Μέσα της δεκαετίας του 1920. Ο μηχανολόγος – ηλεκτρολόγος Χρίστος Τσιγγιρίδης, επισκεύαζε στον κήπο του σπιτιού του, έναν εγκαταλελειμμένο ασύρματο της Γαλλικής Στρατιάς Ανατολής, ισχύος 200 W, που είχε αγοράσει από μια μάντρα. Οι φίλοι και οι γείτονες που περνούσαν από την κατοικία της οδού Βασιλίσσης Όλγας 20 στη Θεσσαλονίκη (τότε οδό Δημοκρατίας), δεν μπορούσαν να καταλάβουν τι ακριβώς προσπαθούσε να κάνει.
Βίδωνε, ξεβίδωνε, έβγαζε εξαρτήματα, έβαζε ανταλλακτικά, ρύθμισε, συντόνιζε, μετρούσε και άλλα πολλά, με ένα και μοναδικό σκοπό.
Να στήσει ένα ραδιοφωνικό πομπό και να μεταδίδει προγράμματα, όπως είχε κάνει το βρετανικό BBC, από το 1922.
Όταν τελικά τα κατάφερε να εκπέμψει, τη φωνή του άκουσαν δύο ακροατές. Ο ένας ήταν o καθηγητής Φυσικής και φίλος του Ηλίας Αποστόλου, που άκουσε τον Τσιγγιρίδη στην πλατεία Ιπποδρομίου. Ο άλλος ήταν ο πλοίαρχος του πλοίου «Κουίν Ανν» Άντονι Ράντισον, που βρισκόταν στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης.
Οι πειραματικές εκπομπές του Ράδιο Τσιγγιρίδη όπως το ονόμασε, συνεχίστηκαν μέχρι το 1926.
Ήταν ο πρώτος ραδιοφωνικός σταθμός στην Ελλάδα αλλά και στα Βαλκάνια.
Την ίδια χρονιά άνοιξε τις πύλες της για πρώτη φορά η Διεθνής Έκθεση Θεσσαλονίκης, μπροστά από το Γ΄Σώμα Στρατού.
Το σπίτι του βρισκόταν σχεδόν απέναντι. Έτσι, έστησε αρχικά ένα μαγαζάκι από το οποίο πωλούσε μεγάφωνα και ενισχυτές της Siemens και Halske, της οποίας ήταν αντιπρόσωπος.
Στην πινακίδα που είχε βάλει έγραφε: Siemens και Halske, Μέγας Λέκτης. Οι λέξεις Μέγας Λέκτης, δεν ήταν παρά η ακριβής μετάφραση των αγγλικών ή γερμανικών λέξεων soundspeaker ή lautspreher.
Κάθε φορά που τα μεγάφωνα ακούγονταν, ο κόσμος έμενε έκπληκτος είτε θετικά είτε αρνητικά.
Κάποιοι τα έλεγαν κλαμπατσίμπανα, άλλοι όμως άκουγαν και ήθελαν να μάθουν περισσότερα για το νέο θαύμα της τεχνολογίας.
«Η πρώτη εμφάνισις του ήταν μια σπουδαία και μεγάλη σουπρίζ για το κοινόν. Οι πολυπληθείς επισκέπται της ∆ιεθνούς Εκθέσεως είδαν κάτι περίεργα γλαμπατσίμπανα κρεμασμένα με σύρματα. Ήσαν τα πρώτα μεγάφωνα που είδε και άκουσε η Ελλάς. Τα έφερε στην Ελλάδα ο κ.Τσιγγιρίδης», έγραφαν οι εφημερίδες.
«Εδώ Ράδιο Τσιγγιρίδη»
Το 1928 ο Ελευθέριος Βενιζέλος γίνεται ο πρώτος πρωθυπουργός που επισκέπτεται τη ΔΕΘ.
Στον χώρο της έκθεσης εγκαθίσταται και το πρώτο βαλκανικό ραδιόφωνο που εξέπεμπε στους 1.034 χιλιόκυκλους.
Οι εγκαταστάσεις του ήταν σε μια ξύλινη παράγκα και η άδεια του ίσχυε για 15 ή 20 ημέρες, ανάλογα δηλαδή με τη διάρκεια της έκθεσης.
Το Ράδιο Τσιγγιρίδη παρέδιδε τα πρώτα μαθήματα στους επισκέπτες, αλλά και τα πρώτα μαθήματα μάρκετινγκ, αφού έγινε το πρώτο βαλκανικό ραδιόφωνο, που κάλυπτε τα έξοδά του από τις διαφημίσεις.
Το πρόγραμμα είχε λίγο απ΄όλα: Ομιλίες, συνεντεύξεις με ηθοποιούς και λογοτέχνες, δελτία ειδήσεων, παιδικές εκπομπές και μουσική από τραγουδιστές και οργανοπαίχτες, μέσα στο στούντιο.
Ο ραδιοσταθμός διαφήμιζε επίσης τα προϊόντα των εκθετών, που έσπευδαν να εκμεταλλευτούν τις δυνατότητες της νέας τεχνολογίας.
