Το 1951, η 21χρονη Μαργκερίτ Τζόνσον έκανε δύο δουλειές, για να συντηρήσει τον 5χρονο γιο της.
Η μοναδική πολυτέλεια που επέτρεπε στον εαυτό της, ήταν η μουσική. Λάτρευε τα blues και αγόραζε τουλάχιστον ένα δίσκο κάθε μήνα.
Η ιδιοκτήτρια του δισκοπωλείου που σύχναζε ήταν μία λευκή γυναίκα, ονόματι Λουίζ Κοξ, η οποία της πρότεινε να δουλέψει ως πωλήτρια στο κατάστημα. Η Τζόνσον, αν και διστακτική γιατί δεν εμπιστευόταν την καλοσύνη των λευκών, δέχτηκε.

Λίγους μήνες μετά την πρόσληψή της, ένας ναύτης επισκέφτηκε το μαγαζί. Εκτός από την ιδιοκτήτρια, ήταν ο μοναδικός λευκός στο κατάστημα.
Η γνώση του γύρω από τη μαύρη μουσική ήταν τόσο εντυπωσιακή, που η Τζόνσον αναρωτήθηκε μήπως ήταν μιγάς και όχι τελείως λευκός.
Ο ναύτης τη διαβεβαίωσε ότι ήταν λευκός. Το όνομά του ήταν Θωμάς Αγγέλου, αλλά όλοι τον αποκαλούσαν Τος.
Όταν η Τζόνσον τον ρώτησε αν επέλεξε να μείνει σε περιοχή μαύρων επειδή έτρεφε κάποια ιδιαίτερη συμπάθεια προς τους έγχρωμους, ο Αγγέλου απάντησε: “Δεν συμπαθώ τους μαύρους. Ούτε τους Ιταλούς, ούτε τους Ασιάτες, ούτε τους Ιρλανδούς. Είμαι Έλληνας, αλλά ούτε κι αυτούς τους συμπαθώ”.
“Πώς γίνεται να τους αντιπαθείς όλους;” ήταν η ερώτηση της Τζόνσον.
“Το να μη συμπαθείς κάποιον δεν σημαίνει ότι τον αντιπαθείς”, απάντησε ο Αγγέλου.

Η πρόταση γάμου

Πέρασαν τρεις μήνες μέχρι ο Αγγέλου να “συμπαθήσει” την Τζόνσον.
Επισκεπτόταν καθημερινά το δισκοπωλείο, συνόδευε τη Τζόνσον και τον γιο της σε βόλτες στο πάρκο και μια μέρα, της ανακοίνωσε ότι θα την παντρευόταν.
Όταν έμαθε τα νέα η μητέρα της, αντέδρασε άσχημα: “Θες έναν άντρα που είναι και λευκός και φτωχός; Οι άνθρωποι του δεν θα σε δεχτούν και θα απομακρύνεις και τους δικούς σου”.
Η Τζόνσον δεν της έδωσε καμία σημασία. Ήταν τυφλωμένη απ’ την επιθυμία της για ασφάλεια και οικογένεια.
Ονειρευόταν ένα όμορφο σπίτι, ένα σύζυγο που θα την προστάτευε και θα κάλυπτε όλες της τις ανάγκες.
Μέχρι τότε, η Τζόνσον είχε εργαστεί ακόμα και ως υπεύθυνη σε οίκο ανοχής για να βγάλει τα προς το ζην και η πρόκληση ενός ασφαλούς οικονομικά μέλλοντος ήταν πολύ δυνατή. Άλλωστε, πίστευε ακράδαντα ότι «ο Αγγέλου δεν ήταν ένας ακόμα λευκός, αλλά ένας Έλληνας μετανάστης».
Δεν παντρευόταν τον εχθρό της, αλλά έναν άνθρωπο που τύχαινε να μην έχει το ίδιο χρώμα δέρματος με αυτόν. Ομως, δεν συμμερίζονταν όλοι τα συναισθήματά της.
Ο κόσμος τους αντιμετώπιζε με έκπληξη , ακόμα και με αποστροφή.
Οι μαύροι ένιωθαν ότι η Τζόνσον τους πρόδωσε, και οι λευκοί γύριζαν την πλάτη στο  ζευγάρι.
Αλλά η Τζόνσον μπορούσε να αγνοήσει τα βλέμματα όσο ένιωθε προστατευμένη.

