Υποστηρικτής της φιλογερμανικής κυβέρνησης του Βισύ και υπέρμαχος της εξορίας αλλά και της θανάτωσης των Εβραίων της Γαλλίας, ο εθνικιστής Ρομπέρ Μπραζιγιάκ υπήρξε άνθρωπος των γραμμάτων. Μετά την απελευθέρωση του Παρισιού καταδικάστηκε σε θάνατο με την κατηγορία συνεργασίας με τον εχθρό.

Για τους υποστηρικτές του υπήρξε ένας «ρομαντικός» και όχι στρατευμένος φασίστας. Με τα ακραία αντισημιτικά του σχόλια όμως σε περιοδικά που αρθρογραφούσε, συνέβαλλε κι αυτός στον ναζισμό κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.

Λογοτέχνης, συγγραφέας και δημοσιογράφος

Ο Ρομπέρ Μπραζιγιάκ γεννήθηκε στις 31 Μαρτίου 1909 στο Περπινιάν, πόλη κοντά στα Πυρηναία. Γόνος στρατιωτικής οικογένειας, έχασε τον πατέρα του σε μικρή ηλικία, όταν σκοτώθηκε το 1914 στο Μαρόκο κατά τη διάρκεια του πολέμου της Αλγερίας. Έζησε λίγα χρόνια στη μικρή πόλη και έπειτα μετακόμισε με τη μητέρα και την αδερφή του στο Παρίσι.
Σπούδασε στα καλύτερα σχολεία και κολέγια της γαλλικής πρωτεύουσας και έλαβε εξαιρετική εκπαίδευση. Φοιτητής στην περίφημη «Ecole Normal Superieure»,  ασχολήθηκε με τη λογοτεχνία και τη συγγραφή και μόλις στα 22 του χρόνια ήρθε σε επαφή με τον Σαρλ Μοράς, ηγέτη του εθνικοσοσιαλιστικού κινήματος «Action Francaise» δηλ. Γαλλική Δράση, αλλά και του ομώνυμου περιοδικού. Η γνωριμία αυτή υπήρξε καταλυτική στη διαμόρφωση της πολιτικής του ιδεολογίας.

«Ρομαντικός» φασίστας και ακραίος αντιδημοκράτης

Τη δεκαετία του 1930, ο Ρομπέρ θεωρούταν ήδη άνθρωπος των γραμμάτων. Εξέδωσε τα πρώτα του διηγήματα, αλλά εργάστηκε και ως κριτικός στο εθνικιστικό περιοδικό του Μοράς.

 

Σημαντικότερη χρονιά το 1935, όπου μαζί με τον κουνιάδο του, Μορίς Μπαρντές, δημοσίευσαν την «Ιστορία του Σινεμά», βιβλίο που θεωρείται το πρώτο σημαντικό έργο για την επιστημονική  μελέτη της έβδομης τέχνης. Εκείνη την εποχή γνωρίστηκε και με τον ιστορικό και εκδότη του περιοδικού  «Le Revue Universelle» Ζακ Μπενβίγ.
Αρθρογραφούσε σε τέσσερα περιοδικά. Δημοσίευε ρομαντικές νουβέλες και ανέλυε ταινίες μεγάλων κινηματογραφιστών της εποχής. Ο λόγος του ήταν καυστικός και αρκετά ειρωνικός. Παράλληλα, όμως εξέφραζε και τις ακραίες πολιτικές του απόψεις.
Στα άρθρα του τάχθηκε ενάντια των Εβραίων, των Δημοκρατών, των Κομμουνιστών και των μεταναστών.

Ειδικότερα για το δημοκρατικό πολίτευμα έγραψε πως  μοιάζει «με τις οσμές αρωματισμένης σαπίλας που ακόμα αποπνέει η ψυχορραγούσα παλιά πουτάνα, η βλογιοκομμένη παλιοβρώμα, που μυρίζει το πατσουλί και την κολπίτιδα, η δημοκρατία πάντα όρθια στο πεζοδρόμιό της. Είναι πάντα εκεί, η κακοασπρισμένη, πάντα εκεί, η ραγισμένη, η σπασμένη, στο κατώφλι της, περιτριγυρισμένη απ’ τους πελάτες και τους πρωτάρηδές της, εξίσου λυσασμένους με τους γέρους. Μετά τόση εξυπηρέτηση που τους έκανε, μετά από τόσα λαχεία που τους έφερε μέσα στις ζαντιέρες της, με τί καρδιά να την αφήσουν παρά τις βλεννοραγίες και τη σύφιλη


Ο Ρομπέρ Μπραζιγιάκ τουφεκίστηκε στις 6 Φεβρουαρίου 1945.

