Στις 17 Απριλίου 1991 συλλαμβάνονται από το Τμήμα Δίωξης Αρχαιοκαπηλίας ένας γεωργός κι ο ανιψιός του, 52 και 31 χρόνων αντίστοιχα, γιατί προσπάθησαν να πουλήσουν μια μαρμάρινη, ανάγλυφη, επιτύμβια πλάκα μεγάλων διαστάσεων, αντί του ποσού των 3,5 εκατομμυρίων δραχμών.
Όπως προέκυψε από τις έρευνες που ακολούθησαν, οι δύο συγγενείς από τα Μέγαρα ήταν «συστηματικοί» αρχαιοκάπηλοι και είχαν εμπλακεί και στο παρελθόν σε πώληση σε συλλέκτες αρχαίων αντικειμένων, τα οποία προέρχονταν από λαθρανασκαφές.
Η σύλληψή τους επιτεύχθηκε μετά από πολύμηνη έρευνα του ιδιωτικού αστυνομικού Γιώργου Τσούκαλη, ύστερα από μια αρχική πληροφορία που είχε αντλήσει στη Γερμανία.
Την ιστορία περιγράφει ο ίδιος στο βιβλίο του, “Λαθρέμποροι Ιστορίας. Επιστροφή των 20 Θησαυρών” (εκδόσεις Ι. Σιδέρη):
Στον σταθμό του Ντίσελντορφ
Η υπόθεση ξεκίνησε γύρω στα τέλη του 1990, ενώ βρισκόμουν στο Ντίσελντορφ για κάποια ιδιωτική έρευνα. Μετά το τέλος της αποστολής μου πήγα σε μία ελληνική ταβέρνα. Δύο ‘Ελληνες οδηγοί φορτηγών που κάθονταν σε ένα κοντινό τραπέζι, μιλούσαν σχεδόν ανοιχτά για κάποια μεταφορά αρχαίων αντικειμένων που είχαν κάνει κατά το παρελθόν από την Ελλάδα και τη Γερμανία και είχαν βγάλει «χοντρά λεφτά» όπως έλεγαν. Μάλιστα συζητούσαν για μια καινούργια δουλειά που ετοίμαζαν.
Η πρώτη μου κίνηση ήταν να τρέξω έξω από το εστιατόριο και να κρατήσω τον ελληνικό αριθμό της νταλίκας που ήταν παρκαρισμένη εκεί. Αργότερα από την αναζήτηση των στοιχείων προέκυψε ότι το φορτηγό είχε ιδιοκτήτη και έδρα στα Μέγαρα Αττικής. Είναι πολλές οι υποθέσεις αρχαιοκαπηλίας – κυρίως με προϊόντα λαθρανασκαφών- που αποκαλύπτονται στη συγκεκριμένη περιοχή της Αττικής, διότι τα Μέγαρα θεωρούνταν από τις πιο σημαντικές πόλεις της αρχαιότητας.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που συγκέντρωσα, μόλις επέστρεψα στην Ελλάδα, ο ιδιοκτήτης της νταλίκας είχε ποινικό μητρώο με υποθέσεις λαθρεμπορίου και πλαστών τιμολογίων. Μετά από αναζητήσεις πολλών ημερών κατέληξα στο ότι είχε σχέσεις με στρατιωτικούς και μάλιστα «βαθμοφόρους». Μου πήρε αρκετό καιρό μέχρι να καταλάβω ότι δεν επρόκειτο για στρατιωτικούς αλλά για ένα.. επώνυμο! Οι δύο ύποπτοι ήταν θείος και ανιψιός με το ίδιο επώνυμο, που αντιστοιχούσε σε έναν στρατιωτικό βαθμό και σύχναζαν σε ένα καφενείο της περιοχής.
Συστήθηκα ως «Γιώργος Ιωαννίδης, εργοδηγός δημοσίων έργων»
Ήθελα να προσεγγίσω τους δύο υπόπτους στο καφενείο των Μεγάρων κι έψαχνα να βρω ποια επαγγελματική δραστηριότητα θα έπρεπε να εμφανίσω ώστε να δικαιολογήσω την πολυήμερη παρουσία μου εκεί ώστε να μην τους φανώ «ύποπτος» ξένος. Έτσι, είπα ότι ήμουν εργοδηγός σε εταιρεία ασφαλτοστρώσεων στην Εθνική Οδό Αθηνών-Κορίνθου.
