Η νήσος Πίτκερν είναι ένα απομακρυσμένο μέρος με τόσο παράξενη ιστορία που μέχρι πρόσφατα εθεωρείτο μύθος παρά πραγματικότητα. Όμως τα γεγονότα που συνέβησαν σε αυτό το μικροσκοπικό νησί του Ειρηνικού Ωκεανού είναι πέρα για πέρα αληθινά.
Το νησί αρχικά κατοικήθηκε από μερικούς Πολυνήσιους και έναν αριθμό ανταρτών που εγκατέλειψαν το πλοίο τους, το θρυλικό Βρετανικό ιστιοφόρο Μπάουντι (HMS Bounty), στις 28 Απριλίου του 1789, λόγω της σκληρότητας του καπετάνιου.«Ο Άρχοντας των Μυγών»

Το νησί στη συνέχεια έγινε διάσημο από το μυθιστόρημα του Γκόλντινγκ Γουίλιαμ «Ο Άρχοντας των Μυγών» το 1954 .
Σύμφωνα με την υπόθεση του βιβλίου, ένα αεροπλάνο πέφτει πάνω από ένα απομονωμένο νησί.
Οι επιζώντες είναι μονάχα μια παρέα παιδιών, που, αφού εξέλεξαν πρώτα έναν αρχηγό, τον Ραλφ, προσπάθησαν να οργανώσουν τη ζωή τους για να επιβιώσουν.
Οι δυσκολίες όμως που συνάντησαν, αλλά και οι μνήμες από τη ζωή που άφησαν πίσω τους, τους ανάγκασαν να αναπαραγάγουν τα ίδια πρότυπα αθλιότητας και ανηθικότητας με αυτά των ενηλίκων με δραματικά αποτελέσματα.

Το σκοτεινό παρελθόν του νησιού

Αντιμέτωποι με την ψυχική και κοινωνική απομόνωση, οι κάτοικοι της Νήσου Πίτκερν άρχισαν να αφανίζονται σταδιακά εξαιτίας κρουσμάτων δολοφονιών, αυτοκτονιών αλλά και ψυχικών ασθενειών, ενώ οι εναπομείναντες κάτοικοι ζούσαν υπό άθλιες συνθήκες αιμομιξίας, σεξουαλικής κακοποίησης και εγκληματικότητας.
Σήμερα 47 κάτοικοι από τέσσερις οικογένειες παραμένουν σε αυτό το καταραμένο νησί που κατατρέχεται από την σκοτεινή και σατανική ιστορία του, η οποία έχει χιλιοειπωθεί σε βιβλία και ταινίες.
Η απομακρυσμένη αυτή νήσος είναι μία εκ των τεσσάρων ηφαιστειογενών νήσων στον νότιο Ειρηνικό ωκεανό, που αποτελούν το σύμπλεγμα των νήσων Πίτκερν.
Βρίσκεται περίπου 4830 χμ από την ηπειρωτική χώρα, δηλαδή περίπου στη μέση της απόστασης μεταξύ της νέας Ζηλανδίας και της Αμερικής και είναι ένα από τα πιο απομακρυσμένα κατοικημένα νησιά.
Είναι επίσης η τελευταία βρετανική αποικία στον Ειρηνικό ωκεανό.
Με έκταση 3600 χ, δεν ξεπερνά σε μέγεθος το Central Park της Νέας Υόρκης.
Ωστόσο αυτή η μικροσκοπική νήσος έχει μια μεγάλη ιστορία που κορυφώνεται με τα δραματικά γεγονότα του 18ου αιώνα.

Ο χαμένος πολιτισμός

Η ιστορία της νήσου εκτείνεται σε τουλάχιστον εννέα αιώνες, από όταν τα νησιά κατοικήθηκαν από τους Πολυνήσιους.
Ο πολιτισμός τους άνθισε εκεί για τέσσερις αιώνες, πριν εξαφανιστούν μυστηριωδώς.
Κάποια αρχαιολογικά ευρήματα δείχνουν ότι άνθρωποι διαφορετικής προέλευσης κατοίκησαν το νησί στο πέρασμα των αιώνων.
Όταν οι Ευρωπαίοι πρωτοέφτασαν στο Πίτκερν και στα κοντινά νησιά, βρήκαν πολλά αρχαία αντικείμενα και ίχνη προηγούμενων κατοίκων, όπως αγάλματα θεών λαξευμένα σε πέτρα ως φύλακες σε ιερά μέρη, ομοιώματα ανθρώπων και ζώων σκαλισμένα σε βράχους, μνήματα με ανθρώπινα υπολείμματα, εργαλεία ξυλογλυπτικής και άλλα αντικείμενα.
Αν και δεν γνωρίζουμε πολλά για την προέλευση αλλά και την τύχη των Πολυνησίων, το βέβαιο είναι ότι προήλθαν από την Μανγκαρέβα που βρισκόταν 490 χμ στα βορειοδυτικά της Γαλλικής Πολυνησίας.

