Ξημερώματα της 27 Δεκεμβρίου 1985, η 53χρονη ζωολόγος Νταϊάν Φόσεϊ, βρέθηκε κατακρεουργημένη μέσα στο κατάλυμα της κοντά στο ερευνητικό κέντρο που είχε ιδρύσει στη Ρουάντα. Μία μασέτα που είχε προηγουμένως αρπάξει από έναν λαθροθήρα ήταν και το όπλο που της αφαίρεσε τη ζωή.
Η Νταϊάν Φόσεϊ αφιέρωσε τη ζωή της στη μελέτη του ορεινού γορίλα στην αφρικανική ήπειρο και οι αγώνες της για την υπεράσπιση του υπό εξαφάνιση είδους ήταν και ο λόγος που δολοφονήθηκε. Ακόμη και σήμερα η υπόθεση της δολοφονίας της παραμένει ανοιχτή. Το σίγουρο είναι πως με τις πράξεις της ενόχλησε τόσο τους λαθροκυνηγούς της περιοχής αλλά κυρίως κυβερνητικά στελέχη της Ρουάντας, που προτιμούσαν να απαλλοτριώσουν το περιβάλλον των πιθηκοειδών για την τουριστική εκμετάλλευση της χώρας.
Τα πρώτα χρόνια και η αγάπη της Νταϊάν για τα ζώα
Η Νταϊάν Φόσεϊ γεννήθηκε στις 16 Ιανουαρίου 1932 στο Σαν Φρανσίσκο. Ο πατέρας της ήταν ασφαλιστής και η μητέρα της μοντέλο.
Τα ήρεμα παιδικά χρόνια της Φόσεϊ, τάραξε το διαζύγιο των γονιών της, όταν ήταν 6 ετών. Η μητέρα της ξαναπαντρεύτηκε, ο πατριός όμως της Νταϊάν ήταν ένας σκληρός και αυταρχικός άνθρωπος.
Η Φόσεϊ ξεκίνησε μαθήματα ιππασίας και βρήκε έτσι καταφύγιο στα ζώα, που ήδη από πολύ μικρή ηλικία έδειχνε να προτιμά την παρέα τους.
Επιμελής μαθήτρια, αποφάσισε να σπουδάσει κτηνιατρική. Ο πατριός της αρνήθηκε και την ανάγκασε να ακολουθήσει το επάγγελμα του, διοίκηση επιχειρήσεων. Παράλληλα με τις σπουδές της , η Νταϊάν εργαζόταν σε μια κοντινή φάρμα με άλογα.
Η εμπειρία της αυτή ήταν και ο λόγος που τελικά παράτησε τη σχολή της και γράφτηκε στο τμήμα κτηνιατρικής του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνιας.
Η φυσική και η χημεία όμως την δυσκόλεψαν αρκετά και τελικά η Νταϊάν σπούδασε εργοθεραπεία, όπου και αποφοίτησε με επιτυχία το 1954 από το κολέγιο του Σαν Χοσέ.
Το πρώτο ταξίδι στην Αφρική
Μετά την αποφοίτησή της, η Νταϊάν εργάστηκε σε αρκετά νοσοκομεία της Καλιφόρνιας. Για ένα μικρό χρονικό διάστημα έγινε διευθύντρια στο Νοσοκομείο Παίδων «Kosair», με ειδίκευση στα παιδιά με ακρωτηριασμένα μέλη.
Μετακόμισε στο Κεντάκι, όπου τον ελεύθερο χρόνο της συνέχισε να ασχολείται με τα ζώα που τόσο αγαπούσε.
Σταδιακά, μεγάλωσε μέσα το όνειρό της να ταξιδέψει στον κόσμο και συγκεκριμένα στην αφρικανική ήπειρο. Όταν είδε φωτογραφίες από την άγρια ζωή της μαύρης ηπείρου που της έδειξε μια φίλη της που ταξίδεψε εκεί, η Φόσεϊ ήταν πλέον σίγουρη. Χρειάστηκε να διαθέσει όλες της τις αποταμιεύσεις και να πάρει ένα δάνειο 8.000 δολαρίων από την τράπεζα (μεγάλο ποσό για την εποχή), για να πραγματοποιήσει το μεγάλο ταξίδι.
