Η πρώτη ποινική νομοθεσία στο νεότερο ελληνικό κράτος εισήχθη στις 17 Απριλίου 1823, όταν η Β’ Εθνοσυνέλευση στο Άστρος ψήφισε το «Απάνθισμα των Εγκληματικών», το οποίο αποτελούσε τη βασική ποινική κωδικοποίηση με βάση τους «νόμους των αείμνηστων ημών Βυζαντινών αυτοκρατόρων».
Σε αυτό προβλεπόταν η θανατική ποινή, αλλά μόνο για πολύ σοβαρά εγκλήματα. Ωστόσο, μέχρι το φθινόπωρο του 1830 δεν πραγματοποιήθηκε καμία θανατική εκτέλεση παρά τη διάχυτη βία της περιόδου.
Η πρώτη εφαρμογή της «κεφαλικής ποινής»
Η πρώτη εκτέλεση στο νεότερο ελληνικό κράτος έγινε την Τετάρτη 15 Οκτωβρίου 1830 στη Σκόπελο. Επρόκειτο για την εκτέλεση του βοσκού Γεωργίου Λεμονή, 25 ετών, ο οποίος είχε διαπράξει κλοπή και κατόπιν τριπλό έγκλημα στις 7 και 9 Νοεμβρίου 1829 αντίστοιχα.
Συγκεκριμένα, ο Λεμονής, ο οποίος διανυκτέρευε συχνά στο σπίτι του συντοπίτη του Γιάννη (αγνώστων λοιπών στοιχείων), του αδερφού του Γεωργίου και της μητέρας τους που βρισκόταν έξω από τον οικισμό της Σκοπέλου, το βράδυ της 7ης Νοεμβρίου αφαίρεσε από το σπίτι του φίλου του 377,5 γρόσια.
Ο Γιάννης αντιλήφθηκε την κλοπή με καθυστέρηση και στις 9 Νοεμβρίου επισκέφτηκε τον Λεμονή και ζήτησε να του επιστρέψει τα χρήματα. Ο Λεμονής αρνήθηκε και ο Γιάννης τον απείλησε πως θα «εγκαλέσει εις την τοπικήν Αρχήν».
Λίγες ώρες μετά, ο Λεμονής μπήκε στο σπίτι του Γιάννη «φέρων πέλεκυν και μάχαιραν εις την ζώνην» και σκότωσε τον ίδιο, τον αδερφό του και τη μητέρα του «κατατραυματίσας τα σώματά των«.
Ο δράστης συνελήφθη σχεδόν αμέσως και στις 28 Μαρτίου 1830 καταδικάστηκε σε θάνατο με την «υπ΄Αρ. 2 εκγληματικήν απόφασιν του Πρωτοκλήτου των Βορείων Σποράδων«.
Στις 20 Μαΐου οι συγγενείς του υπέβαλαν προς τον κυβερνήτη Καποδίστρια αίτηση χάριτος, όμως λίγες μέρες μετά ο Λεμονής κατάφερε να δραπετεύσει από τις φυλακές του νησιού και να καταφύγει στο ορεινό τμήμα του.
Σύντομα, η τοπική αστυνομία τον συνέβαλε, όμως ο Λεμονής δραπέτευσε εκ νέου και με καΐκι πέρασε στο Πήλιο, όπου βρήκε προσωρινό καταφύγιο σε οικισμό κοντά στη Ζαγορά. Οι αστυνομικές αρχές της περιοχής κινητοποιήθηκαν αμέσως και πέτυχαν τη σύλληψη του καταδίκου για τρίτη φορά. Μετά τις εξελίξεις αυτές «η Κυβέρνησις απήντησεν επί της αναφοράς τω συγγενών του ότι ΄δεν δύναται να χορηγήση χάριν διά τοιαύτα εγκλήματα΄».
Έτσι, σύμφωνα με την υπ΄αριθ. 577 αναφορά της αστυνομίας Σκοπέλου, που δημοσιεύτηκε στο φύλλο της «Γενικής Εφημερίδος της Ελλάδος» της 12ης Νοεμβρίου 1830, στις 14 Οκτωβρίου ο αστυνόμος Σκοπέλου Γ. Νικολαΐδης «λαβών εκ της φυλακής τον κατάδικον φονέα Γεώργιον Λεμονή και προπορευόμενος ωδήγησα αυτόν εις το Δικαστήριον, όντα εν μέσω 12 οπλοφόρων φυλάκων της φρουράς, όπου ήκουσε και επληροφορήθη παρά του αυτού Δικαστηρίου ότι δεν έγινε δεκτή παρά της Α.Ε. του Σ. ημών Κυβερνήτου η παρά των συγγενών αυτού αίτησις της χάριτος και επομένως ενουθετήθη παρά του αυτού Προέδρου διά να αφοσιωθή εις το έλεος του Υψίστου».
«Μετά ταύτα συνωδευόμενος από τον ιερέα, αφ΄όλης της οπλοφόρου φυλακής μετεφέρθη εις την εκκλησίαν της Φανερωμένης. Εισελθόντος δε εις την εκκλησίαν του καταδίκου μετά του ιερέως, οι στρατιώται ετοποθετήθησαν εις διάφορα μέρη τριγύρω της εκκλησίας, φυλάττοντες αυστηρώς τας θύρας». [….]
