Η Σύρος κατά την διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης του 1821, είχε παραμείνει ουδέτερη και είχε σε μεγάλο βαθμό επωφεληθεί από την αύξηση του εμπορίου και το προσφυγικό «κύμα».
Η πόλη είχε αναπτυχθεί στις δύο μεγάλες γειτονιές. Την παλιά ρωμαιοκαθολική Άνω Πόλη, γύρω από το μοναστήρι των Καπουτσίνων και στα ανατολικά, στον άλλο λόφο, που υψώνεται η παλιά ελληνική πόλη. Τα νέα κτίρια της Ερμούπολης χτίστηκαν χαμηλότερα προς το λιμάνι και εξαπλώθηκαν κατά μήκος της προκυμαίας. Εκεί εγκαταστάθηκαν κυρίως έμποροι και πρόσφυγες.
Εξαιτίας του καλού λιμανιού η Σύρα γρήγορα απέκτησε μεγάλη αξία στις αρχές του 19ου αιώνα. Ο πληθυσμός αυξήθηκε μέσα σε τρεις δεκαετίες από 5.000 σε 21.000 (1838) και διπλασιάστηκε ξανά στα μέσα της δεκαετίας του 1840.
Όλα τα εμπορικά πλοία από την Ανατολή έδεναν εκεί και υπήρχε τακτική σύνδεση με σημαντικά λιμάνια της Μεσογείου, όπως η Μασσαλία, η Αλεξάνδρεια και η Κωνσταντινούπολη.
Εκείνη την εποχή όλα τα εμπορεύματα και τα πρόσωπα υποβάλλονταν υποχρεωτικά σε υγειονομικούς ελέγχους. Πριν από την είσοδό τους στην Ευρώπη, οι ταξιδιώτες έμπαιναν σε καραντίνα, δηλαδή σε απομόνωση στο λοιμοκαθαρτήριο, το οποίο αποκαλούσαν λαζαρέτο. Σε ορισμένες περιπτώσεις, ήταν δυνατόν να περάσουν την περίοδο της καραντίνας πάνω στο πλοίο αλλά αυτό ήταν μια σπάνια κατάσταση.
Η λέξη «Λαζάρετο» προέρχεται από τον Λάζαρο της Καινής Διαθήκης, ο οποίος «ηγέρθη εκ νεκρών» προαναγγέλλοντας την Ανάσταση του Κυρίου. Η προσωνυμία «Λάζαρος» δόθηκε σε άτομα που σώθηκαν από βέβαιο θάνατο και σε ανθρώπους καχεκτικούς και άρρωστους που χρειάζονταν φροντίδα και έμπαιναν σε απομόνωση. Η ιταλική λέξη «Lazzaretto» σήμαινε οργανωμένη εγκατάσταση απομόνωσης για περιπτώσεις που υπήρχε υποψία πανούκλας.
Τα λοιμοκαθαρτήρια συστάθηκαν για πρώτη φορά στην Ιταλία τον 14o και 15o αιώνα, στη συνέχεια σε όλα τα εμπορικά λιμάνια κατά μήκος της ευρωπαϊκής μεσογειακής ακτογραμμής και επίσης γύρω από τις ακτές της Μεγάλης Βρετανίας. Η πανούκλα, μια ενδημική ασθένεια στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, ήταν ιδιαίτερα μεταδοτική.
Για τον λόγο αυτό, οι άνθρωποι και τα αγαθά που προέρχονταν από αυτή την περιοχή απομονώνονταν για μια περίοδο καραντίνας σε λοιμοκαθαρτήριο, προτού να τους επιτραπεί να συνεχίσουν τα ταξίδια τους.
Εμπoρεύματα και προσωπικά αντικείμενα απολυμαίνονταν με συνεχή αερισμό και καπνισμό. Ορισμένα αντικείμενα όπως το βαμβάκι, το άχυρο, τα φτερά και πάνω απ ‘όλα το χαρτί, θεωρήθηκαν σημαντικές πηγές για λοίμωξη. Βιβλία και σκίτσα καλλιτεχνών ήταν κρεμασμένα στον αέρα και εξερχόμενα γράμματα απολυμαίνονταν με διάφορους τρόπους – με εμβάπτιση σε ξύδι για παράδειγμα ή με κράτημά τους στην τσιμπίδα πάνω από αναθυμιάσεις θείου.
