Στην Αμερική των αρχών του αιώνα οι Έλληνες που δούλευαν στους σιδηροδρόμους και τα εργοστάσια ήταν συχνά απεργοσπάστες. Αν και δούλευαν σκληρά, σέρνονταν στα καφενεία και έμπλεκαν σε καβγάδες, είχαν τα χαρακτηριστικά που ταίριαζαν στα τσιράκια της εργοδοσίας: αποτελούσαν έναν κλειστό, ανδρικό κόσμο, τρομαγμένο από το αμερικάνικο περιβάλλον και τρομακτικό λόγω των πρωτόγονων ηθών του. Ήταν αναλφάβητοι, ανοργάνωτοι και επιρρεπείς στις κλεψιές και τα συνοπτικά μαχαιρώματα. Ήταν θύματα, αν και καθόλου αθώα.
Ωστόσο, αυτή είναι η μισή αλήθεια μονάχα. Η άλλη μισή είναι ότι ανάμεσα στο θορυβώδες ελληνοαμερικανικό πλήθος, υπήρχε, κιόλας από τη δεκαετία του ’10, μια ριζοσπαστική μειοψηφία που συνδέθηκε με τους Βιομηχανικούς Εργάτες του Κόσμου, το Κομμουνιστικό Κόμμα των ΗΠΑ και αργότερα, με τις σοσιαλιστικές ομάδες όπως ήταν το Εργατικό Κόμμα. Ένας από τους ηγέτες αυτής της μειοψηφίας ήταν ο Λούης Τίκας.
Ο Λούης Τίκας έγινε είκοσι χρονών στο καράβι που τον έφερε από το Ρέθυμνο στη Νέα Υόρκη τον Μάρτιο του 1906. Έξι μήνες αργότερα βρέθηκε στο Κολοράντο μέσα στο βαγόνι ενός εμπορικού τραίνου. Οι δυτικές πολιτείες υπόσχονταν δουλειά και αγροτική ζωή, που φαινόταν πιο οικεία από εκείνη της μεγαλούπολης. Ο Λούης Τίκας εγκαταστάθηκε στο Ντένβερ κι άρχισε να δουλεύει στα χαλυβουργία του Πουέμπλο καμιά τριανταριά μίλια μακριά, με ημερομίσθιο $1.75, για δώδεκα ώρες την ημέρα. Το 1910 ορκίστηκε Αμερικανός πολίτης και άνοιξε καφενείο στην οδό Μάρκετ του Ντένβερ, μια εργατική γειτονιά που έγινε η τοπική Greektown.
Την εποχή εκείνη στο Ντένβερ ζούσαν 240 Έλληνες. Συμπτωματικά, απέναντι απ’ το καφενείο βρίσκονταν
τα γραφεία της τοπικής οργάνωσης των Βιομηχανικών Εργατών του Κόσμου.
Ο Τίκας, είτε έγινε από την αρχή μέλος των Wobblies είτε όχι, ήταν αποφασισμένος να αφομοιωθεί στην καινούρια χώρα.
Αρχικά, προσπάθησε να μπει στο αστυνομικό σώμα, αλλά απερρίφθη εξαιτίας της εμπλοκής του με τους Wobblies.
Είχε μια αθέατη πλευρά: αν πιστέψει κανείς τις φήμες, ήταν επικεφαλής ενός συνδικάτου λούστρων που το 1910 έκαναν απεργία ζητώντας αύξηση 100%, από πέντε σε δέκα σεντς, ενώ άλλοι λένε πως δούλευε για μια ασφαλιστική εταιρία.
