ΠΗΓΗ: Μια σταγόνα ιστορία, Δημήτρης Καμπουράκης, εκδόσεις Πατάκη
Ακόμα και σήμερα, αν περιδιαβείτε στα σοκάκια της Νάπολης τη νύχτα, θα ακούσετε να μνημονεύουν τον περίφημο Τσίτσο Καπούτσο, αρχηγό της Καμόρα, που άφησε εποχή με το θάρρος του, την επιβλητικότητα, την ευσπλαχνία και την εξυπνάδα του.
Έζησε γύρω από το λιμάνι της Νάπολης και για πρώτη φορά αναφέρθηκε από τον Αλέξανδρο Δουμά το 1863, στα απομνημονεύματά του από τον καιρό που ο μεγάλος συγγραφέας ήταν διευθυντής του μουσείου της ιταλικής πόλης.
Ο Τσίτσο Καπούτσο ήταν αρχηγός της Καμόρα, της μαφίας που κυβερνούσε τη Νάπολη: Έλεγχε την πορνεία, οργάνωνε το λαθρεμπόριο, φορολογούσε το εμπόριο, κανόνιζε τα μπάρκα των ναυτικών και τα φορτία των πλοίων, διόριζε τους δημόσιους υπαλλήλους, συντηρούσε τους αστυνομικούς κι έδινε σύνταξη στους δικαστικούς.
Η Καμόρα εκείνους τους καιρούς είχε τόση δύναμη μέσα στη Νάπολη κι έφθασε σε τέτοιες δόξες υπό την αρχηγία του Τσίτσο Καπούτσο, που όταν κάποιο καινούργιο μέλος έμπαινε στις τάξεις της, ενημερώνονταν επισήμως ο νομάρχης και ο αρχηγός της τοπικής αστυνομίας, ώστε να ξέρουν με ποιον είχαν να κάνουν.
Ο Τσίτσο ήταν γιος ενός από τους αρχηγούς συμμοριών που έλεγχαν μια από τις έντεκα συνοικίες της Νάπολης και το βασικό του προσόν ήταν ότι σκότωνε αμέσως χωρίς κανέναν ενδοιασμό ή προβληματισμό.
Η ομορφιά του επίσης ήταν παροιμιώδης και αυτό ξετρέλανε τις Ναπολιτάνες, που έπεφταν κυριολεκτικά στα πόδια του.
Ομορφιά, δύναμη και γενναιοδωρία ήταν τ’ ακαταμάχητα όπλα του. Στις κοπέλες χάριζε μεγάλα χρηματικά ποσά, που τα εξασφάλιζε επιβάλλοντας ειδικούς φόρους σε όσους «προστάτευε».
Αυτοί οι ειδικοί φόροι έπαιρναν κάθε φορά το όνομα της κοπέλας, ώστε να ξέρουν οι φορολογούμενοι για ποια πλήρωναν.
Στην παιδική του ηλικία, ο Τσίτσο είχε υποστεί από την προνοητική του μάνα τη φοβερή «άσκηση των λαβίδων»: Του τραβούσε συνεχώς το δείκτη του δεξιού χεριού, ώστε να μακρύνει και να φθάσει σε μήκος το μέσο δάκτυλο για να μπορεί ο μικρός να εξασκήσει με άνεση του επάγγελμα του πορτοφολά.
Έφηβος ακόμα, είχε πάει να πιάσει δουλειά σε κατάστημα. Όταν ο μαγαζάτορας του έβαλε τις φωνές ο Τσίτσο τον χάραξε με ξυράφι στα μούτρα.
Η επαφή με την Καμόρα
Μέσα στη φυλακή, στην περιβόητη Πόντσα, συνάντησε τον αρχηγό της Καμόρα, της «έντιμης εταιρείας», όπως την έλεγαν.
Δίπλα του έπαθε όλα τα κόλπα, αλλά έδειξε και τις ικανότητές του.
Ανήλθε πάρα πολύ γρήγορα στις τέσσερις βαθμίδες της οργάνωσης: Γκουαλιόνι (εξωτερικός συνεργάτης), Πιτσιότο (πιτσιρίκος), Σκάρο (δόκιμος) και έπειτα κανονικός Καμορίστας.