Το μοναχικό ζευγάρι

Παντρεύτηκαν μία Κυριακή και τον πρώτο χρόνο όλα φαίνονταν ρόδινα.
Η Τζόνσον είχε μετατραπεί στη νοικοκυρά που πάντα ονειρευόταν, ο γιος της λάτρευε τον πατριό του και ο Αγγέλου εκπλήρωνε κάθε της επιθυμία.
Το μόνο πρόβλημα ήταν ότι δεν της επέτρεπε να πηγαίνει στην εκκλησία, καθώς ο ίδιος ήταν άθεος.
Στην αρχή, η Τζόνσον το δέχτηκε χωρίς να πει κουβέντα.
Δεν την προβλημάτισε καθόλου που ο σύζυγός της επέτρεπε μόνο σε τέσσερις φίλους τους να τους επισκεφτούν, με τη δικαιολογία ότι κανείς άλλος γνωστός τους δεν άξιζε να σπαταλήσουν το χρόνο τους μαζί του.

Έγραψε περισσότερα από 30 βιβλία (μεταξύ αυτών δοκίμια, ποιήματα), αλλά και μια σειρά από θεατρικά έργα, σενάρια για ταινίες και τηλεοπτικές σειρές σε διάστημα περισσότερων από 50 χρόνων. Εχει τιμηθεί με πολλά βραβεία.

Ο χωρισμός και η ανεξαρτησία

Με το πέρασμα του χρόνου, ο έλεγχος του Αγγέλου πάνω στην μικρή του οικογένεια γινόταν όλο και πιο ασφυκτικός.
Η Τζόνσον άρχισε να φεύγει κρυφά απ’ το σπίτι κάθε Κυριακή για να πάει στην εκκλησία. Ένιωθε εγκλωβισμένη, αλλά δεν τολμούσε να διαταράξει την ηρεμία της ζωής της.
Μέχρι που ένα πρωί, ο Αγγέλου της ανακοίνωσε ήρεμα ότι κουράστηκε να είναι παντρεμένος.
Χώρισαν ένα χρόνο αργότερα.
Η νεαρή που έψαχνε απεγνωσμένα την ασφάλεια της οικογένειας είχε γίνει πλέον μια γυναίκα ανεξάρτητη και αποφασισμένη να αντιμετωπίσει ό,τι εμπόδιο της έφερνε η ζωή.

Η Μαργκερίτ Τζόνσον έγινε Μάγια Αγγέλου

Ο Αγγέλου της άφησε κάποια χρήματα, τα οποία όμως δεν κράτησαν για πολύ καιρό.
Η Τζόνσον βρήκε δουλειά ως χορεύτρια σε ένα κλαμπ, όπου πληρωνόταν ανάλογα με τα ποτά που την κερνούσαν οι άντρες πελάτες.
Το ταλέντο της όμως, γρήγορα ξεχώρισε και της πρότειναν να τραγουδήσει σε μία μπουάτ του Σαν Φρανσίσκο, με το όνομα “Purple Onion”.
Πριν ανέβει στη σκηνή που θα την έκανε διάσημη, τη συμβούλευσαν να χρησιμοποιήσει ένα καλλιτεχνικό όνομα.
Έπρεπε να φαντάζει μυστήριο και εξωτικό.
Επέλεξε το Μάγια Αγγέλου.
Με αυτό το όνομα θα γινόταν γνωστή σε όλο τον κόσμο για τις ποιητικές της συλλογές, τις αυτοβιογραφίες της και τον αγώνα της για τα δικαιώματα των Αφροαμερικάνων.
Η Μάγια Αγγέλου πέθανε στις 28 Μαΐου 2014.

Παρακολουθήστε την Μάγια Αγγέλου να τραγουδά στην ταινία «Calypso Heat»

Πληροφορίες αντλήθηκαν από την αυτοβιογραφία της Μάγιας Αγγέλου, “Singin’, Swingin’ and Makin’ Merry Like Christmas”.

 

ΣΤΗΝ ΙΔΙΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Please enter your comment!
Please enter your name here