ΠΗΓΗ: Μια σταγόνα ιστορία, Δημήτρης Καμπουράκης, εκδόσεις Πατάκη

Το 61 μ.Χ. η κοσμοκράτειρα Ρώμη συνταράσσεται από μια υπόθεση δολοφονίας που πήρε τεράστιες αστυνομικές, κοινωνικές και νομικές διαστάσεις, καταλήγοντας σχεδόν σε λαϊκή εξέγερση. Η υπόθεση αυτή ήταν ενδεικτική του τρόπου σκέψης των Ρωμαίων, αλλά και του τρόπου οργάνωσης της ρωμαϊκής κοινωνίας.

Η αφορμή για την υπόθεση δόθηκε από ένα όργιο. Ένας συγκλητικός, πρώην ύπατος και φοβερά πλούσιος, ο Πεντάνιος Σεκούντος, κατά τη διάρκεια ενός οργίου δολοφονείται από έναν δούλο του. Θύτης και θύμα συνουσίαζονταν με έναν τρίτο νεαρό, όταν, πάνω στο ερωτικό πάθος και στη διεκδίκηση, ο δούλος μαχαίρωσε τον αφέντη.
Η υπόθεση θα μπορούσε να τελειώσει με την εκτέλεση του δολοφόνου, αν κάποιοι συγκλητικοί δεν ζητούσαν την ενεργοποίηση ενός παλιού νόμου, σύμφωνα με τον οποίο όταν κάποιος δούλος δολοφονούσε τον αφέντη του, εκτελούνταν αυτομάτως όλοι οι δούλοι του σπιτιού. Η λογική αυτού του νόμου ήταν πασιφανής.
Οι δούλοι κάθε κάθε σπιτιού όχι μόνο δεν έπαιρναν μέρος σε συνωμοσίες κατά του αφέντη, αλλά μεταβάλλονταν αυτομάτως σε πληροφοριοδότες του και σωματοφύλακες του, αφού κάθε απόπειρα εναντίον της ζωής του σήμαινε αυτομάτως και δική τους θανάτωση, είτε έφταιγαν είτε όχι.

Το πρόβλημα με τη συγκεκριμένη υπόθεση ήταν διπλό.
Πρώτον, όλοι ήξεραν πώς ακριβώς έγινε το έγκλημα, συνεπώς δεν ετίθετο ζήτημα συνωμοσίας. Δεύτερον ο Πεντάνιος Σεκούντος ήταν τόσο πλούσιος, που στο σπίτι του είχε τετρακόσιους δούλους, ανάμεσά τους πολλές δεκάδες γυναίκες, παιδιά και ηλικιωμένους, που θα έπρεπε να θανατωθούν.
Η εφαρμογή του νόμου ερχόταν σε αντίθεση με το κοινό περί δικαίου αίσθημα.
Από νομικής πλευράς όμως τα πράγματα ήταν περίπλοκα. Η υπόθεση έφτασε μέχρι και τη Σύγκλητο. Οι δούλοι στη Ρώμη δεν είχαν το δικαίωμα ούτε να καταθέτουν ως μάρτυρες ούτε να διαθέτουν υπεράσπιση. Κανένας Ρωμαίος πολίτης όμως δεν ήταν διατεθειμένος να ομολογήσει επισήμως στη Σύγκλητο ότι ένας ύπατος έπαιρνε μέρος σε ομοφυλοφιλικό όργιο. Για λόγους λοιπόν κοινωνικής υποκρισίας, το δικαστήριο έκρινε ότι επρόκειτο για ένα γενικό και αόριστο φόνο, χωρίς να εμβαθύνει στα δεδομένα του εγκλήματος.
Στη συνέχεια το ζήτημα πήρε πολιτικές διαστάσεις. Οι πλούσιοι συντηρητικοί Ρωμαίοι, επειδή ζούσαν μόνιμα μέσα στο φόβο της εξέγερσης των εκατομμυρίων δούλων τους, βρήκαν την ευκαιρία να κάνουν μία επίδειξη ισχύος. Η μεγάλη μάζα όμως των δούλων, των απελεύθερων, των κατώτατων στρωμάτων και των τεχνιτών, ο όχλος δηλαδή, θεώρησε την υπόθεση ως το αποκορύφωμα της αδικίας εκ μέρους των πλουσίων. Σε αυτό βοηθούσε και ο μεγάλος αριθμός μελλοθάνατων.
Ο συντηρητικός νομικός Γάιος Κάσσιος επιχειρηματολόγησε υπέρ της εκτέλεσης, λέγοντας ότι ένας τέτοιος συρφετός δούλων, από όλες τις φυλές της γης, μόνο με το φόβο μπορεί να συγκρατηθεί. Και συνέχισε: «Ότι κατά τη μαζική εκτέλεση θα υπάρχουν και μερικοί αθώοι, δεν υπάρχει αμφιβολία. Αυτό όμως συμβαίνει και με τον ηττημένο στρατό. Μετά την ήττα δεν επιλέγεται στην τύχη ένας στους δέκα στρατιώτες και μαστιγώνεται μέχρι θανάτου; Ανάμεσά τους δεν επιλέγονται και οι γενναίοι; Αλλά το κακό που γίνεται στον έναν αθώο αντισταθμίζεται από το καλό που γίνεται για το σύνολο».
Η απόφαση της Συγκλήτου ήταν να εφαρμοστεί ο νόμος. Ο όχλος εξαγριώθηκε. Πολιόρκησε τη φυλακή οπλισμένος με ρόπαλα και πέτρες. Ο αυτοκράτορας Νέρωνας περιήλθε σε αδιέξοδο.
Αν αποδεχόταν την απόφαση, θα ερχόταν σε αντίθεση με τα αισθήματα του λαού, αν την καταργούσε, θα ερχόταν σε αντίθεση με τη Σύγκλητο, τους πλούσιους και την τάξη των ευγενών. Τελικά πήρε το μέρος των δεύτερων.
Έστειλε τα στρατεύματα και τους πραιτοριανούς, που, μετά από αιματηρή επέμβαση, απελευθέρωσαν τη φυλακή απωθώντας τους διαμαρτυρόμενους. Κι ενώ στους δρόμους της Ρώμης συνεχίζονταν οι συγκρούσεις, μια απέραντη σειρά 400 δούλων βγήκε από τη φυλακή και σταυρώθηκαν όλοι.
Ανάμεσά τους παιδιά, γυναίκες και γέροι. Αθώοι όλοι και άσχετοι με το έγκλημα για να αποδειχτεί για ακόμη μία φορά στη θαυμαστή ανθρώπινη ιστορία ότι τα βίτσια και τα συμφέροντα των πλουσίων τα πληρώνουν οι φτωχοί και οι καταφρονεμένοι.

Διαβάστε: Οι σκληροί νόμοι των Μογγόλων για τη μοιχεία και την κλοπή. Ο κώδικας «Γιάσσα» που επέβαλε ο Τζένγκις Χαν απαγόρευε στους πολεμιστές να πλυθούν και να φάνε καθαρό κρέας
Διαβάστε: Τα παιδιά-καπνοδοκαθαριστές που υποχρεώνονταν να γλιστρούν μέσα στις στενές καμινάδες. Τα άφηναν νηστικά για να μην παχαίνουν και περίπου 20.000 από αυτά πέθαναν μέσα στους σωλήνες…

ΣΤΗΝ ΙΔΙΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Please enter your comment!
Please enter your name here