Ο Γεώργιος Παπανικολάου γνώρισε σε μια εκδρομή την Ανδρομάχη Μαυρογένους, κόρη αξιωματικού, που ήταν απόγονος της Μαντώ Μαυρογένους.
Ήταν μια μεγάλη παρέα νέων και κατά τη διάρκεια της πορείας που έκαναν χρειάστηκε να σκαρφαλώνουν σε βράχια.
Οι αιχμηρές πέτρες άρχισαν να σκίζουν τα παπούτσια των περισσότερων, που αναγκαστικά σταμάτησαν την ορειβασία. Η Μάχη ήταν η μόνη που συνέχισε χωρίς να παραπονιέται καθόλου, παρόλο που τα παπούτσια της είχαν σχεδόν καταστραφεί. Ο γιατρός εντυπωσιάστηκε με την επιμονή της και άρχισε να την παρατηρεί.
Η πρόταση γάμου που της έκανε ήταν σχεδόν κινηματογραφική.
Ο Παπανικολάου επρόκειτο να κάνει ένα ταξίδι στη Γαλλία.
Τότε η Μάχη του είπε: «Κύριε Παπανικολάου, σας ζηλεύω πάρα πολύ». Κι εκείνος της απάντησε: «Δεν έχετε παρά να έρθετε μαζί μου».
Όταν η κοπέλα τον ρώτησε «Πώς είναι δυνατόν;» της απάντησε: «είναι απλούστατο. Αν παντρευτούμε». Όπερ και εγένετο.
Μόνο που ο Παπανικολάου έβαλε στη μέλλουσα γυναίκα του τρεις όρους. Ο πρώτος ήταν να μην κάνουν παιδιά.
Ο δεύτερος να μην έχει καμία προσωπική απαίτηση και ο τρίτος όρος ότι θα τον ακολουθούσε σε περίπτωση που αναγκαζόταν να φύγει.
Οι όροι του έγιναν δεκτοί. Η Μάχη είχε κερδηθεί.
Στον γάμο ωστόσο δεν παρέστησαν οι γονείς του.
Διαφωνούσαν επειδή ο γιος τους δεν ήθελε προίκα, η οποία εκείνη την εποχή ήταν αυτονόητο δικαίωμα του γαμπρού και υποχρέωση της νύφης.
Φυσικά αντιδρούσαν κι επειδή ο γιος τους δεν είχε αποκατασταθεί επαγγελματικά.
Η άποψη που ο ίδιος εκφέρει για τον γάμο ξενίζει και προκαλεί:
«Εις τον γάμον δεν εζήτησα ούτε την ευτυχίαν, εις την οποίαν δεν πιστεύω, ούτε την απόλαυσιν, την οποία περιφρονώ, αλλά την ενδυνάμωσιν του εαυτού μου και την πλήρην συγκέντρωσιν, η οποία θα μου επιτρέψει να εργασθώ εντατικότερον και να φτάσω ασφαλέσετρον εις το τέρμα των πόθων μου.
Το ότι θα υποφέρω το ξεύρω, αλλά δεν με φοβίζει».
Είναι προφανές πως έρωτας δεν υπήρχε. ‘Ηταν μια ένωση που θυμίζει περισσότερο κοινωνική σύμβαση, η οποία ωστόσο τηρήθηκε μια ολόκληρη ζωή, ειδικά από τη Μάχη που αγόγγυστα υπέμενε όλες τις θυσίες που απαιτούσε η ιδιαίτερη ζωή που είχε επιλέξει ο Παπανικολάου.
Η σχέση με τον πατέρα του
Η απουσία των γονιών του από τον γάμο του δεν ήταν ξαφνική.
Ο Παπανικολάου είχε ιδιαίτερη σχέση μαζί τους και ειδικά με τον πατέρα του. Οι γονείς του τον είχαν καλομάθει, αλλά ο πατέρας του αρκετές φορές ήταν αυστηρός.
Σε μια επιστολή του από την Αθήνα, ο καλομαθημένος φοιτητής της Ιατρικής γράφει στον πατέρα του: «Έπειτα από ημέρες έχομε Πάσχα. Και με το Πάσχα έρχεται και το καλοκαιρινό ντύσιμο. Και για το ντύσιμο χρειάζονται λεφτά. Και για αυτή τη δουλειά πρέπει να υπολογίσετε 150 δρχ».
Ο πατέρας διαμαρτυρήθηκε για τα έξοδα του γιου του και εκείνος απάντησε πικραμένος:
«Μη με απογοητεύετε. Μη μου λέτε να περιορίσω τας δαπάνας μου! Ξεχάσατε λοιπόν τι θα πει σπατάλη; Όχι δεν είναι δυνατόν! Είναι αδύνατον να με εγκαταλείψετε στην κρισιμότερη περίοδο της ζωής μου.
Σήμερα για μένα παίζεται το παιχνίδι της ζωής ή του θανάτου».
Το 1906 όταν τελειώνει το στρατιωτικό του επιστρέφει στη γενέτειρά του την Κύμη. Εκεί επισκέπτεται συχνά μια παροικία λεπρών όπου εκφράζει έμπρακτα την κοινωνική του αλληλεγγύη, προσφέροντας πρώτες βοήθειες, τρόφιμα και ανθρώπινη συντροφιά.
Οι λεπροί ήταν εγκατεστημένοι στην παραλία Σετσίνι, που είχε πάρει την ονομασία της από την έκφραση με την οποία οι ντόπιοι συνόδευαν κάθε αναφορά στους ασθενείς: «σουτ εκείνοι».
Ο πατέρας του τον προτρέπει να γίνει στρατιωτικός γιατρός.
Ο Παπανικολάου όμως απέρριψε χωρίς δεύτερη σκέψη την πρόταση. Στόχος του ήταν η έρευνα και μόνο.
Εκείνη την περίοδο η διαμάχη μεταξύ δημοτικής και καθαρεύουσας βρίσκεται στο ζενίθ.
Η στενή φιλία του νεαρού επιστήμονα με τον Αλέξανδρο Δελμούζο, τον Γεώργιο Σκληρό και τον Ψυχάρη τον επηρεάζει, ώστε να υπερασπίζεται ανοιχτά τη δημοτική.
Μία ακόμη αιτία σύγκρουσης με τον πατέρα του, που ήταν ένθερμος οπαδός της καθαρεύουσας.
Παρά τις διαφωνίες που είχαν πατέρας και γιος, ο Παπανικολάου δεν το έβαζε ποτέ κάτω. Υπερασπιζόταν πάντα τις απόψεις του και μότο του ήταν ότι «ο άνθρωπος πρέπει συνεχώς να υπερβαίνει τον εαυτό του».
Απόσπασμα από το βιβλίο «Ένοχοι και Αθώοι, 23 ιστορίες από τη Μηχανή του Χρόνου» των Χρ. Βασιλόπουλου και Δ. Πετρόπουλου, εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