ΠΗΓΗ: Βασανιστήρια, το έπος της ανθρώπινης κτηνωδίας, Μάικλ Κέριγκαν, εκδόσεις Γνώση
Ο Σερ Λέοναρντ Σκέφινγκτον, διοικητής του Πύργου του Λονδίνου κατά την εποχή του Ερρίκου Η’, θεωρείται ο εφευρέτης αυτής της συσκευής βασανισμού. Το όνομά της οφείλεται στην ομοιότητα της λέξης scavenger, που τότε σήμαινε σκουπιδιάρης, με το όνομα του εφευρέτη της. Η συσκευή συμπίεζε το σώμα. Ήταν στην ουσία ένα αρθρωτό σιδερένιο στεφάνι, μέσα στο οποίο στριμωχνόταν το θύμα με τα χέρια δεμένα στην πλάτη του.
Το σύστημα μπορούσε να μετακινηθεί με το σφίξιμο μιας βίδας.
Ο ιστορικός του ιησουιτισμού Μάθιου Τάνερ το περιέγραψε:
«Η συσκευή κρατάει το σώμα με τριπλό τρόπο, έτσι ώστε οι γάμπες να πιέζονται προς τους μηρούς, οι μηροί προς την κοιλιά με δύο αντίστοιχες σιδερένιες αρπάγες και το σώμα του θύματος τσακίζεται απ’ την πίεση. Ολόκληρο το σώμα κάμπτεται κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να πετάγεται το αίμα απ’ τις άκρες των δαχτύλων των χεριών και των ποδιών, ενώ το στέρνο συνθλίβεται κι αρχίζει να ρέει αίμα απ’ το στόμα και τα ρουθούνια».
Η «κόρη του σκουπιδιάρη» ήταν ιδιαίτερα δημοφιλής στους βασανιστές, γιατί μπορούσε να μεταφερθεί πάρα πολύ εύκολα.
Η κρεμάστρα μπορεί να αποτελούσε το κατ’ εξοχήν όργανο βασανισμού σε μέρη όπως ο Πύργος του Λονδίνου, αλλά ήταν αδύνατον λόγω του όγκου της να μεταφερθεί στις επαρχίες και να αξιοποιηθεί στο κυνήγι των αιρετικών και των προδοτών.
Η παγίδα του Σκέφινκτον, αντίθετα, μπορούσε να συνοδέψει τον βασανιστή στα πέρατα τα χώρας και μπορούσε εύκολα να διπλωθεί και να μεταφερθεί από δωμάτιο σε δωμάτιο.
Αυτή επίσης ήταν η μέθοδος που προτιμούσαν όσοι βασανιστές είχαν ιδιαίτερη «ευαισθησία» απέναντι στην αιδημοσύνη των θηλυκών θυμάτων τους: τα θύματά τους δεν ήταν απαραίτητο να γδύνονται για να υποστούν αυτό το μαρτύριο.
Υπήρχε ένα αντίστοιχο αρχαίο ινδικό βασανιστήριο, το «ανουντάλ», το οποίο είχε περίπου τα ίδια αποτελέσματα, αλλά βασιζόταν σ’ ένα σύστημα σκοινιών και κορδονιών.
Γράφει ο Τζορτζ Ράιλι το 1940 στο βιβλίο του, «Η Ιστορία των Βασανιστηρίων»:
«Η ουσία του ανουντάλ ήταν να υποχρεώσει το θύμα να παραμείνει για μεγάλο χρονικό διάστημα σε μια αφύσικη και συνεπώς επώδυνη θέση.
Μεγάλο ρόλο έπαιζε εδώ η επιδεξιότητα και η πείρα του δημίου.
Το κεφάλι του κρατούμενου τραβιόταν προς τα κάτω και δενόταν στα πόδια του ένα σκοινί ή μια λουρίδα που περνούσε πάνω απ’ το λαιμό και κάτω απ’ τα δάχτυλα. Ή μπορεί κάποιο πόδι να υψωνόταν, όσο έπαιρνε και να δενόταν στο λαιμό, αναγκάζοντας το θύμα να σταθεί όρθιο σ’ αυτή τη βασανιστική στάση.
Την έδεναν στα πόδια και τα χέρια του θύματος με τέτοιο τρόπο, ώστε να μην μπορούν να μετακινηθούν και να είναι στο όριο της εξάρθρωση. Σε άλλες περιπτώσεις, στερέωναν βαριές πέτρες στην πλάτη του θύματος, το οποίο πολλές φορές ήταν εντελώς γυμνό, με τις μυτερές άκρες τους να σκίζουν τη σάρκα.
Σε καθεμιά από αυτές τις εκδοχές, ο δήμιος καθόταν πολλές φορές επάνω στο σώμα του θύματος για να κάνει το βασανιστήριο πιο επώδυνο».
Η ανθρώπινη εφευρετικότητα στα χειρότερά της.
Αρχική φωτογραφία: alamy.com
ΠΗΓΗ: Βασανιστήρια, το έπος της ανθρώπινης κτηνωδίας, Μάικλ Κέριγκαν, εκδόσεις Γνώση