Τότε ένα κουτί ή μια εξουσιοδοτημένη σφραγίδα, τοποθετούνταν ώστε να δείχνουν ότι η απολύμανση είχε ολοκληρωθεί. Το μήκος της παραμονής για τους ταξιδιώτες εξαρτιόταν εάν είχαν έλθει από περιοχή όπου η πανούκλα μαινόταν ή είχαν έρθει «καθαροί». Η διαμονή τους στο λοιμοκαθαρτήριο διαρκούσε λίγες μέρες, εκτός αν έμπαιναν σε πλήρη καραντίνα για σαράντα ημέρες.
Το βασικό σχέδιο ενός λοιμοκαθαρτηρίου περιελάμβανε μια σειρά από χτισμένα δωμάτια που σχημάτιζαν μια τετράγωνη κεντρική αυλή ή κήπο, που επέτρεπε τόσο τη δωρεάν κυκλοφορία του αέρα όσο και την προστασία από βροχή. Οι διαμένοντες ήταν υποχρεωμένοι να εκθέτουν τον εαυτό τους και τα ρούχα τους στον αέρα κάθε μέρα. Στα στρατηγικά σημεία υπήρχαν φυλάκια για την επιτήρηση του χώρου.
Ο διοικητής συνήθως καταλάμβανε τα πάνω δωμάτια. Μερικές φορές υπήρχαν δωμάτια πάνω από τα κελιά τα οποία χρησιμοποιούνταν ως αποθήκες για τα εμπορεύματα σε καραντίνα. Σε μια σωστά μελετημένη εγκατάσταση υπήρχε νοσοκομείο με μόνιμο γιατρό, παρεκκλήσι και νεκροταφείο με εφημέριο και φυσικά φρουρούς για να επιβάλουν τους κανονισμούς της καραντίνας και να επαναφέρουν στην τάξη σε ανάρμοστες συμπεριφορές.
Ο ταξιδιώτες ήταν κυρίως έμποροι, επιστήμονες, αρχαιολόγοι ή ζωγράφοι τοπίων
Ο φυσιοδίφης Hugh Edwin Strickland (1811-53) κατά την παραμονή τους στο πρώτο λοιμοκαθαρτήριο στο Πειραιά το 1835, αύξησε την συλλογή κοχυλιών του. «Ξεκινούσα την ημέρα μου με ένα κυνήγι εντόμων» έγραψε και πρόσθεσε:
«Πήρα τον παλιό φύλακα και πηγαίναμε σε ένα τετράγωνο πυλώνα χτισμένο από τον Θεμιστοκλή στην είσοδο του λιμανιού, εκεί έστελνα το γέρο να πιάσει αχινούς και πεταλίδες για το πρωινό, ενώ έκανα μπάνιο στα κρυστάλλινα νερά και συχνά επέστρεφα με μια πλούσια συλλογή κοχυλιών.»
Ο Charles Fellows (1799-1860), ένας ταξιδιώτης και αρχαιολόγος μαζί με το νεαρό καλλιτέχνη βοηθό του George Scharf jr (1820-1895) έφτασαν τον Ιούνιο του 1840 μετά από τέσσερις μήνες ταξιδιού στο νέο λοιμοκαθαρτήριο της Σύρου. Ήταν χαρούμενος με τις «ανέσεις» που συνάντησε συγκριτικά με την μέχρι τότε διαμονή του σε σκηνές, σε χάνι ή σε πανδοχεία κακής ποιότητας.
Ο Fellows έγραψε τις σκέψεις του και ο Scharf σχεδίασε με μελάνι τα σκίτσα του.
Ο Scharf επίσης περιγράφει τον φύλακα του λαζαρέτου:»ήταν ένας πολύ διασκεδαστικός τύπος, που μιλούσε ελληνικά και γνώριζε λίγα ιταλικά και αγγλικά, αλλά οι χειρονομίες παντομίμας ήταν διπλά εκφραστικές και διασκεδαστικές». ‘Όταν ήρθε η ώρα της «απελευθέρωσης» των ταξιδιωτών ο φύλακας παρουσιάστηκε, προφανώς για πληρωμή, ντυμένος «με μια εξαιρετικά όμορφη ελληνική φορεσιά, η οποία ήταν μια μεγάλη αντίθεση σε σχέση με τα άθλια κουρέλια τα οποία ήταν διασκορπισμένα στο λοιμοκαθαρτήριο».
