Τον Ιανουάριο του 1952 οι εφημερίδες παρουσίασαν ένα πρωτοφανές ρεπορτάζ για τον τσέλιγκα.
Τον τσοπάνο φαινόμενο που θεράπευε κατάγματα, στραμπουλήγματα και ισχιαλγίες.
Ήταν ο 70χρονος μπάρμπα Θανάσης Κοντογεώργος ή βλάχος, όπως ήταν γνωστός στην περιοχή.
Βοσκός στο επάγγελμα, αλλά διάσημος για τις θεραπευτικές του ικανότητες.
Το σπίτι και η στάνη του βρισκόταν κοντά στο εργοστάσιο «Έσπερος» στη λεωφόρο Τατοίου, που τότε ήταν εξοχή και αρκετά μακριά από τις κατοικημένες περιοχές της Αθήνας.
Παρά την απόσταση και τη δυσκολία στη μετακίνηση, οι δεκάδες ασθενείς επισκέπτονταν τον μπάρμπα- Θανάση καθημερινά, καθώς η φήμη του ήταν καλύτερη και από αυτή καταξιωμένων γιατρών.
Δημοσιογράφοι που τον επισκέφτηκαν τον περιέγραψαν ως ένα παραδοσιακό βοσκό, που εμπνέει καλοσύνη, αλλά και αυτοπεποίθηση γι’ αυτό που κάνει.
Η καλοσύνη του δεν έμενε στα λόγια, καθώς προσέφερε τις υπηρεσίες του δωρεάν για όλους.
Ήταν πάντα ντυμένος με την παραδοσιακή στολή του τσοπάνη και φυσικά φόραγε τσαρούχια.
Καταγόταν από την επαρχία Λιδωρικίου και το χωριό Γράνιτσα, αλλά είχε εγκατασταθεί στο προάστιο της Αττικής για επαγγελματικούς λόγους.
Έξω από το σπίτι του σχηματίζονταν ουρές από ανθρώπους που είτε είχαν σπάσει κάποιο κόκαλο είτε υπέφεραν από μυϊκούς πόνους.
Οι ασθενείς περίμεναν υπομονετικά τη σειρά τους για να τους δει και να τους θεραπεύσει ο αγράμματος τσοπάνης.
Οι πρακτικοί γιατροί και θεραπευτές ήταν σύνηθες φαινόμενο των προηγούμενων δεκαετιών, μόνο που οι περισσότεροι αποδείχτηκαν κομπογιαννίτες και απατεώνες, που εκμεταλλεύονταν απελπισμένους «ασθενείς».
Ο μπάρμπα – Θανάσης διέφερε, καθώς ήταν και αποτελεσματικός και γενναιόδωρος άνθρωπος που δεν χρέωνε τίποτα για τις ιατρικές υπηρεσίες.
«Την τέχνη να γιατρεύω σπασμένα χέρια και πόδια την έμαθα βόσκοντας πρόβατα.
Κάθε φορά που τύχαινε ένα ζωντανό να πάθει τίποτα, το γιάτρευα μόνος μου. Έτσι σιγά- σιγά απόκτησα πείρα και άρχισα να γιατρεύω ανθρώπους. Πρέπει να ξέρετε ότι όλα τα κόκαλα και όλες οι κλειδώσεις και στα ζώα και στον άνθρωπο είναι ίδια», είπε στους δημοσιογράφους.
Παρόλο που ανυποψίαστος παρατηρητής θα περίμενε να δει φτωχούς ανθρώπους, που δεν μπορούσαν να πληρώσουν γιατρούς, οι ασθενείς του ανήκαν σε όλες τις κοινωνικές τάξεις.
Ο ίδιος όταν ρωτήθηκε αν είχε θεραπεύσει κάποιο «σημαίνον» πρόσωπο, δεν ήξερε να απαντήσει γιατί, όπως είπε δεν έγραφε τα ονόματα τους, καθώς ήταν αγράμματος.
Το μόνο που θυμόταν ήταν ότι κατά καιρούς σταματούσαν έξω από το σπίτι του «ακριβές κούρσες».
Αυτές που θυμόταν με κάθε λεπτομέρεια ο 70χρονος θεραπευτής, ήταν οι σοβαρές περιπτώσεις που κατάφερε να γιατρέψει:
«Είχα δεχτεί μια γυναίκα που ήταν ένας σωρός κατάκοιτη. Μου είπε ότι έμεινε τρεις μήνες σε μια κλινική στη Χίο, ώσπου οι γιατροί που δεν μπορούσαν να καταλάβουν τι έχει, της συνέστησαν να έρθει στην Αθήνα.
Ήρθε εδώ και μπήκε όπως μου είπε σε διάφορα νοσοκομεία, όπου οι γιατροί είπαν ότι πάσχει από ένα καρκίνωμα του νοτίου μέρους της σπονδυλικής στήλης. Αφού έμεινε πέντε μήνες στα νοσοκομεία, ήρθε και σε μένα.
Μόλις την είδα κατάλαβα ότι μπορούσα με εντριβές και με ορισμένα δεσίματα να την κάνω καλά.
Την προειδοποίησα όμως ότι θα πονέσει με τις εντριβές που θα της έκανα. Δέχτηκε και σε ένα μήνα έγινε καλά».
Ο μπάρμπα – Θανάσης προσέφερε τις υπηρεσίες του στον κόσμο για σχεδόν 40 χρόνια.