Έτσι κι αλλιώς, ο Λούης Τίκας αναδείχτηκε σε ηγετική μορφή ανάμεσα στον συρφετό των καφενόβιων: μιλούσε καλύτερα αγγλικά απ’ οποιονδήποτε άλλον και έστελνε τα εμβάσματα στην Ελλάδα για λογαριασμό των συμπατριωτών του που δεν ήξεραν πώς να φερθούν στο ταχυδρομείο και την τράπεζα. Ο Τίκας δεν ήταν συνειδητός ριζοσπάστης, φαίνεται πως στην αρχή κινούνταν απλώς από την παραδοσιακή αξία του «φιλότιμου». Ο κόσμος γύρω του είχε επιτακτική ανάγκη από φιλότιμο: οι Έλληνες του Κολοράντο βρίσκονταν στο έλεος των εταιριών και των αφεντικών που γεννιόνταν μέσα στην ίδια την ελληνοαμερικανική μειονότητα. Την εποχή που ο Λούης Τίκας έφτασε στο Ντένβερ, το μεγάλο «boss» ήταν ο Λεωνίδας Σκλήρης, από τη Σπάρτη, που έλεγχε τους Έλληνες εργάτες στο Κολοράντο, τη Γιούτα και τη Νεβάδα. Επρόκειτο για ένα είδος μαφίας:
Στην ελληνοαμερικάνικη εφημερίδα «Ο εργάτης», ο Σκλήρης είχε μεταφέρει τη νοοτροπία της οθωμανικής ρουσφετολογίας στην αμερικάνικη ήπειρο, έβρισκε ευτελείς και υπηρετικές δουλειές για τη συμμορία του και τη χρησιμοποιούσε για ρουφιανιές. Οι Έλληνες «του Σκλήρη» εργάζονταν για $1.75 την ημέρα, ενώ οι Γερμανοί και οι Ουαλοί έπαιρναν $2.50.
Όταν ο Λούης Τίκας παρακολουθούσε τον Σκλήρη απ’ τα παράθυρα του καφενείου του, ένας άνθρωπος του εικοστού αιώνα παρακολουθούσε έναν άνθρωπο του μεσαίωνα.
Η κατάσταση στα ορυχεία ήταν πράγματι μεσαιωνική: από το 1910 μέχρι το 1913, 618 ανθρακωρύχοι είχαν χάσει τη ζωή τους σε εργατικά ατυχήματα. Και τα ημερομίσθια ήταν τόσο χαμηλά ώστε πολλές οικογένειες ικανοποιούνταν με τις «αποζημιώσεις θανάτου» που έφταναν τα εφτακόσια δολάρια. Χώρια το φέρετρο των είκοσι δολαρίων.
Τα ορυχεία είχαν ήδη μακριά ιστορία απεργιών: το 1894 –μόλις τέσσερα χρόνια μετά την ίδρυση του παναμερικανικού συνδικάτου εργατών ορυχείων- είχε γίνει απεργία στο Κριπλ Κρηκ του Κολοράντο, το 1896 στο Λέντβιλλ, το 1899 στο Κερνταλέν του Άινταχο, το 1902, η λεγόμενη απεργία του ανθρακίτη στην Πενσυλβάνια είχε διαρκέσει 164 μέρες.
Το 1912, ενώ ξεσπούσε ο πόλεμος στα Βαλκάνια, ο Λούης Τίκας εγκατέλειψε το καφενείο. Ανεξήγητα.
Πάντως, τον Νοέμβριο του 1912 βρισκόταν στα ορυχεία του Φρέντερικ στο Κολοράντο, που ήταν σκαλαβοπάζαρα. Και στις 19 Νοεμβρίου ήταν επικεφαλής των 63 Ελλήνων που κατέβηκαν σε απεργία.
Ίσως εκείνη τη στιγμή συνέβη η μεταστροφή του διστακτικού χαφιέ σε εργατικό ηγέτη. Η απεργία του Φρέντερικ ήταν η πρώτη «αμερικανική» του πράξη: η πρώτη πράξη ενός προλετάριου δυτικού τύπου σε πλήρη διάσταση από ανθρώπους σαν τον Σκλήρη που εκπροσωπούσαν το ήθος ενός παλιού κόσμου άγνοιας και υποτέλειας.