Οι καταγγελίες για τις συνθήκες καραντίνας στη Σύρο
Όταν η Ελλάδα έγινε ανεξάρτητο κράτος θεσμοθέτησε νόμους καραντίνας για όσους έφθαναν από τα τουρκικά εδάφη. Τα πρώτα ελληνικά λοιμοκαθαρτήρια χτίστηκαν στα νησιά Ύδρα, Σπέτσες, Αίγινα και Σύρα. Όταν η Αθήνα έγινε η έδρα της κυβέρνησης το 1834, χτίστηκε λοιμοκαθαρτήριο πίσω από το τελωνείο του Πειραιά, αντικαθιστώντας έτσι ένα ταλαιπωρημένο αλιευτικό σκάφος που λειτουργούσε ως καραντίνα.
Το πρώτο λοιμοκαθαρτήριο στη Σύρα χτίστηκε κοντά στο λιμάνι και από τα τέλη της δεκαετίας του 1830 είχε γίνει πασίγνωστο για τις απαίσιες συνθήκες φιλοξενίας. Ο John Carne (1789-1844), ταξιδιώτης και καλλιτέχνης, έδωσε την ακόλουθη μαρτυρία το 1837:
«Ακόμα και τα πιο άθλια σπίτια της Σύρας θα ήταν τέλεια σε άνεση σε σύγκριση με το εσωτερικό του λοιμοκαθαρτηρίου, το οποίο αποτελεί ντροπή για τη Σύρο και ντροπή για την Αγγλία η οποία επιτρέπει να υπάρχει. Οι τοίχοι και το δάπεδο είναι πέτρινα και μια σανίδα -τέσσερα εκατοστά πάνω από το πάτωμα- χρησιμοποιείται για κρεβάτι. Οι αρουραίοι τρέχουν παντού κατά δεκάδες. Όταν έβρεχε το κτίριο έσταζε ασταμάτητα. Οι κρατούμενοι ήταν μισοβρεγμένοι. Τέτοια κατάσταση δεν είχα ξαναδεί ποτέ».
Το επόμενο χρόνο, τον Αύγουστο του 1838 κατά τη συνεδρίαση της Βρετανικής Ένωσης για την Προαγωγή της Επιστήμης, ο Dr John Bowring (1792-1872) ανέφερε το λοιμοκαθαρτήριο της Σύρου ως αρνητικό παράδειγμα.
Ο Bowring είχε ταξιδέψει στην Ανατολή για λογαριασμό της κυβέρνησής του με σκοπό να ενημερωθεί για τις εμπορικές σχέσεις και να ερευνήσει τους κανονισμούς καραντίνας και τις εγκαταστάσεις. Εκφράστηκε ιδιαίτερα έντονα για το θέμα των ανθυγιεινών λοιμοκαθαρτηρίων και επεσήμανε ότι συχνά οι άνθρωποι εισέρχονταν με άριστη υγεία και στη συνέχεια αρρώσταιναν βαριά είτε με πανούκλα ή δυσεντερία. Μάλιστα κάποιοι από αυτούς πέθαιναν.
«Στο λοιμοκαθαρτήριο της Σύρου, είδα άνθρωπο να βγαίνει από το δωμάτιο του, με το πρόσωπο παραμορφωμένο και τα ρούχα κατεστραμμένα από τους αρουραίους», ανέφερε ο Βρετανός γιατρός.
Στο Εγχειρίδιο του Murray, απαραίτητο οδηγό για όλους τους ταξιδιώτες της εποχής, επισημαίνει:
«Η Ύδρα έχει ένα από τα καλύτερα λοιμοκαθαρτήρια στην Ελλάδα. Πρόκειται για ένα νέο ευρύχωρο κτίριο. Τα δωμάτια είναι καλά, σωστά διατεταγμένα, καθαρά και καλά αεριζόμενα. Το λοιμοκαθαρτήριο στην Αίγινα είναι επίσης καλό και οι προμήθειες πολύ φθηνότερες από ότι στην Ύδρα». Από την άλλη πλευρά, παραθέτοντας «Β» (πιθανώς Bowring) προειδοποιούσε: Το λοιμοκαθαρτήριο στη Σύρα είναι αποτρόπαιο και θα πρέπει σε κάθε περίπτωση να αποφεύγεται.»