Συστήθηκα ως «Γιώργος Ιωαννίδης, εργοδηγός δημοσίων έργων» και μάλιστα είχα τυπώσει και κάρτες. Σε αυτές υπήρχε τηλέφωνο που ανήκε σε οικία στο Κολωνάκι, όπου έμενε ένας φίλος μου, τον οποίο και είχα ενημερώσει για τη μεθόδευσή μου, καθώς και για το ότι ίσως κάποιοι από τα Μέγαρα να ζητούσαν κάποιον Ιωαννίδη.
Ο φίλος που έψαχνε να αγοράσει «ρετρό» αντικείμενα για τη βίλα στην Κηφισιά
Άρχισα, μπροστά σε μια μπύρα κι έναν ουζομεζέ, να πιάνω κουβέντα με πολλούς θαμώνες του καφενείου αλλά και με αυτούς που ήταν ο λόγος της παρουσίας μου εκεί.
Στα Μέγαρα πήγα περισσότερες από 20 φορές σε διάστημα περίπου τεσσάρων μηνών. Όλες μας οι κουβέντες ήταν γενικές, παρεϊστικες, για τη ζωή μας, για γυναίκες, για το τάβλι κλπ.
Σε κάποια από τις τελευταίες συναντήσεις, όταν πλέον δεν υπήρχε ούτε ίχνος επιφύλαξης γα το πρόσωπό μου, προχώρησα στην επόμενη κίνηση.
Είπα χαλαρά, σε μια άσχετη κουβέντα, ότι ένας φίλος μου επιχειρηματίας που έχτιζε μια βίλα στην Κηφισιά έψαχνε «ρετρό» αντικείμενα για τον περιβάλλοντα χώρο του σπιτιού του.
Τους είπα ότι ήταν «λεφτάς» κι ότι δεν ήξερα τι αντικείμενα να του βρω. Χρησιμοποίησα τη λέξη «ρετρό» για να μην πω «αρχαία» και τους δημιουργήσω έστω ένα εκατομμυριοστό υποψίας.
Ο θείος έσπευσε να μου πει ότι έχουν μια αρχαία επιτύμβια στήλη που θέλουν να πουλήσουν.
Ήταν πράγματι κι αυτή «ρετρό» με ένα βάθος χρόνου περίπου… 3.000 ετών.
«Αρχαία; Εγώ ποτέ!»
Όταν άκουσα περί αρχαίων προσποιήθηκα τον φοβισμένο, το αρνητικό. Με το ζόρι ψέλλισα «αρχαία, αρχαία, όχι δεν γίνεται» κι έφυγα «τρομαγμένος» από το καφενείο.
Μετά από λίγες μέρες μου τηλεφώνησαν στο σπίτι στο Κολωνάκι και μου ζήτησαν να συναντηθούμε. Για να κάμψουν τις αντιστάσεις μου, μου είπαν ότι θα μου δώσουν ένα ποσοστό από τα χρήματα που θα ζητήσουν για την πώληση της επιτύμβιας στήλης.
Προσποιήθηκα ότι υποκύπτω στις πιέσεις τους και ζήτησα αν μπορούν να μου φέρουν κάποιες φωτογραφίες της επιτύμβιας στήλης κι αυτοί έκαναν ένα βήμα παραπάνω. Μου ζήτησαν να πάω μια μέρα να μου τη δείξουν. Τους είπα ότι δέχομαι, αλλά ότι μαζί μου θα είναι κάποιος γνώστης αρχαίων αντικειμένων, προκειμένου να εκτιμήσει τη αξία του «εμπορεύματος» και να μην εκτεθώ στον τελικό αποδέκτη.
Δεν ήταν άλλος από τον συνεργάτη μου, Πέτρο Γωνιωτάκη. Την παρουσία του την έκρινα απαραίτητη για να προσδώσω μεγαλύτερη αληθοφάνεια στο ρόλο του «εργοδηγού» που δεν θα μπορούσε να ξέρει από αρχαιότητες και για λόγους ασφαλείας.
Η παρουσία του θα μπορούσε να αφαιρέσει κάθε εγκληματική σκέψη από το μυαλό τους αν υποψιάζονταν κάτι…
Ο βοσκός και η επιτύμβια στήλη
Ένα κυριακάτικο πρωινό εγώ κι ο συνεργάτης μου πήγαμε στα Μέγαρα με το αυτοκίνητό μου. Οι δύο συγγενείς μας ζήτησαν να αφήσουμε το αυτοκίνητο και να επιβιβαστούμε στην πίσω πλευρά ενός κλειστού βαν για να πάμε να μας δείξουν την επιτύμβια στήλη.
