεύτερης δίκης, η Τέιλορ μετακόμισε στο Μοντγκόμερι κοντά στη Ρόζα Παρκς μέχρι να εγκατασταθεί στη Φλόριντα και να εργαστεί σε πορτοκαλεώνες. Η ζωή της συνέχισε να είναι δύσκολη. Χώρισε από τον άνδρα της στις αρχές του ’60. Λίγο αργότερα, ο σύζυγός της πέθανε.
Το 1967 και η κόρη της Τέιλορ βρήκε τραγικό θάνατο σε τροχαίο. Στις 28 Δεκεμβρίου 2017, σε ηλικία 97 ετών πέθανε στο πατρικό της σπίτι.
Η Τέιλορ υπήρξε μία από τις ελάχιστες αφροαμερικανές γυναίκες που μίλησε ανοιχτά για τον βιασμό της σε μια εποχή που τα ανθρώπινα δικαιώματα ήταν σχεδόν άγνωστα και η λευκή φυλετική επικράτηση δεδομένη στον αμερικανικό νότο.