«Ήρθαν πρόσφυγες από παντού. Γύρω από έρημο αρχαίο Λιμάνι μαζεύτηκαν πρώτα Υδραίοι, Χιώτες, Μανιάτες, Κρητικοί, μετά Θρακιώτες, Πόντιοι, Νησιώτες, Μακεδόνες, Ρουμελιώτες, Πελοποννήσιοι, Θεσσαλοί, Ηπειρώτες και έφτιαξαν μια νέα ράτσα, λιμανίσια. Τους Πειραιώτες».
Ο Διονύσης Χαριτόπουλος, στο βιβλίο του, «Οι Πειραιώτες» γράφει μικρές ιστορίες από τη ζωή των Πειραιωτών στις δεκαετίες ’50 και ’60.
Η σκληρή ζωή του λιμανιού, οι κάθε λογής χαρακτήρες, η ζωή με το ένα πόδι στη στεριά και το άλλο στη θάλασσα, η ανοιχτή ματιά των λιμανίσιων, η μετανάστευση, οι ιδιότυποι και περιθωριακοί τύποι, το ρεμπέτικο, οι συμμορίες και η κρατική βία, περνούν από τις σελίδες του βιβλίου και καταγράφονται με σκληρό χιούμορ.
Δεν είναι η πρώτη φορά που ο Χαριτόπουλος εμπνέεται από την παιδική του ηλικία στον Πειραιά. Το 2012, κυκλοφόρησε το μυθιστόρημά του, «Εκ Πειραιώς».
Γεννήθηκε το 1947 και από μικρή ηλικία έκανε διάφορες χειρωνακτικές δουλειές στο λιμάνι και γύρω μηχανουργεία.
Εγκατέλειψε νωρίς δύο απόπειρες σπουδών στην Αθήνα και στο Λονδίνο και δούλεψε στη διαφήμιση μέχρι το 1990.
Εδώ είναι Τρούμπα
«Δεν κελαηδάμε στους μπάτσους. Δεν νταραβεριζόμαστε με μπάτσους».
Αυτά είναι τα πρώτα που μαθαίνεις αν θέλεις να ζήσεις εδώ και να μην εξαφανιστείς μια μέρα, χωρίς να μάθει κανείς πού χάθηκες, και ισχύουν για όλους, γιατί εκτός από τα κορίτσια, τους αγαπητικούς, τους μαγαζάτορες και τις αρτίστες, που κάνουν όλο το παιχνίδι, υπάρχει ένας ολόκληρος κόσμος που βγάζει μεροκάματο κοντά τους ή χαζολογάει μόνιμα στα σοκάκια.
Είναι κάποιες μούρες που, αν λείψουν για λίγο, κάτι λείπει από το πανηγύρι.
Ο Τζίμης ο διερμηνέας, που μιλάει εννιά γλώσσες, έχει κάνει φυλακή σε τρία διαφορετικά κράτη και, άμα αντικρίσει γριά ζητιάνα, κάτι παθαίνει και της δίνει όσα κονόμησε από το τρανσλέισον.
Η Πετρούλα ή Πετρωνία, ο ξυπόλυτος παίδαρος, με τσόκαρα χειμώνα καλοκαίρι, που τον έχουν «πριγκίπισσα» τα κορίτσια και τον τρέμουν τα κουτσαβάκια γιατί δεν σηκώνει χαχαχούχα με την πάρτη του, μια δόση σοπάκιασε τρεις μπάτσους μαζί.
Ο κοντοπίθαρος Γιατρός ή Κινέζος που έχει το ΣΑΓΚΑΗ, το μικρότερο μπαρ του κόσμου, τέσσερα τετραγωνικά και τρία σκαμπό, έκανε καμιά εικοσαριά χρόνια στην Κίνα, τώρα κάνει πλάκες και το γλεντάει με τα φιλαράκια χωρίς να ξεχνάει την παλιά του δουλειά, πρακτικός γιατρός και σπετσέρης.
Ο αλεπουδιάρης πορτιέρης των καμπαρέ Μεσιέ Αντουάν, που οι τσέπες του είναι μαγαζί αμερικάνικο με αυτά που ξαφρίζει από τους μεθυσμένους ναύτες, ο Παυλάρας, ο ξεδοντιασμένος αρχαιότερος μπράβος, που δεν κάνει πια ούτε για μπούγιο, μόνο για θελήματα, η Αθηνά, η πιο γριά και άσημη της πιάτσας, που ορμηνεύει τα αδέσποτα πιτσιρίκια σαν καλή γιαγιά, ο Ρομέλ, που τους πάντες φοβερίζει κι είναι ο μεγαλύτερος χέστης, αλλά έχει το στόμα του ραμμένο για όσα ακούει και βλέπει, ο Αιγύπτιος, αραχτός μονίμως στο πεζοδρόμιο, πάντα με μια εφημερίδα στα χέρια, βαριέται και να ζητιανέψει από τους περαστικούς κάνα φράγκο στο κουτί που έχει πλάι του, ο Μποδοσάκης που έχει τα ωραία του, αλλά, αν του γυρίσει η βίδα, μπορεί να σε τρελάνει με τις δουλειές του, που δεν πάνε καλά, και υπέρτατη όλων η γλυκιά Μαρία με την ανεξήγητη μελαγχολία στο πρόσωπο, σαν τη Βρεφοκρατούσα κρατάει πάντα στην αγκαλιά της τον ταβλά με τα τσιγάρα για τους ξενύχτες, καλοσυνάτη με τις αμαρτίες των άλλων, μπαίνει στα πιο άγρια στέκια, τη σέβονται όλοι, έχει το ελευθέρας παντού, δεν την αγγίζει κανείς και έχουν σταματήσει πυροβολισμοί για να περάσει.
