Ο Ρόμπερτ Σμολς ήταν μια σπάνια περίπτωση ανθρώπου που έζησε ως δούλος τον 19ο αιώνα και κατάφερε να κερδίσει την ελευθερία του χάρη στην επιμονή και το θάρρος του.
Γεννήθηκε σκλάβος το 1839 καθώς η μητέρα του εργαζόταν ως οικονόμος στο σπίτι ενός λευκού κτηματία, που ίσως ήταν και ο πραγματικός του πατέρας.
Πιθανόν αυτός ήταν ο λόγος που από όλα τα παιδιά σκλάβων, ο ιδιοκτήτης επέλεξε ο Σμολς να μεγαλώσει μαζί με τα παιδιά της οικογένειας του.
Έμαθε να διαβάζει και να γράφει και σε αντίθεση με τους υπόλοιπους σκλάβους είχε αρκετά προνόμια. Μπορούσε να κάνει παρέα με τους λευκούς και να κυκλοφορεί τα βράδια παρά το γεγονός απαγορευόταν η νυχτερινή κυκλοφορία στους μαύρους.
Η μητέρα του δυσανασχετούσε με τη ζωή του Σμολς, καθώς πίστευε ότι εφόσον είχε αποκτήσει μερικές ελευθερίες θα συνήθιζε τη ζωή του σκλάβου και εισηγήθηκε στο αφεντικό να τον στείλει για δουλειά στο Τσάρλεστον.
Ο εμφύλιος πόλεμος ήταν η ευκαιρία του για την ελευθερία
Όταν ο Σμολς έφτασε στο Τσάρλεστον παντρεύτηκε και απέκτησε μια κόρη και έναν γιο, ο οποίος πέθανε σε μικρή ηλικία.
Παρά το γεγονός ότι άλλαξε πολλές δουλειές δεν κατάφερε ποτέ να κερδίσει παραπάνω από ένα δολάριο την ημέρα, γιατί τα υπόλοιπα κέρδη τα έπαιρνε ο ιδιοκτήτης του. Με τα χρήματα που κέρδιζε δεν θα είχε ποτέ τη δυνατότητα να αγοράσει την ελευθερία της οικογένειας του, που ζούσε μέσα στη φτώχεια και την ανέχεια.
Το ξέσπασμα του αμερικανικού εμφυλίου ήταν η κατάλληλη ευκαιρία για να ξεφύγει από τη δουλεία.
Το μόνο που έπρεπε να κάνει ήταν να έρθει σε επαφή με τους Βόρειους, οι οποίοι υποστήριζαν την απελευθέρωση των σκλάβων.
Την περίοδο του αμερικανικού εμφυλίου εργαζόταν σε ένα ατμόπλοιο με το όνομα «Πλάντερ» που μετέφερε βαμβάκι έναντι πολεμικού υλικού για τους Νότιους. Ο Σμολς είχε την ιδιότητα του τιμονιέρη, γιατί απαγορευόταν ένας μαύρος να είναι καπετάνιος πλοίου.
Δουλεύοντας στο «Πλάντερ», έμαθε τα πάντα για τις μετακινήσεις των πλοίων και τους μυστικούς κωδικούς που χρησιμοποιούσε το πλήρωμα για να περνάει ελεύθερα τους ελέγχους της ναυσιπλοΐας και άρχισε να οργανώσει το ριψοκίνδυνο σχέδιο της απελευθέρωσης.
Η κλοπή του πλοίου
Ένα βράδυ που το πλήρωμα έπεσε για ύπνο, ο Σμολς μαζί με οκτώ σκλάβους και την οικογένεια του, επιβιβάστηκαν στο ατμόπλοιο.
Ο Σμολς φόρεσε το καπέλο και τη στολή του καπετάνιου και ανέλαβε το πιλοτάρισμα του ατμόπλοιου, που ξεκίνησε να πλέει με τη σημαία της Συνομοσπονδίας.
