Αύγουστος 1981. Μετά από καταγγελίες ιδιωτών, οι αρχές εντόπισαν μέσα σε στάβλο ενός σπιτιού στην Κυψέλη Μεθάνων, μια εξαθλιωμένη γυμνή ηλικιωμένη γυναίκα.
Ήταν η Κωνσταντίνα Μαλτέζου Λάμπρου, που ζούσε στο σκοτάδι για 20 χρόνια.
Το σώμα της ήταν γεμάτο πληγές, τα μαλλιά της ήταν κουρεμένα κοντά και φορούσε μόνο ένα κουρέλι.
Η «φυλάκισή» της στο στάβλο την είχε μετατρέψει σε αγρίμι και στις πρώτες φωτογραφίες που την τράβηξαν, με δυσκολία ξεχώριζε κάποιος το φύλο της.
Ήταν μια ακόμη υπόθεση εγκλεισμού, όπως συνέβη με την Ελένη από το Κωσταλέξι, που συγκλόνισε το πανελλήνιο.
Η «Ιουλιέτα» των Μεθάνων
Η Κωνσταντίνα Μαλτέζου Λάμπρου έγινε γνωστή ως η «Ιουλιέτα των Μεθάνων», εξαιτίας μια ερωτικής ιστορίας που είχε στα νιάτα της με έναν νέο.
Οι δικοί της όμως δεν είπαν ποτέ το «ναι» και ο έρωτας τους, έμεινε ανεκπλήρωτος και έρμαιο στα πικρόχολα σχόλια της τοπικής κοινωνίας.
Η Λάμπρου τελικά κλέφτηκε με τον αγαπημένο της και επέστρεψε στα Μέθανα ως νύφη.
Τότε της κόλλησαν το παρατσούκλι «Ιουλιέτα» και αντιστοίχως «Ρωμαίος» στον άνδρα της.
Παρά το γεγονός ότι η σχέση των δύο νέων πέρασε από «χίλια κύματα» μέχρι να παντρευτούν, μετά από λίγο καιρό χώρισαν λόγω «ασυμφωνίας χαρακτήρων».
Η Λάμπρου επέστρεψε στο σπίτι της στην Κυψέλη Μεθάνων. Εκεί -όπως έγραφε ο Τύπος της εποχής- αντιμετώπισε εχθρική συμπεριφορά, από τις ανύπαντρες αδερφές της.
Από εκείνη τη στιγμή και μετά ήταν σκιά του εαυτού της.
«Μόνη της διάλεξε τη φυλακή της, μόνη της κλείστηκε στον στάβλο», δήλωναν στις εφημερίδες οι αδερφές της.
Το μυστικό που γνώριζαν όλοι
Οι ρεπόρτερ που έφτασαν στο χωριό διαπίστωσαν ότι, όλοι γνώριζαν την κατάσταση της απομονωμένης γυναίκας. Πολλοί είχαν επιχειρήσει να την προσεγγίσουν αλλά δεν τα κατάφερναν.
«Τους έκλειναν το δρόμο οι δύο αδερφές λέγοντας ότι δεν θα επιτρέψουν σε κανέναν να πλησιάσει γιατί φοβούνται μην τους κλέψουν τα λεφτά που έχουν συγκεντρώσει από τις συντάξεις του ΟΓΑ», δήλωνε κάτοικος της Κυψέλης.
Ο παπάς του χωριού έλεγε στους δημοσιογράφους: «οι τρεις αδερφές τρώγονταν σαν τα σκυλιά, από τότε που τις γνώρισα. Έχουν χάσει τα μυαλά τους. Θα μου πείτε γιατί δεν πήγα να δω την Κωνσταντίνα; Γιατί δεν μπορώ να συνεννοηθώ με τις αδερφές της».
Ωστόσο, κανένας δεν είχε καταγγείλει στις αρχές τον εγκλεισμό της Λάμπρου.
Όταν οι δημοσιογράφοι ρωτούσαν γιατί ήταν γυμνή η Κωνσταντίνα, η μια αδελφή απάντησε ότι «ήταν έτοιμη να κάνει μπάνιο».
Στην ερώτηση γιατί ήταν κλειδωμένη στο στάβλο η απάντηση ήταν και πάλι αφοπλιστική. «Την κλειδώναμε για να μη φύγει».
Για να δείξει μάλιστα ότι, δεν υπήρχε κανένα πρόβλημα με την εξαθλιωμένη Ιουλιέτα, προσπάθησε να συνομιλήσει μαζί της.
«Μιλάει πρώτη η Ελένη (αδερφή). Μοιρολογάει σαν νά’ χει να κάνει με νεκρό, αναθεματίζει την τύχη της, την αγαμία της, τη μοναξιά της.
Μετά τα βάζει με την Κωνσταντίνα που είναι όπως λέει παλαβή, δεν ξέρει τι της γίνεται και τη βαραίνει με την παρουσία της», έγραφαν οι εφημερίδες.
Η μια αδερφή μιλούσε δυνατά και στα αρβανίτικα στην Κωνσταντίνα. Ο διάλογος μεταξύ τους που δημοσιεύτηκε ήταν αποκαλυπτικός.
«Ντο μαρ νιρ θικ τσεπόνεμ», έλεγε η Ελένη στα αρβανίτικα που σημαίνει «θα πάρω ένα μαχαίρι να τρυπηθώ».
Και συνέχιζε: «Μίλα μωρή, μίλα. Ντο βέτε ντετ μπίτεμ, γκρου μωρή πις ούγιε», δηλαδή «θα πέσω στη θάλασσα να πνιγώ, σήκω μωρή να πιεις νερό»…
Όταν πήγε η αστυνομία για να διαπιστώσει τι συνέβη, ήταν σαν να μην είχε συμβεί τίποτα.
«Ανέκυψε κοινωνικό πρόβλημα, αλλά από πουθενά. Δεν προέκυψε θέμα ευθυνών.
Δεν βασανίστηκε η Κωνσταντίνα, ούτε περιορίστηκε από τις αδερφές της», δήλωσε στον Τύπο ο τοπικός διοικητής Χωροφυλακής.
Η Λάμπρου πάντως απομακρύνθηκε από τις αδερφές της και εστάλη αρχικά στον Πόρο και μετά στην Αθήνα για τη θεραπεία των πληγών, που συχνά επικάλυπτε με κοπριές για να γίνει καλά.