Η ανταρσία του Μπάουντι και η αποίκηση της νήσου

Το 1788, το πλοίο Μπάουντι ξεκίνησε από την Αγγλία προς τον Ειρηνικό Ωκεανό, για να συλλέξει φυτά και καρπούς, που θα συμπλήρωναν τη διατροφή των σκλάβων στις δυτικές Ινδίες.
Έχοντας σταματήσει στην Ταϊτή για περίπου πέντε μήνες, το πλήρωμα του Μπάουντυ άρχισε να επιδίδεται σε σεξουαλικά όργια και να υιοθετεί έναν χαλαρό τρόπο ζωής, που έμαθαν από τους Ταϊτινούς, και γι’ αυτό αρνούνταν να εγκαταλείψουν το νησί.
Όταν ο αξιωματικός Γουίλιαμ Μπλάι απείλησε να επιβάλλει αυστηρές ποινές σε περίπτωση απειθαρχίας του πληρώματος, ο Φλέτσερ Κρίστιαν συγκέντρωσε μία ομάδα δυσαρεστημένων μελών και υποκίνησε ανταρσία κατά του Μπλάι.
Στις 28 Απριλίου 1789, μόλις 23 μέρες αφού εγκατέλειψαν τον παράδεισο της Ταιτής, οι στασιαστές κατάφεραν να πάρουν τον έλεγχο του πλοίου και υποχρέωσαν τον Μπλάι με 18 έμπιστους ναύτες του να μπουν σε μία βάρκα και να εγκαταλείψουν το πλοίο.

Ο Μπλάι και οι ναύτες περιπλανήθηκαν με την βάρκα στον ωκεανό και μετά από ένα περιπετειώδες ταξίδι 6.500 χιλιομέτρων έφτασαν στην Αγγλία τον Απρίλιο του 1790 και κατήγγειλαν την ανταρσία. Οι Βρετανοί δεν θα άφηναν ποτέ ατιμώρητη μια ανταρσία που θα έδινε το κακό παράδειγμα στους ναύτες και θα χαλάρωνε την πειθαρχία σε χιλιάδες πλοία της.
Αμέσως εστάλη το βρετανικό πλοίο Πανδώρα να συλλάβει τους αντάρτες.
Εν τω μεταξύ ο Κρίστιαν μαζί με άλλους εννέα από τους αντάρτες και 18 Ταϊτινούς ( 6 άντρες, 11 γυναίκες και ένα παιδί) έψαχναν ένα μέρος για να εγκατασταθούν και να διαφύγουν της σύλληψης.
Έφτασαν στη νήσο Πίτκερν στις 15 Ιανουαρίου 1790, όπου έκαψαν και βύθισαν το πλοίο, το οποίο λένε ότι και σήμερα είναι ορατό κάτω από το νερό στον κόλπο Μπάουντι.
Για τον υπόλοιπο κόσμο οι αντάρτες του Μπάουντι είχαν εξαφανιστεί από προσώπου γης.

Οι άποικοι αρχικά επιβίωσαν στη νήσο Πίτκερν χάρη στην καλλιέργεια της γης και το ψάρεμα.
Ωστόσο, όπως και στο διάσημο μυθιστόρημα «Ο Άρχοντας των Μυγών», η απομόνωση καθώς επίσης και η έλλειψη πειθαρχίας και κοινωνικών κανόνων, οδήγησε στην εμφάνιση διαφθοράς, ζήλειας, προδοσίας και φόνων.
Πολλές από τις εντάσεις προέκυπταν εξαιτίας της απουσίας γυναικών στο νησί.
Πέντε από τους αντάρτες δολοφονήθηκαν από Πολυνήσιους, που πίστευαν πως το βρετανικό πλήρωμα τους μεταχειρίζονταν ως σκλάβους και ότι έκλεβαν τις γυναίκες τους.
Ως αντίποινα, οι υπόλοιποι στασιαστές σκότωσαν τους Πολυνήσιους.
Δύο στασιαστές, ο Έντουαρντ Γιάνγκ και ο Τζον Άνταμς δολοφόνησαν τον σύντροφό τους, τον Μάθιου Κουίνταλ, για το καλό της κοινότητας, επειδή πίστευαν ότι η ζωή τους κινδύνευε από αυτόν.
Ένας άλλος στασιαστής, ο Ουίλιαμ Μακόι, αυτοκτόνησε μετά από υπερβολική κατανάλωση μπύρας που έφτιαχναν μόνοι τους στο νησί. Κάποιοι άλλοι κάτοικοι του νησιού πέθαναν από αρρώστιες.
Ως το 1800, σχεδόν 10 χρόνια μετά την αποίκηση του νησιού, όλοι οι Πολυνήσιοι άντρες είχαν σκοτωθεί και μόνο ο Τζον Άνταμς από τους στασιαστές ήταν εν ζωή μαζί με εννέα Πολυνήσιες γυναίκες και 19 παιδιά.
Ο Τζον Άνταμς στράφηκε προς τη θρησκεία και στην προσπάθεια του να δημιουργήσει μία καινούρια και ειρηνική κοινότητα, ανέθρεψε τα παιδιά σύμφωνα με αυστηρές θρησκευτικές αρχές.
Έζησε στο νησί έως και το θάνατό του το 1829, στην ηλικία των 65 ετών.
Είναι ο μόνος του οποίου το σημείο ταφής είναι γνωστό.