Έτσι, τον Σεπτέμβριο του 1963 έφτασε στην Κένυα και ταξίδεψε σε Τανζανία, Κονγκό και Ζιμπάμπουε. Μαζί με τον ξεναγό της, τον βρετανό κυνηγό Τζον Αλεξάντερ, επισκέφτηκε το Τσάβο, το μεγαλύτερο εθνικό πάρκο της Αφρικής και περιοχές που οι άνθρωποι δεν είχαν ανακαλύψει ακόμη μαζικά. Ο τελευταίος της σταθμός ήταν το «Mt. Mikeno» στο Κονγκό, όπου το 1959 ο αμερικανός ζωολόγος Τζορτζ Σάλερ διεξήγαγε μια πρωτοποριακή έρευνα για τους ορεινούς γορίλες, ένα είδος πιθηκοειδών υπό εξαφάνιση.
Αυτή η έρευνα ήταν και το έναυσμα να αφοσιωθεί η Φόσεϊ για όλη της τη ζωή στη μελέτη της συμπεριφοράς αλλά και της υπεράσπισή τους.
Οι «Άγγελοι του Leaky» και το έργο της Φόσεϊ
Τα ταξίδι στην Αφρική ήταν συναρπαστικό για την Νταϊάν Φόσεϊ και με μεγάλη απροθυμία επέστρεψε στις ΗΠΑ. Για καλή της τύχη, την πλησίασε ο καθηγητής ανθρωπολογίας Λούις Λίκι, ο οποίος της πρότεινε μια μακροχρόνια έρευνα για τους ορεινούς γορίλες. Η Νταϊάν δέχτηκε αμέσως και αποτέλεσε την τρίτη γυναίκα ζωολόγο, με την οποία ερχόταν σε επαφή ο καθηγητής.
Οι λεγόμενοι «Άγγελοι του Leaky» ήταν η Νταϊάν Φόσεϊ, η Τζέιν Γκούνταλ που μελετούσε τους χιμπατζήδες στην Τανζανία και η Μπιρούτ Γκάλντιγκας που ερευνούσε τη συμπεριφορά των ουρακοτάγκων στην κεντρική Αφρική.
Η Φόσεϊ έφτασε στο Κονγκό το 1967 και πραγματοποίησε μια έρευνα που κράτησε 18 ολόκληρα χρόνια. Η μελέτη που έκανε πάνω στους γορίλες ήταν αποκαλυπτική.
Οι ορεινοί γορίλες ήταν πολύ πιο σπάνιοι από τους γορίλες της πεδιάδας, ζούσαν μόνο στις ορεινές Βιρούνγκα, μια ομάδα ηφαιστείων που κάλυπταν τις χώρες της ανατολικής-κεντρικής Αφρικής, μεταξύ των οποίων η Ρουάντα, η Ουγκάντα και το Κονκγό. Αν και οι περισσότεροι θεωρούσαν ότι οι γορίλες είναι πολύ επιθετικά ζώα, η Νταιαν απέδειξε το αντίθετο.
Τους χαρακτήριζε «ήσυχους γίγαντες» και μελέτησε με λεπτομέρεια τον τρόπο που οι γορίλες ζευγάρωναν μεταξύ τους, επικοινωνούσαν και τρέφονταν.
Καθώς οι περισσότεροι ήταν πολύ φοβισμένοι και ντροπαλοί, ανακάλυψε ότι αν η ίδια μιμούταν τους ήχους που έκαναν, τους ηρεμούσε.
Παράλληλα, από τις εννέα ομάδες που παρατήρησε, ήρθε σε στενή επαφή με τις τέσσερις από αυτές.
Έδωσε στους γορίλες αυτής της ομάδας περίεργα ονόματα, όπως Στριψοδάκτυλος, εξαιτίας του συστραμμένου δακτύλου του γορίλα, Μπετόβεν και θείος Μπερτ. Ο αγαπημένος της γορίλας όμως ήταν ο Ντίτζιτ.
Αν και ξεκίνησε την έρευνα της στο Κονγκό, εκείνη την περίοδο στην αφρικανική χώρα είχε ξεσπάσει εμφύλιος, με αποτέλεσμα να την συλλάβουν και να τη φυλακίσουν.
Η Φόσεϊ κατάφερε να δραπετεύσει και εγκαταστάθηκε στη Ρουάντα, όπου δημιούργησε έναν καινούριο καταυλισμό, τον Καρισόκε, στο βουνό Βισόκε.
Τα προβλήματα με τους λαθροκυνηγούς και την κυβέρνηση της Ρουάντας
Το 1970, η Νταϊάν μετακόμισε στην Αγγλία και έμεινε για τέσσερα χρόνια. Δίνοντας περισσότερη αξία στο επιστημονικό της έργο , έκανε το διδακτορικό της στο πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ.