Στη διάρκεια αυτής της απεργίας συνέβησαν πολλά: όργιο εγκάθετων, προβοκάτσιες (οι «scabs» έβαλαν φωτιά στο κτίριο δίπλα στο φρέαρ του ορυχείου), συλλήψεις και φυλακίσεις.
Ο Τίκας περιδιάβαινε τα ορυχεία του Νότιου Κολοράντο όλη εκείνη τη χρονιά. Κι όπως φαντάζεται κανείς δεν άργησε να ονομαστεί Louis the Greek, που μερικοί αργότερα θυμούνταν και ως Leo the Gretan.
Η απεργία στο Λάντλοου άρχισε στις 23 Σεπτεμβρίου του 1913, με πρωτοβουλία του συνδικάτου και με αιτήματα συστήματα ασφαλείας για τους εργαζόμενους, υψηλότερους μισθούς και αναγνώριση του συνδικάτου.
Οι απεργοί ζητούσαν οχτάωρο και το δικαίωμα να ζουν έξω από τους οικισμούς των εταιρειών.
Δεκατρείς χιλιάδες άνθρωποι άφησαν τα χαμόσπιτά του οικισμού και έστησαν σκηνές όπου εγκαταστάθηκαν και οργανώθηκαν με όποιο τρόπο μπορούσαν.
Επικεφαλής της απεργίας ήταν ο Τζον Λώζον και ο Λούης Τίκας που είχε μια ομάδα στήριξης από Κρητικούς, μερικοί από τους οποίους είχαν πάρει μέρος στις απεργίες του Μπίνγκχαμ στη Γιούτα.
Τον Οκτώβριο, ο καταυλισμός των απεργών λειτουργούσε κιόλας σαν πόλη: πεντακόσιοι άνδρες, τριακόσιες πενήντα γυναίκες, τετρακόσια πενήντα παιδιά, ελληνικός φούρνος, ελληνικό καφενείο.
Στις 13 Οκτωβρίου ο κυβερνήτης του Κολοράντο Ελάιας Έιμμονς, έδωσε εντολή να εισβάλλει (ειρηνικά) η εθνοφρουρά στην περιοχή των απεργών και να τους συνετίσει.
Η εθνοφρουρά, όπως θα περίμενε κανείς, συμμάχησε με τις εξορυκτικές εταιρείες, μεγαλύτερη από τις οποίες ήταν η Colorado Fuel and Iron του Τζον Ντ. Ροκφέλλερ.
Μερικοί από τους εθνοφρουρούς ήταν βετεράνοι απεργοσπάστες της απεργίας του 1904.
Οι απεργοί αντιστάθηκαν και αποφάσισαν να συνεχίσουν την απεργία. Στις αρχές Απριλίου, η οικονομία της πολιτείας είχε παραλύσει, αλλά η εργοδοσία δεν υποχωρούσε. Αντίθετα, συγκέντρωνε τους επιστάτες – που ήταν περιβόητοι εχθροί των απεργών – και τα μέλη της εθνοφρουράς (ένα θεωρητικά«ουδέτερο» σώμα) που περικύκλωσαν την κατασκήνωση των απεργών το πρωί της 20ης Απριλίου του 1914.
Οι περισσότεροι κοιμούνταν: την προηγούμενη γιόρταζαν το ελληνικό Πάσχα.
Οι πιστολάδες της εταιρίας απαίτησαν από τον Λούη Τίκα να τους παραδώσει δύο Ιταλούς συνδικαλιστές, πιθανώς τον Φράνκ Λουμπίνο και τον Τζον Μπαρτολότι.
Ο Τίκας ζήτησε ένταλμα σύλληψης, αλλά τέτοιο πράγμα δεν υπήρχε και ο Τίκας αρνήθηκε οποιαδήποτε διαπραγμάτευση.
Λίγο αργότερα έπεσε η πρώτη βολή: μερικοί από τους απεργούς ήταν οπλισμένοι.
Το Κολοράντο αποτελούσε μέρος της Άγριας Δύσης.