Η ανακάλυψη το 1808

Μετά από 18 χρόνια απομόνωσης, η νήσος Πίτκερν και η παρουσία των στασιαστών στο νησί ανακαλύφθηκαν από ένα αμερικανικό πλοίο, το Τοπάζ.
Έξι χρόνια αργότερα τα βρετανικά πλοία Μπρίτον και Τάγκους έφτασαν στη νήσο.
Μετά τον εντοπισμό τους, χορηγήθηκε αμνηστία στον Τζον Άνταμς για τη συμμετοχή του στην ανταρσία του Μπάουντι.
Ο πληθυσμός της νήσου άρχισε να πολλαπλασιάζεται, καθώς επισκέπτες άρχισαν να φτάνουν και να εγκαθίστανται στο νησί, ενώ πολλοί ναυαγοί, που τυχαία βρίσκονταν εκεί, αποφάσιζαν να μείνουν μόνιμα.
Το 1838 η νήσος έγινε βρετανική αποικία και οι κάτοικοι ακολουθούσαν τους κανόνες της Αγγλικανικής εκκλησίας.
Όμως το 1886 ο Τζον Τέι, θεολόγος που κήρυσσε την αίρεση της Εκκλησίας των Αντβεντιστών της Εβδόμης Ημέρας, επισκέφτηκε το νησί και κατάφερε να προσηλυτίσει όλους τους κατοίκους ακόμη και τους Πολυνήσιους, οι οποίοι ως και σήμερα ασπάζονται αυτή την αίρεση.

1916. Η νέα θρησκεία έφερε ηρεμία στο νησί και φαινομενικά σταμάτησε τα κρούσματα βίας.
Ωστόσο, έρευνα που πραγματοποιήθηκε πριν από περίπου μια δεκαετία, αποδεικνύει πως τα φαινόμενα βίας ποτέ δεν έλειψαν από το νησί.
Το 2004, επτά άντρες, δηλαδή σχεδόν ο μισός αντρικός πληθυσμός του νησιού, κατηγορήθηκε για 96 αδικήματα που αφορούσαν βιασμούς και σεξουαλική κακοποίηση κυρίως παιδιών.
Κάποιες από τις κατηγορίες αφορούσαν αδικήματα τεσσάρων δεκαετιών.
Η πολύμηνη δίκη αποκάλυψε μια βαθιά ριζωμένη κουλτούρα κακοποίησης , αιμομιξίας και εγκληματικότητας στο νησί.
Μετά το τέλος της ακροαματικής διαδικασίας, οι περισσότεροι άντρες καταδικάστηκαν, συμπεριλαμβανομένου και του τότε δημάρχου.
Η βρετανική κυβέρνηση έχτισε φυλακή στο νησί, όπου οι κατάδικοι άρχισαν να εκτίουν τις ποινές τους από το 2006.
Σήμερα στο νησί κατοικούν 47 άνθρωποι, οι περισσότερα εκ των οποίων είναι απόγονοι των στασιαστών και των πρώτων Πολυνησίων.
Οι περισσότερα μάλιστα φέρουν το επώνυμο Κρίστιαν, από τον Φλέτσερ Κρίστιαν που ανέθρεψε πολλά παιδιά, πριν δολοφονηθεί.
Το νησί που αρχικά φάνταζε ως ένα ασφαλές λιμάνι και ένας επίγειος παράδεισος εξακολουθεί να κρύβει μια σκοτεινή ιστορία εγκληματικότητας και αθλιότητας.

 

ΣΤΗΝ ΙΔΙΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Please enter your comment!
Please enter your name here