Όσοι ήθελαν να διαφημιστούν αλλά δεν είχαν αρκετά χρήματα, έδιναν στον Τσιγγιρίδη ως αντάλλαγμα κάποια από τα προϊόντα τους.
Στην εφημερίδα «Μακεδονικά Νέα» αναφέρεται ότι ο μοναδικός «Λέκτης» της Εκθέσεως «άλλοτε μας ξεκουφαίνει με τας προσφωνήσεις του και άλλοτε μας ευφραίνει με τας μουσικάς αποδόσεις του. Αι υπηρεσίαι τας οποίας προσφέρει εις την έκθεσιν είνε ανεκτίμητοι. Αποδίδει τόσα και τόσα εκλεκτά μουσικά τεμάχια, βγάζει λόγους, προσφωνεί τους υπουργούς και λοιπούς επισήμους κ.λ.π.».
Σύμφωνα με την εφημερίδα Μακεδονία, ο σταθμός ακουγόταν στο Βελιγράδι, στο Γαλάτσι της Ρουμανίας, στην Κωνσταντινούπολη και στη Σμύρνη, στην Κρήτη, στην Αλεξανδρούπολη και στο Παρίσι.
Οι προσπάθειες του Τσιγγιρίδη να πάρει άδεια διαρκούς λειτουργίας ήταν συνεχείς. Όμως, για πολλά χρόνια παρέμειναν άκαρπες.
Το μόνο του όφελος ήταν ότι, όταν οι Γερμανοί άρχισαν να αντικαθιστούν τους παλιούς σταθμούς με ισχυρότερους, ο Τσιγγιρίδης έβαλε υποθήκη το σπίτι του και με το δάνειο που πήρε, αγόρασε ένα νέο μεγαλύτερο πομπό. Τον εγκατέστησε στον χώρο της ∆ΕΘ, δίπλα στην Ηλεκτρική Εταιρεία.
Ο σταθμός στεγαζόταν σε δύο ξύλινες παράγκες, σε απόσταση 200 μέτρων η μια από την άλλη.
Στη μια ήταν το στούντιο, όπου η οροφή ήταν απλώς σκεπασμένη με ψάθες και πισσόχαρτα και στην άλλη βρισκόταν ο πομπός.
Όταν έβρεχε, ο ήχος της βροχής περνούσε μέσα από τα μικρόφωνα των εκφωνητών.
Ο Τσιγγιρίδης μαζί του έφερε και έναν γερµανό τεχνικό, τον μηχανικό Χανς Κράουτερ.
Ο Τσιγγιρίδης πραγµατοποίησε τις πρώτες εκποµπές το 1928, µε τον ποµπό που είχε, ο οποίος µε βία ακουγόταν µέσα στη Θεσσαλονίκη.
Το σήµα του σταθµού ήταν το τικ – τακ του ρολογιού του. Ήταν πλέον και επισήμως, ο πατέρας της ραδιοφωνίας στην Ελλάδα.
Επίσης κάλυπτε ηχητικά διάφορες εκδηλώσεις, μέχρι και πολιτικές ομιλίες, όπως του Βενιζέλου.
Ο κόσμος πλέον μπορούσε να ακούσει και από μακριά τα λόγια των πολιτικών.
Έτσι, μεταξύ των πελατών του ήταν και η Βουλή, στην οποία εγκατέστησε την πρώτη ηχητική εγκατάσταση.
Το 1929 ο Βενιζέλος αποφάσισε να οργανώσει το σύστημα ραδιοφωνίας στη Ελλάδα.
Για τον λόγο αυτό προκηρύχτηκε διαγωνισμός για την εγκατάσταση Εθνικού Ραδιοφωνικού Σταθμού, με φορολογική επιβάρυνση 1 δραχμή την ημέρα για κάθε κάτοχο ραδιοφώνου.
Για την εφημερίδα Μακεδονία όμως, που στήριζε την ραδιοφωνική προσπάθεια του Τσιγγιρίδη, ο διαγωνισμός περιείχε και ολίγην διαπλοκή.
Νικητής του διαγωνισμού ήταν ο Εμμ. Μάρκογλου, εκπρόσωπος του οίκου Αρ. Δημητριάδη.
Ανέλαβε να προμηθεύσει και να εγκαταστήσει πόμπο «Μαρκόνι» ισχύος 13kW μεσαίων κυμάτων, αλλά σύντομα κήρυξε πτώχευση.
Χωρίς να γίνει νέος διαγωνισμός, το δικαίωμα εγκατάστασης σταθμού ανατέθηκε απευθείας στην Αμερικάνικη Ανώνυμη Ραδιοφωνική Εταιρία «ΝΤΥΡΧΑΜ», με έδρα τη Βοστώνη, που εκπροσωπούνταν από τον Α. Ακύλογλου.
Το κέρδος της εταιρίας θα ήταν η εκμετάλευση για ορισμένο χρόνο της λειτουργίας των ραδιοφωνικών πομπών.
