Του Rick Beyer
Μια κρύα μέρα του Νοεμβρίου του 1903, ο Άλμπερτ Παρκχάους γύριζε από το μεσημεριανό στην εργασία του, στην «εταιρία συρμάτων και καινοτομιών» Timberlake Wire and Novelty Company στο Τζάκσον του Μίσιγκαν.
Προς μεγάλη του απογοήτευση, ανακάλυψε ότι δεν υπήρχε μέρος να κρεμάσει το παλτό του.
Όλοι οι γάντζοι στις κρεμάστρες ήταν πιασμένοι. Για να μη ρίξει απλώς το καλό παλτό του πάνω σε μία καρέκλα και τσαλακωθεί, ο Παρκχάους πήρε ένα κομμάτι σύρμα – αφού δούλευε και στην πηγή- και το στριφογύρισε για να σχηματίσει δύο μακρόστενες θηλιές που θα χωρούσαν μέσα στο παλτό του.
Στο τέλος, ένωσε και έστριψε και τις άκρες του σύρματος και διαμόρφωσε έναν γάντζο από όπου θα μπορούσε να το κρεμάσει.
Έτσι γεννήθηκε η σύγχρονη συρμάτινη κρεμάστρα.
Άλλοι υπάλληλοι άρχισαν να αντιγράφουν την ιδέα. Ο εργοδότης παρατήρησε πόσο εύκολα έπιασε η ιδέα και δαιμόνιος όπως ήταν αποφάσισε να την πατεντάρει.
Ο Παρκχάους δεν κέρδισε τίποτα από την ευφυή εφεύρεσή του, ούτε καν τη χαρά να δει το όνομά του στην ευρεσιτεχνία.
Ο δικηγόρος της εταιρίας, κάποιος Πάτερσον , έβαλε το δικό του όνομα.
Τον ίδιο καιρό είχαν κατατεθεί ευρεσιτεχνίες για καμιά ογδονταριά «αναρτήρες ενδυμασίας» αλλά η συρμάτινη κρεμάστρα των παλτών που γνωρίζουμε όλοι μας βασίζεται στην εφεύρεση του Παρκχάους.
Λίγο καιρό αφού η Timberlake πατεντάρισε την ιδέα του, ο Παρκχάους έφυγε από την εταιρεία και μετακόμισε στο Λος Άντζελες όπου ίδρυσε την δική του συρματουργία.