Ακολούθησε μάχη χαρακωμάτων, ενώ οι γυναίκες και τα παιδιά έτρεξαν να σωθούν στους γύρω λόφους.
Σύμφωνα με τη μαρτυρία της Μαίρη Χάρρις, γνωστής και ως Mother Jones, πάνω από σαράντα άτομα σκοτώθηκαν από σφαίρες και από ασφυξία, ενώ «το αγοράκι των Σνάιντερ δέχτηκε μια σφαίρα στο κεφάλι, καθώς προσπαθούσε να σώσει το γατάκι του.»
Στις τέσσερις το απόγευμα τα πυρομαχικά των απεργών είχαν τελειώσει κι όταν άρχισε να πέφτει το βράδυ η εθνοφρουρά εισέβαλλε στον καταυλισμό καίγοντας ό,τι έβρισκε μπροστά της. Ο επικεφαλής της επιχείρησης, ταγματάρχης Πάτ Χάμροκ, εφάρμοζε την τακτική του πολέμου με τους Ινδιάνους.
Ανάμεσα στους νεκρούς ήταν δυο γυναίκες και έντεκα παιδιά.
Ο υπολοχαγός Λίντερφελτ, παρακαθήμενος του Χάμροκ, θεωρείται ο πρωτεργάτης της μεγάλης λεηλασίας και της καταστροφής που αποτελεί μαύρη σελίδα στην ιστορία των Ηνωμένων Πολιτειών: οι πιστολάδες του σύμφωνα με την Mother Jones είχαν βουτήξει ουίσκι από το κοντινό σαλούν και βρίσκονταν σε έξαλλη κατάσταση.
Τα επεισόδιο ονομάστηκε «σφαγή του Λάντλοου».
Ανάμεσα στα πτώματα που βρέθηκαν αργότερα ήταν εκείνο του Λούη Τίκας. Ο Τίκας δεν σκοτώθηκε στη διάρκεια της επιδρομής: λίγο νωρίτερα, αξιωματούχος της εθνοφρουράς είχε ζητήσει να τον δει.
Ο Τίκας αρνήθηκε στην αρχή, έπειτα εμφανίστηκε κρατώντας λευκή σημαία. Οι δυο τους συναντήθηκαν στο λόφο. Μίλησαν για λίγο, έπειτα οι αυτόπτες μάρτυρες είπαν ότι ο αξιωματούχος χτύπησε τον Τίκας στο κεφάλι με την καραμπίνα του. Η καραμπίνα έσπασε στα δύο όπως και το κρανίο του Τίκας. Οι εθνοφρουροί βάλθηκαν να πυροβολούν το άψυχο σώμα.
Όταν διαδόθηκε η είδηση της σφαγής του Λάντλοου, οι ανθρακωρύχοι άρχισαν ένοπλη εξέγερση που συνεχίστηκε για δέκα μέρες κατά τις οποίες έγιναν ένοπλες πορείες από το Λάντλοου μέχρι το Τρινιντάντ στα σύνορα του Νέου Μεξικού. Ώσπου, ο πρόεδρος Γούντροου Γουίλσον έστειλε στρατεύματα για να επιβάλλουν την τάξη.
Το χρονικό δεν γράφτηκε ποτέ και δεν περιλαμβάνεται στα βιβλία της αμερικανικής ιστορίας. Και είχε σχεδόν ξεχαστεί, ώσπου το 1944 ο Γούντυ Γκάθρυ έγραψε ένα τραγούδι με τίτλο «The Ludlow Massacre».
Το τραγούδι ακουγόταν συχνά στις διαδηλώσεις της δεκαετίας του ’60 κι έπειτα όλα ξεχάστηκαν πάλι.
ΠΗΓΗ: e-oikodomos.blogspot.gr/2012/01/1914.html
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Γιαγκούλας: «Πάρε τα λεφτά παπά αλλά σε ένα χρόνο αν δεν έχεις χτίσει το ναό θα σε σκοτώσω». Ένα χρόνο μετά ο παπάς και ο επίτροπος ήταν νεκροί …