Στις 7 Αυγούστου 1970 ένας 17χρονος Αφροαμερικανός, ο Τζόναθαν Τζάκσον εισβάλει οπλισμένος σαν αστακός στην αίθουσα δικαστηρίου στην κομητεία Μάριν των ΗΠΑ και απαιτεί την απελευθέρωση ενός κρατουμένου από τη φυλακή Σαν Κουέντιν.
«Ως εδώ κύριοι, τώρα αποφασίζω εγώ», φωνάζει και ταυτόχρονα πετάει στους δύο μαύρους που κάθονταν στο εδώλιο τα όπλα που είχε μαζί του: περίστροφα, τουφέκι κι ένα κυνηγετικό όπλο που έκρυβε στο παλτό του.
Οι ένοπλοι παίρνουν ομήρους τον δικαστή, τον εισαγγελέα και τρεις από τους ενόρκους, ενώ αφήνουν ελεύθερη μια γυναίκα που τους είπε ότι ήταν άρρωστη.
Καθώς έφευγε με τους ομήρους και τους οπλισμένους κρατουμένους ο 17χρονος ζητούσε να αφεθούν ελεύθεροι οι «τρεις του Σολεντάντ» μέσα σε μισή ώρα. Ακολούθησε ανταλλαγή πυροβολισμών και ο Τζόναθαν Τζάκσον έπεσε νεκρός όπως κι ο δικαστής.
Ο 17χρονος νεαρός ήταν ο αδερφός του Τζορτζ Τζάκσον, μέλους των Μαύρων Πανθήρων κι ενός από τους «τρεις του Σολεντάντ» που η υπόθεσή τους συγκλόνισε την Αμερική στα τέλη της δεκαετίας του ΄60 και στις αρχές του ΄70.
Ποιος ήταν ο Τζορτζ Τζάκσον
To 1961 o Τζορτζ Τζάκσον, σε ηλικία 18 χρόνων καταδικάζεται για ληστεία σε βενζινάδικο, με λεία 70 δολάρια. Η ποινή του είναι κάθειρξη από έναν χρόνο έως ισόβια, δηλαδή η κράτησή του μπορούσε να παρατείνεται κατά βούληση.
Για την επόμενη δεκαετία ο Τζάκσον «σαπίζει» στα κελιά των πιο σκληρών φυλακών της Καλιφόρνιας.
Σαν Κουέντιν, Φόλσομ, Σολεντάντ. Τα 7,5 χρόνια τα περνάει στην απομόνωση όπου διαβάζει για τον Μάρξ, τον Λένιν, τον Τρότσκι, τον Μάο, τον Κάστρο και άλλους αριστερούς ηγέτες.
Απομονωμένος στο κελί του γράφει γράμματα, λιβελλογραφήματα κι ένα βιβλίο στο οποίο καταγγέλλει «τον αμερικανικό φασισμό και τον τρομοκρατικό πόλεμο που διεξάγουν τα «γουρούνια» κατά των επαναστατών».
Στα 28 του ο Τζάκσον και άλλο δύο μαύροι συγκρατούμενοί του ο 23χρονος Φλίτα Ντράμπο και ο 24χρονος Τζον Κλατσέτ κατηγορούνται για το φόνο ενός λευκού φρουρού.
Η δολοφονία έγινε ως αντίποινα για το θάνατο τριών μαύρων κρατούμενων στο προαύλιο της φυλακής από τα πυρά ενός άλλου σωφρονιστικού υπαλλήλου.
Οι αρχές των φυλακών κατηγόρησαν αμέσως τον Τζάκσον και τους συντρόφους του για τον θάνατο του φύλακα, όχι επειδή υπήρχαν αδιάσειστα στοιχεία που αποδείκνυαν την ενοχή τους, αλλά επειδή από την αρχή είχαν ταυτοποιηθεί ως «μαύροι στρατιώτες».
Μέσα σε μερικές εβδομάδες η υπόθεση άρχισε να παίρνει μεγάλες διαστάσεις. Ήταν η εποχή που η Αμερική συγκλονιζόταν από τις εξεγέρσεις των μαύρων σε περισσότερες από 100 πόλεις και το μαζικό κίνημα ενάντια στον πόλεμο του Βιετνάμ. Η υπόθεση έγινε πρωτοσέλιδο στις εφημερίδες λίγες ημέρες αφού ο Τζάκσον μεταφέρθηκε από τις φυλακές του Σολεντάντ στις φυλακές του Σαν Κουέντιν.
Ήταν τότε που ο αδερφός του εισέβαλε με όπλα στο δικαστήριο του Μάριν.
Οι «τρεις του Σολεντάντ», όπως έγιναν γνωστοί, αντιμετώπιζαν τη θανατική ποινή.
Το κατηγορητήριο κατέρρευσε αφού ο βασικός μάρτυρας κατηγορίας, επίσης κρατούμενος, ομολόγησε ενώπιον του δικαστή οτι είχε ψευδομαρτυρήσει προκειμένου να αφεθεί ελεύθερος.
Στις 21 Αυγούστου 1971 ο Τζορτζ Τζάκσον πέφτει νεκρός από τα πυρά φρουρού μέσα στις φυλακές του Σαν Κουέντιν σε μια υποτιθέμενη απόπειρα απόδρασης.
Οι άλλοι δύο κατηγορούμενοι αθωώθηκαν.
Το Soledad Brothers, μια συλλογή επιστολών του Τζάκσον από τη φυλακή που κυκλοφόρησε το 1970 θεωρείται κλασσικό βιβλίο της πολιτικής φιλοσοφίας και πούλησε πάνω από 400.000 αντίτυπα.
Το βιβλίο επανεκδόθηκε με πρόλογο του ανιψιού του Τζορτζ Τζάκσον, του Τζόναθαν Τζάκσον JR ο οποίος γεννήθηκε λίγους μήνες μετά τον θάνατο του πατέρα του κατά την απόπειρα ομηρίας στο δικαστήριο.
Διαβάστε επίσης: Η μεγαλύτερη σφαγή δούλων. Όταν οι μαύροι ήταν απλά φορτίο, που μπορούσαν οι λευκοί να πετάξουν στη θάλασσα