Μέσα στη φυλακή μάλιστα είχε σκοτώσει με το μπαστούνι του τέσσερις ποινικούς που του επιτέθηκαν όλοι μαζί.
Όταν βγήκε οικειοθελώς, χωρίς κανένας να τον απειλήσει, το σκοτεινό και ανελέητο βασίλειό του γνώρισε μέρες δόξας και μεγαλείου, ενώ ο ίδιος ο Τσίτσο Καπούτσο μεταβλήθηκε σε λαϊκό ήρωα ή σε ένα είδος Ρομπέν των Σοκακίων.
Φορολογεί, εκμεταλλεύεται, καταστρέφει, εκβιάζει χωρίς να αθετεί τον λόγο του. Κάθε φτωχός και καταφρονεμένος του ζητά βοήθεια ή δάνειο, που είναι έννοιες σχετικά ταυτόσημες: «Αξιότιμε κύριε, η έντιμη εταιρεία θα συγκατατίθετο να συνεχίσετε να διατηρείτε την τάδε φιλενάδα σας, αν δεχόσαστε να συντηρείτε το δείνα παλικάρι, που βρίσκεται σε κακή οικονομική κατάσταση».
Ο Τσίτσο Καπούτσο κυκλοφορούσε στη Νάπολη με άμαξα επενδυμένη με σατέν καπιτονέ και χρυσά κουμπιά, που την έσερναν τρία άλογα με πανάκριβα χάμουρα. Όταν κατέβαινε στο δρόμο, παραμέριζαν όλοι από σεβασμό – όχι μόνο ο απλός ο κόσμος, αλλά και οι επίσημοι.
Δικάστηκε πολλές φορές για φόνους, ενώ μπήκε και βγήκε από τη φυλακή, άπειρες.
Όταν τον πήγαιναν κάποτε στη φυλακή του νησιού Φαβινιάνα, το περιπολικό που τον μετέφερε συνοδευόταν από 300 καΐκια και βάρκες, πάνω στις οποίες όλοι τον επευφημούσαν.
Μια άλλη φορά, συζητούσε με τον αρχηγό της αστυνομίας και του διηγείτο ότι κάποιος δικηγόρος τον είχε πυροβολήσει χωρίς να τον πετύχει.
Ο αστυνομικός έβαλε τα γέλια: «Και τον αφήσατε να τη γλιτώσει έτσι φθηνά;» ρώτησε τον Τσίτσο Καπούτσο.
Αυτός, προσβεβλημένος από την πλάκα, βγήκε από το γραφείο και ξαναγύρισε σε δέκα λεπτά: «Τον σκότωσα», είπε στον εμβρόντητο αστυνομικό.
Όσο ήταν στη φυλακή διηύθυνε τη λειτουργία της Καμόρα εξίσου αποτελεσματικά.
Όταν γέρασε αποσύρθηκε και άνοιξε μαγαζί όπου πουλούσε βρώμη και χαρούπια στους άνδρες του ιππικού.
Όταν πέθανε γράφτηκαν για εκείνον δεκάδες τραγούδια.
Σύμφωνα με αυτά, δε φοβήθηκε ποτέ κανέναν, εκτός από την Καρμέλα Σκιαβέτα, διαβόητη πόρνη της Νάπολης, την οποία πολύ αγάπησε, τη διεκδίκησε πολλές φορές, έκλαψε στα πόδια της και την παρακάλεσε αλλά ποτέ δεν κατάφερε να την κατακτήσει, γεγονός που αποτελούσε αγκάθι στην πολυτάραχη ζωή του.
ΠΗΓΗ: Μια σταγόνα ιστορία, Δημήτρης Καμπουράκης, εκδόσεις Πατάκη
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Ο αρχιμαφιόζος Προβεντσάνο ζούσε σε μια στάνη παρά τη μυθική περιουσία του και διηύθυνε την Κόζα Νόστρα με «pizzini» που έγραφε σε μια παλιά γραφομηχανή. Πώς κατάφερε να παραμείνει αόρατος για πάνω από 40 χρόνια