Επέστρεψε στην Αφρική, όπου αντίκρισε μια απελπιστική κατάσταση. Ο λαός της Ρουάντας που ήταν πολυπληθής, είχε ανάγκη από περισσότερα εδάφη , για να μπορέσει να καλλιεργήσει.
Βοσκοί, είχαν πλησιάσει τον καταυλισμό της, ενώ όλο και περισσότεροι λαθροκυνηγοί σκότωναν τους γορίλες και χρησιμοποιούσαν σχεδόν τα πάντα από τα συγκεκριμένα ζώα. Έφτασαν στο σημείο μάλιστα να φτιάχνουν σταχτοδοχεία από τα κόκαλά τους.
Παράλληλα, η κυβέρνηση της Ρουάντας, εκμεταλλευόμενη το έργο της Φόσεϊ για τους ορεινούς γορίλες, το χρησιμοποίησε για να προσελκύσει περισσότερους τουρίστες.
Η μελέτη της Νταϊάν, είχε δυστυχώς και αρνητικά αποτελέσματα, καθώς όλο και περισσότερος κόσμος επισκεπτόταν τα απάτητα εδάφη της κεντρικής Αφρικής, διαταράσσοντας το φυσικό περιβάλλον των πιθηκοειδών.
Το 1977, όταν ο αγαπημένος της γορίλας δολοφονήθηκε, η Φόσεϊ ήταν αποφασισμένη να συγκρουστεί με τη λαθροθηρία και την κυβέρνηση της Ρουάντας. Οι κινήσεις της όμως δυσαρέστησαν τους πάντες.
Οι απειλές από τους λαθροκυνηγούς ήταν αμέτρητες ενώ η βοήθεια που ζήτησε από την αφρικανική χώρα δεν ήρθε ποτέ.
Χωρίς οικονομική βοήθεια, η Νταϊάν πήγε στις ΗΠΑ το 1980 και έμενε τρία χρόνια. Τότε έγραψε και το βιβλίο «Γορίλες στην Ομίχλη», που έγινε αμέσως επιτυχία.
Με χρήματα στα χέρια της, η Φόσεϊ επέστρεψε στον καταυλισμό της. Παρά τα προβλήματα υγείας, πολέμησε όλους όσοι κατέστρεφαν την άγρια πανίδα και δολοφονούσαν τους γορίλες.
Το τραγικό τέλος και η δίκη παρωδία
Η Νταϊάν, τα τελευταία χρόνια της ζωής της απομονώθηκε και έκανε πάρα πολλούς εχθρούς. Η μόνη της σκέψη ήταν η καταπολέμηση των λαθροκυνηγών. Στράφηκε για άλλη μια φορά στην κυβέρνηση της Ρουάντας για να περιοριστεί το παράνομο κυνήγι. Το αίτημα αυτό είχε και τραγική κατάληξη. Στις 27 Δεκεμβρίου 1985, βρέθηκε δολοφονημένη στο μικρό της κατάλυμα.
Είχε δεχτεί χτυπήματα στο κεφάλι και το πρόσωπό της ήταν διανυμένο από μια μασέτα.
Η δίκη για τη δολοφονία της ζωολόγου ήταν πραγματική παρωδία. Για την εκτέλεσή της καταδικάστηκαν δύο τυχαίοι λαθροκυνηγοί.
Ωστόσο, η διεθνής κοινή γνώμη ήξερε ότι ηθικοί αυτουργοί ήταν υψηλόβαθμοι αξιωματικοί της κυβέρνησης που ήθελαν να την κάνουν να σωπάσει μια και καλή.
Μέχρι σήμερα το έγκλημα δεν έχει διαλευκανθεί.
Η Νταϊάν Φόσεϊ θάφτηκε στο νεκροταφείο που είχε δημιουργήσει για τους αγαπημένου της γορίλες. Στην επιτύμβια πλάκα της, είναι μεταξύ άλλων, χαραγμένα τα λόγια » Κανένας δεν αγαπούσε τους γορίλες περισσότερο από σένα»
Διαβάστε στη «ΜτΧ»:Ο γορίλας που μεγάλωσε με ανθρώπους όταν δολοφονήθηκαν οι γονείς του από αστυνομικούς! Έκανε μόνος του μπάνιο κι έστρωνε το κρεβάτι του. Αρρώστησε και πέθανε όταν νόμιζε ότι τον εγκατέλειψαν…