Όταν ο Βίλφριντ Μ. Βόινιτς βρέθηκε στη βιβλιοθήκη του κολλεγίου των Ιησουιτών, στη βίλα Μοντραγκόν στο Φρασκάτι, κοντά στη Ρώμη, δύσκολα θα μπορούσε να φανταστεί τον ιδιαίτερο γρίφο που επρόκειτο να ανακαλύψει – έναν γρίφο που παραμένει άλυτος μέχρι σήμερα.
Ήταν το 1912 και ο Βόινιτς, έμπορος και συλλέκτης παλαιών βιβλίων, είχε γίνει αποδεκτός από τους Ιησουίτες ως αγοραστής ενός τμήματος της συλλογής χειρογράφων τους, το οποίο αριθμούσε περισσότερους από 1000 τόμους.
Εκεί, στην αποπνικτική ατμόσφαιρα ενός θεολογικού κολεγίου, ο Βόινιτς συνάντησε τυχαία το απίστευτο αίνιγμα που θα έπαιρνε αργότερα το όνομά του. Έχοντας επιθεωρήσει εξαιρετικά πολύτιμα χειρόγραφα, ο Βόινιτς άνοιξε κάποιο αδιάφορο, τόμο με εξώφυλλο από περγαμηνή.
Ο τόμος είχε διαστάσεις περίπου 15 επί 23 εκατοστά και περισσότερες από 200 σελίδες. Οι σελίδες ήταν φτιαγμένες από ανοιχτό καφέ μαλακό βιδέλο και δεν ήταν κομμένες ομοιόμορφα. Τον τόμο συγκρατούσαν τρία δερμάτινα λουριά και ήταν περιτυλιγμένος με χαρτί που είχε διπλωθεί γύρω από τις πλευρές για να σχηματίσει εξώφυλλο.
Όταν ο Bόινιτς ρώτησε για την προέλευσή του, οι ιερείς μπόρεσαν μόνο να τον πληροφορήσουν ότι το βιβλίο είχε ανακαλυφθεί σε παλιό μπαούλο στο κολέγιο.
Καθώς ξεφύλλιζε προσεκτικά το βιβλίο, ο Βόινιτς προβληματιζόταν όλο και περισσότερο από το περιεχόμενό του. Οι παράξενες εικόνες άγνωστων φυτών και ανθρώπινων μορφών που ήταν εγκλωβισμένες σε δοχεία τα οποία συνδέονταν με σύνθετα συστήματα σωληνώσεων, έκαναν τον συλλέκτη να υποπτευθεί ότι το παράξενο βιβλίο μπορεί να είχε εξαιρετική σημασία για την ιστορία της επιστήμης.
Ψάχνοντας στο κείμενο με την ελπίδα ότι μπορεί να αποκάλυπτε κάτι σχετικά με τη φύση του βιβλίου, ο Βόινιτς απογοητεύτηκε γρήγορα επειδή ήταν ολόκληρο γραμμένο καλλιγραφικά αλλά σε εντελώς ακατανόητη γλώσσα.
Τα μόνα στοιχεία που είχαν κάποια σχέση με την πραγματικότητα ήταν οι εικόνες, όμως ακόμα κι αυτές δημιουργούσαν περισσότερες απορίες παρά έδιναν απαντήσεις.
Τι ήταν τα παράξενα δοχεία που περιείχαν τις ανθρώπινες μορφές; Γιατί συνδέονταν μεταξύ τους με τόσο δαιδαλώδεις σωληνώσεις; Οι μορφές παρίσταναν ανθρωπάρια, τεχνητά κατασκευασμένα όντα; Και αν συνέβαινε αυτό μήπως το βιβλίο αποτελούσε κάποια, από καιρό χαμένη, αλχημιστική πραγματεία; Και, ίσως το πιο ενοχλητικό: γιατί περιείχε το βιβλίο προσεκτικά σχεδιασμένες απεικονίσεις φυτών που δεν υπήρχαν και αντικειμένων που έμοιαζαν με γαλαξίες;
Ο Βόινιτς αγόρασε το βιβλίο και επέστρεψε στην Αμερική όπου αμέσως αφοσιώθηκε στην αποκρυπτογράφηση του μυστηριώδους κειμένου. Υπήρχαν αρκετές ενδείξεις που θα μπορούσαν να βοηθήσουν στις έρευνές του.
Υπήρχε ένα γράμμα που ήταν προσαρτημένο στην πρώτη σελίδα του βιβλίου, με χρονολογία 19 Αυγούστου 1666 και αποστολέα τον επιστήμονα και πρύτανη του πανεπιστημίου της Πράγας Γιαν Μάρεκ Μάρτσι, ο οποίος πρόσφερε το βιβλίο στον Ιησουίτη λόγιο Αθανάσιο Κίρχερ, καθώς και μία ξεθωριασμένη υπογραφή στην πρώτη σελίδα η οποία υποδήλωνε ότι το βιβλίο ήταν κάποτε στην κατοχή ενός Γιάκομπους ντε Τέπεντετς.
Τέλος, υπήρχε επίσης το γεγονός ότι η συλλογή, που στεγαζόταν στη Βίλα Μοντραγκόν, αποτελούσε κάποτε τμήμα της ιδιωτικής βιβλιοθήκης Πίτερ Μπεξ, 22ου ηγούμενου του τάγματος των Ιησουιτών.
Ο Βόινιτς αποφάσισε ότι ο καλύτερος τρόπος για να προχωρήσει, ήταν να ετοιμάσει φωτογραφικά αντίγραφα του βιβλίου και να τα διανείμει σε διάφορους επιστήμονες που υπέθετε ότι δεν θα δυσκολεύονταν να αποκρυπτογραφήσουν το κείμενο.