Όταν φτάσαμε, βγήκαμε έξω και βρεθήκαμε μπροστά σε μια στάνη κι έναν βοσκό με βιβλική φυσιογνωμία.
Μας ζήτησε να τον ακολουθήσουμε κι όλοι μαζί πήγαμε σε μια απόσταση περίπου 200 μέτρων όπου βρισκόταν μια μικρή σπηλιά.
Ο βοσκός παραμέρισε κάποια κλαδιά και το μεγάλο ζητούμενο της έρευνάς μου βρέθηκε μπροστά μας.
Ο συνεργάτης μου το πλησίασε, άρχισε να το ξύνει στο κάτω μέρος και να το επεξεργάζεται. Και ύστερα με σταθερή φωνή κι επιτηδευμένο ύφος γνωμάτευσε για την ιστορική και οικονομική του αξία.
Την επόμενη ημέρα πήγα στον διευθυντή του τμήματος Ασφαλείας Ομόνοιας. Λόγω της σοβαρότητας της υπόθεσης με συμβούλεψε να απευθυνθώ στο τμήμα Δίωξης Αρχαιοκαπηλίας της Ασφάλειας Αττικής. Συναντήθηκα με τον τότε Διοικητή και την επόμενη Κυριακή ήρθε η «μεγάλη μέρα».
Το καμουφλάζ της αστυνομίας
Κανονίστηκε ραντεβού σε παράδρομο της εθνικής οδού στις 11 το πρωί.
Οι ύποπτοι είχαν επιλέξει ένα μέρος που δεν είχε λόφους, δέντρα κλπ. Κι έτσι λόγω της μεγάλης ορατότητας θα μπορούσε κάποιος να ελέγξει εύκολα αν υπήρχε παρουσία άλλων ανθρώπων.
Με εξαιρετική δυσκολία έξι αστυνομικοί του Τμήματος Δίωξης Αρχαιοκαπηλίας μπόρεσαν να κρυφτούν σε κάποιους γύρω χώρους ώστε να μην γίνουν αντιληπτοί.
Εγώ κι ο συνεργάτης μου μαζί με τον διοικητή του Τμήματος φτάσαμε στην προκαθορισμένη ώρα στο ραντεβού και περιμέναμε μαζί με τους ακροβολισμένους αστυνομικούς τον θείο και το ανιψιό. Ο προϊστάμενος της Δίωξης θα εμφανιζόταν σαν φίλος μου που θα βοηθούσε στην μεταφορά της επιτύμβιας στήλης. Η ώρα όμως περνούσε και οι ύποπτοι αργούσαν.
Το σύνθημα για επέμβαση
Το γνωστό βαν του θείου και του ανιψιού φάνηκε στον παράδρομο. Κατέβηκαν, μας χαιρέτησαν άνοιξαν το βαν και μας έδειξαν την επιτύμβια στήλη. Αμέσως μετά μας ζήτησαν τα χρήματα .
Είχαμε όλοι συνεννοηθεί ότι μόλις έφτανε η στιγμή της παράδοσης των χρημάτων εγώ κι ο συνεργάτης μου θα κάναμε οτι φτιάχναμε με τα χέρια μας, τα μαλλιά μας.
Αυτό θα ήταν τον σύνθημα για να βγουν από τις κρυψώνες τους οι αστυνομικοί που καραδοκούσαν και να συλλάβουν τους δύο λαθρεμπόρους αρχαιοτήτων. Όμως, είτε λόγω απόστασης είτε λόγω σύγχυσης, δεν υπήρξε καμία αντίδραση.
Αρχίσαμε όλοι να χτενίζουμε μετά μανίας τα μαλλιά μας, μπροστά στους μάλλον έκπληκτους υπόπτους που έβλεπαν ξαφνικά τους συνομιλητές τους να τους έχει πιάσει κρίση… ναρκισσισμού!.
Ώσπου επιτέλους είδαμε τους αστυνομικούς να εφορμούν και να πιάνουν τους δύο υποψήφιους πωλητές της αρχαίας μαρμάρινης πλάκας. Ο ανιψιός δεν πρόβαλε καμιά αντίσταση, ο θείος όμως σαν αγρίμι προσπάθησε να ξεφύγει.
Ωστόσο, δεν πρόβαλε να διανύσει μερικά μέτρα και αμέσως τον έπιασε μια άλλη ομάδα αστυνομικών.