Ο Τσιγγιρίδης από τον σταθμό του έλεγε: «Αλό, αλό. Προσοχή, προσοχή. Κύριοι αρμόδιοι προσέξτε να μη σας τη σκαρώσει η «ΝΤΥΡΧΑΜ». Η σύμβασης της είναι μανίκι που δεν μεταγίνεται».
Η σύμβαση με τη «ΝΤΥΡΧΑΜ» δεν πήγε καλά, όπως το είχε προβλέψει ο Τσιγγιρίδης.
Στα παιχνίδια των εταιρειών έμπλεξαν ονόματα όπως η αγγλική ραδιοφωνική εταιρεία Μαρκόνι και η γερμανική Τελεφούνκεν.
Η Ελλάδα παρασύρθηκε σε μια πεντάχρονη δικαστική περιπέτεια, που μπλόκαρε επί μακρόν τις ραδιοφωνικές εξελίξεις.
Το 1932 ο Τσιγγιρίδης µεταδίδει από τον ποµπό του σε όλη την Ελλάδα τις οµιλίες των επισήµων, κατά την τελετή έναρξης της 7ης ∆ιεθνούς Εκθέσεως.
Οι εκποµπές του τραβούν την προσοχή των Θεσσαλονικέων. Οι διαφημίσεις των εταιρειών αυξήθηκαν κατακόρυφα σε σύγκριση µε την προηγούµενη χρονιά.
Οι πιτσιρικάδες πετούσαν πέτρες στο στούντιο του Τσιγγιρίδη για να δουν αν θα ακουστούν από το ραδιόφωνο του σπιτιού τους.
Στις 2 Νοεµβρίου 1933 ο Τσιγγιρίδης µεταδίδει απευθείας από την αίθουσα τελετών του Πανεπιστηµίου την τέταρτη βαλκανική συνδιάσκεψη σε όλες τις χώρες των Βαλκανίων.
Στις 7 Σεπτεµβρίου 1936, στα εγκαίνια της 11ης ∆ιεθνούς Εκθέσεως, οι δημοσιογράφοι της εφημερίδας Μακεδονία μετέδιδαν για πρώτη φορά ρεπορτάζ, µέσω ραδιοφωνικού ποµπού.
Η συνεργασία με την εφημερίδα Μακεδονία ήταν μακρόχρονη και το ιστορικό έντυπο στήριξε όλες τις προσπάθειές του.
Στην ίδια Έκθεση ακούστηκαν ραδιοφωνικά οι ομιλίες του Μεταξά και του πρίγκιπα Παύλου.
Για τους Θεσσαλονικείς που τον λάτρευαν, δεν ήταν πλέον το Ράδιο Τσιλιγγίρη, αλλά το Ράδιο Θεσσαλονίκη.
Ο Τσιγγιρίδης φιλοξενεί στο στούντιό του καλλιτέχνες, όπως η Θούλα Γεωργίου και µεταδίδει µουσικά κοµµάτια όπως η µανδολινάτα «Μποέµ».
Κοντά στον ∆ηµητριάδη, βοηθό και σπήκερ του Τσιγγιρίδη, προστίθεται και ο Ξενάκης ως εκφωνητής, ενώ αργότερα, στα τέλη του 1936 ο Τσιγγιρίδης θα βρει στη «Μακεδονία» και στο πρόσωπο του συνεργάτη της εφηµερίδας, Νικ. Καρµίρη, τον βασικό του σπήκερ.
Κατά τη γερμανική κατοχή ο πομπός κατασχέθηκε και ο Τσιγγιρίδης φυλακίστηκε.
Οι Γερμανοί στρατιωτικοί πίστευαν ότι θα μπορούσαν να λειτουργήσουν τον πομπό μόνοι τους. Όμως αυτό στάθηκε αδύνατο. Έτσι την επόμενη ημέρα τον αποφυλάκισαν για μπορέσουν να κάνουν την προπαγάνδα τους.
Οι δέκτες είχαν σφραγιστεί από τους κατακτητές κι έτσι ο Τσιγγιρίδης άκουγε το BBC στον δικό του δέκτη και μετέφερε τα νέα στους γύρω, όταν πήγαινε στο καφενείο. Μάλιστα μια φορά κινδύνεψε να τον πιάσουν επ΄αυτοφώρω, όμως χάρις στην ετοιμότητά του, πρόλαβε και γύρισε το καντράν σε γερμανικό σταθμό.
Mετά την απελευθέρωση ο πομπός αγοράσθηκε από τον Μάρκο Βαφειάδη και λειτούργησε για λίγο υπέρ αυτού.
Το 1945 επιστρέφει στα χέρια του ιδιοκτήτη του και ξαναρχίζει τις εκπομπές.
Για περίπου ένα χρόνο ο πομπός πήρε προσωρινή άδεια συνεχούς λειτουργίας.
Το 1947 το Εθνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας (ΕΙΡ) αγόρασε τον πομπό του, που είχε ιδρυθεί το 1938. Στον ίδιο χώρο εγκατέστησαν νέα μηχανήματα και ισχυρότερο πομπό με στούντιο.
Την ίδια χρονιά ο Τσιγγιρίδης πέθανε.