Σε αυτούς συμπεριέλαβε παλαιογράφους, ιστορικούς της μεσαιωνικής περιόδου, κρυπταναλυτές, γλωσσολόγους, φιλόλογους ακόμα και αστρονόμους και βοτανολόγους. Αν και έτρεφε μεγάλες ελπίδες για γρήγορη λύση του αινίγματος οι πολυάριθμοι ειδικοί των οποίων αναζήτησε τη βοήθεια δεν μπόρεσα να προσφέρουν ικανοποιητικές απαντήσεις.
Υπήρχε όμως και πολλή δουλειά που έπρεπε να γίνει σχετικά με την προέλευση του χειρογράφου και ο Βόινιτς απέδειξε ότι κάποια στιγμή, μετά το 1608, μεταβιβάστηκε στον Γιάκομπους ντε Τέπενετς, διευθυντή των αυτοκρατορικών βοτανικών κήπων, του οποίου η υπογραφή υπάρχει στην πρώτη σελίδα.
Όταν το 1622 πεθάνετε ο ντε Τέπενετς το χειρόγραφο μεταβιβάστηκε σε κάποιο απροσδιόριστο άτομο που κατόπιν το άφησε στον Μάρτσι με τη διαθήκη του.
Εξαιτίας της απόλυτα απροσπέλαστης γραφής του, το χειρόγραφο Βόινιτς έχει γίνει κάτι σαν ιδιαίτερο σημείο αναφοράς τόσο στους κύκλους των αποκρυφιστών όσο και στο πεδίο της κρυπτανάλυσης.
Ο κρυπτογραφικός κώδικας με τον οποίο είναι γραμμένο έχει αντισταθεί σε όλες τις απόπειρες αποκρυπτογράφησης. Με την πρώτη ματιά φαίνεται ως τυπικό μεσαιωνικό βιβλίο βοτανοθεραπευτικής, δηλαδή πραγματεία για την ιατρική χρήση των διαφόρων φυτών. Αυτό θα εξηγούσε, επίσης, τα αστρονομικά και αστρολογικά διαγράμματα.
Όπως υπενθυμίζει ο βρετανός συγγραφέας Κόλινς Ουίλσον, σχετικά με τον αποκρυφισμό: «Είναι αναμενόμενο να βρούμε αστρονομικά ή αστρολογικά διαγράμματα σε βιβλίο βοτανοθεραπευτικής, επειδή συνήθως πίστευαν ότι τα φυτά πρέπει να κοπούν κατά την πανσέληνο ή όταν τα άστρα και οι πλανήτες βρίσκονταν στη συγκεκριμένη θέση».
Το πρόβλημα είναι ότι τα περισσότερα από τα απεικονιζόμενα φυτά δεν υπάρχουν. Μία από τις εξαιρέσεις είναι το σχέδιο ενός φυτού που μοιάζει με ηλίανθο, γεγονός που δείχνει ότι αυτό το τμήμα του βιβλίου θα πρέπει να έχει γραφτεί μετά το 1492, οπότε ο Κολόμβος ταξίδεψε στην Αμερική.
Η πιθανότητα να αποτελεί το βιβλίο φάρσα σε βάρος του αυτοκράτορα Ροδόλφου έκανε τους ερευνητές να σκεφτούν να εφαρμόσουν χρονολόγηση με άνθρακα 14. Η μέθοδος αυτή όμως είναι απίθανο να προσφέρει σημαντική βοήθεια αφού η ακριβής χρονολόγηση του χαρτιού των σελίδων δεν θα αποκαλύψει κάτι σχετικά με τη χρονολογία στην οποία γράφτηκε το μελάνι σε αυτές τις σελίδες.
Σε πείσμα όλων αυτών, ο Βόινιτς δεν έχει σχεδόν καμία αμφιβολία ότι το χειρόγραφο θα αποκάλυπτε τα μυστικά του όταν εφαρμόζονταν οι τεχνικές αποκρυπτογράφησης του 20ου αιώνα και έτσι διένειμε αντίγραφα σε διάφορους ενδιαφερόμενους. Δυστυχώς οι ειδικοί που εξέτασαν το χειρόγραφο, δεν μπορούσαν ούτε καν να βρουν σε ποια γλώσσα έχει γραφτεί πριν την κρυπτογράφηση του.
Το χειρόγραφο Βόινιτς ενδιαφέρει τους κρυπταναλυτές κυρίως ως συναρπαστικός διανοητικός γρίφος, ενώ οι αποκρυφιστές συναρπάζονται από την απόκρυφη γνώση που θα μπορούσε να αποκαλύψει αν ποτέ μπορούσε να αποκρυπτογραφηθεί.
Το 1960 μάλιστα ο έμπορος αρχαίων βιβλίων Χανς Κράους αγόρασε τα χειρόγραφα από τη χήρα του Βόινιτς για το εντυπωσιακό ποσό των 160 χιλιάδων δολαρίων, θεωρώντας ότι μπορεί να περιέχει συγκλονιστικές πληροφορίες για την ιστορία της ανθρωπότητας. Ισχυρίστηκε επίσης ότι μία δίκαιη τιμή για τέτοιες πληροφορίες θα ήταν το ένα εκατομμύριο δολάρια. Όταν κανείς δεν έδειξε ενδιαφέρον να πληρώσει αυτό το ποσόν δώρισε το χειρόγραφο στο Πανεπιστήμιο Γέιλ το 1969 όπου και παραμένει στη βιβλιοθήκη σπανίων βιβλίων Μπαϊνέκε με τα μυστικά του ακόμα κρυμμένα.