Η Αγία της Τρούμπας.
Διαβάστε ακόμα από την Μηχανή του Χρόνου: Οι επεισοδιακές εκλογές του Πειραιά που οδήγησαν στον διαμελισμό σε μικρότερους Δήμους. Η Δραπετσώνα, το Κερατσίνι και η Κοκκινιά «αποσπάστηκαν» για να διαχωριστεί το προσφυγικό στοιχείο
Δύο είναι οι φυλές του Πειραιά.
Και το αόρατο τείχος που τις χωρίζει είναι σκληρό κι αδιαπέραστο σαν το τείχος του Βερολίνου.
Αρχίζει από το πάνω φρύδι του Λιμανιού, τα μηχανουργεία του Άγιο Διονύση, και φτάνει ως τις φάμπρικες γύρω από το γήπεδο Καραϊσκάκη.
Από την αποδώ πλευρά, τη βιτρίνα της πόλης, Πλατεία Κοραή, Δημοτικό Θέατρο, Καστέλα, Πασαλιμάνι, Φρεαττύδα, άντε και στις δυο νησιώτικες παροικίες, Χατζηκυριάκειο, Καλλίπολη, σε σπίτια κανονικά μέχρι αρχοντόσπιτα, κατοικούν επί το πλείστον πλοιοκτήτες, καπετάνιοι, εμπορευόμενοι, καθηγητές, δικηγόροι, γιατροί, δημόσιοι υπάλληλοι και ιδιωτικοί, το ανώτερο πλήρωμα των καραβιών, τελωνειακοί, εκτελωνιστές, και την περνάνε από υποφερτά έως ζάχαρη, χάρη στα πλούσια ελέη του Λιμανιού.
Στην αποκεί πλευρά, τον βαθύ Πειραιά, με τις βόρειες συνοικίες πάνω από το Λιμάνι, Δραπετσώνα, Κερατσίνι, Καμίνια, Ταμπούρια, Αμφιάλη, Κοκκινιά, Άσπρα Χώματα, Πέραμα, Άγια Σοφία, Μινιάτικα, τα κανονικά σπίτια είναι μετρημένα.
Όλο παράγκες, παραπήγματα, χαμοκέλες, χαμόσπιτα που ανασαίνουν εργάτες και εργάτριες, μικροπωλητές, ναυτεργάτες και χαμάληδες στο Λιμάνι, αλλά και οι μάγκες, τα αλάνια και οι αετονύχηδες της πιάτσας.
Γι’ αυτό, αν και η Τρούμπα ανήκει γεωγραφικά στον κεντρικό Πειραιά, την κουμαντάρουν και την περιδιαβαίνουν νύχτα μέρα τα αγόρια των συνοικιών, ενώ για τα καλόπαιδα του κέντρου η Τρούμπα είναι περιοχή απαγορευμένη.
Τα αγόρια των καλών περιοχών και οι επισκέπτες της πόλης, δεν περνάνε το αόρατο τείχος προς τις συνοικίες, δεν έχουν κανέναν λόγο για μπλεξίματα. Αλλά έρχονται οι συνοικίες στο κέντρο.
Ιδίως τα Σαββατόβραδα, πολλά αγόρια από τις ζόρικες γειτονιές ντύνονται τα καθαρά τους, λαδώνουν το μαλλί και κατηφορίζουν για βόλτα στο λουσάτο Πειραιά, να χαζέψουν φωτισμένες βιτρίνες, περιποιημένα κορίτσια, να δουν νέα έργα στο σινεμά, που δεν παίχτηκαν ακόμα στην περιοχή τους, να πιουν καφέ στα ζαχαροπλαστεία Πασαλιμανιού και πλατείας Κοραή, και με την παρουσία και το τσαμπουκαλεμένο φέρσιμό τους ενοχλούν τα τζιμάνια του κέντρου.
Όμως λίγο πριν τα μεσάνυχτα, που σταματάει η συγκοινωνία για τις συνοικίες, οι επισκέψεις τελειώνουν, οι παρείσακτοι σηκώνονται και φεύγουν βιαστικά να προλάβουν το τελευταίο λεωφορείο.
Μόνο μη βρεθεί κανά μαγκάκι παραλιμανιώτικο να τους φωνάξει το γνωστό:
-Τρέξτε, θα σηκωθεί η γέφυρα.
Το ξύλο που πέφτει δεν το βλέπεις ούτε στα έργα.
ΠΗΓΗ: «Πειραιώτες», Διονύσης Χαριτόπουλος. Εκδόσεις ΤΟΠΟΣ
Διαβάστε ακόμα: Συνέντευξη με μια γυναίκα που εργάστηκε στην Τρούμπα: «Η γειτονιά νομίζει ότι ήμουν δασκάλα, που να ήξερε ότι ήμουν πουτάνα».