Ο βρετανός πρόξενος στη Σύρα, Richard Wilkinson ήταν καλά ενήμερος για την αξιοθρήνητη κατάσταση της εγκατάστασης, η οποία σαφώς δεν θα μπορούσε να επιτραπεί να συνεχιστεί. Ήταν πράγματι επείγον τα ανεπαρκή κτίρια να αντικατασταθούν από μια νέα κατασκευή, αντάξια της προόδου της πόλης. Σε μια επιστολή της 10ης Οκτωβρίου 1838 ο Wilkinson έγραψε:
«Το λοιμοκαθαρτήριο της Σύρα είναι σε άθλια κατάσταση. Ορισμένες επισκευές έχουν γίνει τον τελευταίο καιρό και είναι στην πρόθεση της κυβέρνησης να κατασκευάσει ένα νέο από την άλλη πλευρά του λιμανιού απέναντι από την πόλη».
Και συνέχισε: «Το σχέδιο έγινε και εγκρίθηκε, αλλά η οικονομική κατάσταση του Ελληνικού Δημοσίου είναι τέτοια, που μπορεί περάσει κάποιος χρόνος πριν αυτό το πολύ αναγκαίο κτίριο ανεγερθεί.»
Παρ’ όλα αυτά στις 9 Απριλίου 1839, μπήκε η θεμέλιος λίθος με την εξασφάλιση των οικονομικών κεφαλαίων από τον βασιλιά.
Το γεγονός ότι ο βασιλιάς διέθεσε χρήματα έχει την εξήγησή του. Ήταν νέος στο αξίωμα και αρχικά καθόλου δημοφιλής, καθώς κατακρίθηκε για την ανέγερση του μεγάλου παλατιού στο Σύνταγμα, που ξεκίνησε το 1836. Με την κατασκευή λοιμοκαθαρτηρίου στη Σύρο είδε την ευκαιρία για να ενισχύσει την εικόνα του στο λαό και ταυτόχρονα να ενθαρρύνει τις εμπορικές σχέσεις στο λιμάνι.
Στην αρχή του Σεπτεμβρίου του 1840, ο Francis Galton, με δύο νέους φίλους, βρέθηκε σε καραντίνα στο νέο λοιμοκαθαρτήριο της Σύρου κατά το ταξίδι της επιστροφής του από την Ανατολή στο Cambridge. Περιέγραψε ότι η διαμονή του στο λαζαρέτο ήταν ευχάριστη και περιέγραψε τους κανόνες ασφαλείας. «Η παραβίαση της καραντίνας είναι ένα πολύ σοβαρό αδίκημα. Ένας στρατιώτης θα πυροβολούσε αμέσως χωρίς δισταγμό».
Ο γιατρός τους παρέταξε και κοίταξε τις γλώσσες τους. Μετά τους είπε να τον μιμηθούν και «άρχισε να χτυπάει απότομα τον εαυτό του κάτω από την αριστερή μασχάλη με το δεξί του χέρι και κάτω από τη δεξιά μασχάλη με το αριστερό του χέρι. Ομοίως τους βουβώνες, αριστερά και δεξιά. Αυτό ήταν για να αποδείξει ότι δεν υπήρχαν εκεί αδενικά οιδήματα της «βουβωνικής» πανούκλας. Μετά ήμασταν ελεύθεροι.»
Έως το τέλος του 19ου αιώνα, τα λοιμοκαθαρτήρια για την παραμονή των ταξιδιωτών από την Ανατολή είχαν καταστεί άνευ αντικειμένου. Ο Usborne στον Οδηγό του που δημοσιεύθηκε το Σεπτέμβριο του 1840, αναφώνησε: «Εγώ σκοπεύω να περάσω την επόμενη καραντίνα μου εκεί και θα έχω την ευκαιρία να ηρεμήσω μετά την περιπλάνηση μου στην Ανατολή».
Οι φίλοι του ήταν πολύ χαρούμενοι -λόγω της στάσης του βρετανού προξένου στο νησί Wilkinson- που είχαν τη δυνατότητα να διασκεδάζουν κωπηλατώντας στα γύρω γειτονικά ακατοίκητα νησιά και να κυνηγούν με όπλα κουνέλια. Στον περίφημο Οδηγό του Murray, που δημοσιεύθηκε τον Αύγουστο του 1840 έγραφε: «Το λοιμοκαθαρτήριο τα τελευταία χρόνια κατέστη ένα από τα καλύτερα στην Ανατολή», διορθώνοντας έτσι την προηγούμενη καταδίκη.
Πηγή: The new lazaretto at Siros (Syra), Greece, in 1840 – Medical History (Cambridge University Press)[Medical History, 1984, 28: 73-80. Syros Agenda