Ο Σμολς κατάφερε να περάσει τέσσερις ελέγχους χωρίς κανένας να αντιληφθεί ότι το πλήρωμα του πλοίου αποτελούνταν από σκλάβους.
Κρυμμένος κάτω από το καπέλο του καπετάνιου και εφόσον ήταν νύχτα, δεν ήταν δυνατόν οι φρουροί να αντιληφθούν από μακριά το χρώμα του δέρματος του.
Όταν πέρασαν με επιτυχία τον τελευταίο έλεγχο, ο Σμολς διέταξε να κατεβάσουν τη σημαία της Συνομοσπονδίας και να σηκώσουν μια λευκή κουβέρτα για να παραδοθούν έγκαιρα σε πλοίο της Ένωσης. Όταν τους συνέλαβαν, ο Σμολς τους παρείχε χρήσιμες πληροφορίες για τις κινήσεις του εχθρού. Τους ανέφερε τις θέσεις των αντίπαλων πλοίων και τους παρέδωσε χάρτες με τις τοποθεσίες των λιμανιών.
Ο πρώτος Αφροαμερικανός καπετάνιος στον πόλεμο
Αφού κέρδισε την εμπιστοσύνη τους, ο Σμολς ζήτησε να πολεμήσει στο πλευρό τους.
Παρόλο που ο Λίνκολν δεν ήθελε οι σκλάβοι να συμμετέχουν στον στρατό της Ένωσης, τελικά πείστηκε και του επέτρεψε να πάρει μέρος στο ναυτικό.
Όταν ο Λίνκολν συναντήθηκε μαζί του, τον ρώτησε «γιατί ένας μαύρος θα έκανε κάτι τόσο παράτολμο» και ο Σμολς του έδωσε μια μονολεκτική απάντηση «Ελευθερία».
Ο Σμολς έκανε περιοδείες για να πείσει και άλλους σκλάβους να συμμετέχουν στον πόλεμο και κατάφερε να συγκεντρώσει ένα σώμα στρατού από 5.000 χιλιάδες έγχρωμους στρατιώτες.
Η γενναιότητα και η συνεισφορά του ανταμείφθηκε με το ποσό των 1.500 δολαρίων και το πλοίο της Συνομοσπονδίας που οδηγούσε, εντάχθηκε στον στόλο της Ένωσης. Ο Σμολς έγινε ο πρώτος Αφροαμερικανός καπετάνιος στην ιστορία της Αμερικής και μετά το τέλος του πολέμου ένας από τους πρώτους Αφροαμερικανούς πολιτικούς.
Ο εμφύλιος έληξε με τη νίκη των Βόρειων και μία από τις άμεσες συνέπειες ήταν η κατάργηση της δουλείας.
Ο Σμολς επέστρεψε στο Μπόφορτ και με τα χρήματα που κέρδισε στον πόλεμο, αγόρασε το σπίτι του αφεντικού του και εγκαταστάθηκε εκεί με την οικογένεια του. Τα επόμενα χρόνια ακολούθησε πολιτική καριέρα και έβαλε υποψηφιότητα με τους Ρεπουμπλικάνους στη Βουλή των Αντιπροσώπων της Νότιας Καρολίνας.
Το 1871 έγινε γερουσιαστής και διετέλεσε μέλος του Κογκρέσου των ΗΠΑ.
Ο Σμολς κατάφερε με την παράτολμη ζωή του να παρακινήσει πολλούς Αφροαμερικανούς. Όπως είχε αναφέρει σε έναν πολιτικό του λόγο για τους ομοεθνείς του: «Η φυλή μου δεν χρειάζεται ειδική μεταχείριση, γιατί η ιστορία που έχουν σε αυτή τη χώρα αποδεικνύει ότι είναι ίσοι με οποιονδήποτε άλλο άνθρωπο. Το μόνο πράγμα που χρειάζονται είναι ίσες ευκαιρίες στη μάχη της ζωής».