«Σήμερον την 15 Οκτωβρίου του 1830 έτους περί την 10 ώραν προ της μεσηβρίας διορισθείσαν παρ΄εμού, διατηρούμενος καλώς υπό των αυτών οπλοφόρων στρατιωτών, ωδηγήθη από την εκκλησία εις τον τόπον της καταδίκης, παρακινούμενος εις μετάνοιαν και αφοσίωσην, διαρκούσης της οδοιπορίας, παρά του συνοδεύοντος αυτόν ιερέως Κ. Ιερεμίου διορισθέντος επ΄ αυτό τούτο, ασθενήσαντος αίφνης Γεωργίου Πρωτόπαπα, και μάλιστα με πολλήν ζέστην, άμα έφτασεν εις τον τόπον της καταδίκης. Τεθέντος δε του καταδίκου εις τον τόπον, όπου έμελλε να θανατωθεί, διέταξα τον αρχηγόν της εκτελεστικής δυνάμεως και εκάλυψε τους οφθαλμούς του, και αμέσως τρεις στρατιώται της φρουράς, οι Κύριοι Ζαφείρης Νταλιμπανούς, Γεώργιος Αγγελής και Λάμπρος, επλησίασαν κ΄ επυροβόλησαν ταυτοχρόνως και οι τρεις κατά της κεφαλής αυτού, όστις έπεσε κατά γης σπαράττων ολίγον τους πόδας του. Όθεν αμέσως άλλοι τρεις στρατιώται, οι Κ. Νικολάκης Αναστασίου, Νικόλαος Χριστοδούλου και Τριαντάφυλλος Γεωργίου, όντες έτοιμοι, επανέλαβαν τον τουφεκισμόν και εκτελέσθη τέλος η ποινή του θανάτου. Επομένως, ο αυτός Ιερεύς Κ. Ιερεμίας, συνώδευσε το λείψανον, όπου έμελλε να ενταφιασθή, και ενταφίασεν αυτό με τας θρησκευτικάς τελετάς κατά το πνεύμα του περί εκτελέσεως θανατικής αποφάσεως τύπου».
Από την «κεφαλική ποινή» στη λαιμητόμο
Μέχρι τη δολοφονία του Καποδίστρια πραγματοποιήθηκαν τρεις θανατικές εκτελέσεις, αυτή του Γεωργίου Λεμονή, του Δημητρίου Κολοκυθόπουλου από το χωριό Μουσουνίτσα Φωκίδας στις 25 Οκτωβρίου 1830 και του Δημήτρη Κασιμάκου από τη Σπάρτη στις 17 Νοεμβρίου 1830.
Ο Κυβερνήτης μάλιστα με διάταγμα του στις 21 Αυγούστου 1831, είχε μετατρέψει τη θανατική ποινή που είχε επιβληθεί την προηγούμενη ημέρα με απόφαση του Α΄Διαρκούς Στρατιωτικού Συμβουλίου Αργολίδας σε τέσσερις στρατιώτες του Β’ Ελαφρού Τάγματος για φόνο «εις δεκαετή φυλακήν».
Επομένως, μπορεί να θεωρηθεί ότι κατά την καποδιστριακή περίοδο η «κεφαλική ποινή» εφαρμοζόταν μόνο ως εξαιρετικό μέτρο, πιθανώς ενταγμένο στη σκοπιμότητα της σωφρονιστικής πολιτικής εκείνη την εποχή.
Μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια, στις 27 Σεπτεμβρίου 1831 στο Ναύπλιο, η πιο γνωστή και σημαντική περίπτωση εφαρμογής της θανατικής ποινής αφορούσε τον Γεώργιο Μαυρομιχάλη, έναν από τους φυσικούς αυτουργούς της δολοφονίας, ο οποίος εκτελέστηκε δια τουφεκισμού στις 10 Οκτωβρίου του ίδιου έτους στην πλατεία έξω από τα ανατολικά τείχη της πόλης.
Με την έλευση του βασιλιά Όθωνα στην Ελλάδα, επιλέχθηκε ως μέθοδος εκτέλεσης η γκιλοτίνα και καθιερώθηκε το ¨λειτούργημα» του δήμιου.
Μάλιστα, στο άρθρο 5 του νέου Ποινικού Νόμου αναφερόταν χαρακτηριστικά: » Ο καταδικασθείς εις θάνατον αποκεφαλίζεται δι΄του λαιμητόμου […]. Το σώμα του ενταφιάζεται ησύχως και άνευ τινός πομπής διά της Αστυνομίας ειμπορεί δε κατ΄ έγκρισιν της ιδίας Αρχής και να παραδοθεί, ζητηθέν, εις χείρας των συγγενών, διάν α ενταφιασθή παρ΄αυτών με άκραν σιγήν».
Η θανατική ποινή καταργήθηκε νομοθετικά στην Ελλάδα τον Δεκέμβριο του 1993, αλλά ντε φάκτο ήδη από τις 25 Αυγούστου 1972, με την εκτέλεση του Βασίλη Λυμπέρη στην Κρήτη.