Η υποστήριξή του στη Ναζιστική Γερμανία φάνηκε ξεκάθαρα μετά τη νύχτα της 6ης Φεβρουαρίου 1934, όταν ακροδεξιές ομάδες συγκρούστηκαν με αριστερές στο Παρίσι. Παρόλο που θεωρούσε ότι οι Εβραίοι ήταν η καταστροφή του κόσμου, παράλληλα εξυμνούσε το έργο του Τσάρλι Τσάπλιν και του Μαρσέλ Προυστ, αλλά και του σοβιετικού Σέρκγεϊ  Αϊζεστάιν. Κέρδισε έτσι το παρατσούκλι του «ρομαντικού» φασίστα.

Αιχμάλωτος από τους Γερμανούς
«Η βλογιοκομμένη παλιοβρώμα, που μυρίζει το πατσουλί και την κολπίτιδα, η δημοκρατία πάντα όρθια στο πεζοδρόμιό της». Η αρθρογραφία του Ρομπέρ Μπραζιγιάκ κατά του δημοκρατικού πολιτεύματος τον οδήγησε στην αγκαλιά της Ναζιστικής Γερμανίας

Το 1936 έγινε αρχικά αρθρογράφος και στη συνέχεια αρχισυντάκτης της εφημερίδας «Je Suis Partout» (Είμαι Παντού).
Οι απόψεις του ήταν τόσο ακραίες, που μέχρι και ο εκδότης της εφημερίδας αναγκάστηκε να πουλήσει άρον άρον τα φύλλα της εφημερίδας, όταν ο Ρομπέρ εξαπέλυσε ένα τρομερό λίβελο εναντίον των Εβραίων.
Με την εισβολή της Γερμανίας στη Γαλλία, ο Μπραζιγιάκ, αν και ήταν αντίθετος με την είσοδο της Γαλλίας στον πόλεμο, πολέμησε στο μέτωπο και πιάστηκε αιχμάλωτος από τις γερμανικές ένοπλες δυνάμεις. Ένα χρόνο αργότερα αφέθηκε ελεύθερος, επέστρεψε στο Παρίσι και έγινε ο εκδότης της » Je Suis Partout».
Τότε ξεκίνησε να υποστηρίζει ανοιχτά τη φιλογερμανική Κυβέρνηση του Βισύ.
Σε όλη τη διάρκεια του Β Παγκοσμίου Πολέμου, ο Ρομπέρ συνέχισε την αντισημιτική αρθρογραφία και διαλαλούσε την εκτέλεση των Εβραίων από τους Γερμανούς.

Η δίκη και ο θάνατος του φασίστα διανοούμενου

Το τέλος του πολέμου βρήκε ηττημένη τη Γερμανία και τις συμμαχικές δυνάμεις. Η Γαλλία επιθυμούσε με κάθε τρόπο να αφήσει πίσω της το σκοτεινό παρελθόν και οποιαδήποτε σύνδεση με τη ναζιστική Γερμανία και άρχισε μαζικές εκτελέσεις όλων όσοι είχαν συνεργαστεί με τον εχθρό. Ο Ρομπέρ ήταν ένας από αυτούς.
Αρνήθηκε να φύγει έξω από τα σύνορα της χώρας του, για να σωθεί. Κρύφτηκε στη σοφίτα του σπιτιού ενός φίλου του, αλλά έξι μήνες αργότερα παραδόθηκε, καθώς οι γαλλικές αρχές είχαν συλλάβει τη μητέρα και την αδερφή του. Με την κατηγορία της προδοσίας, μεταφέρθηκε σε στρατόπεδο συγκέντρωσης, όπου και περίμενε τη δίκη του.
Η δίκη ξεκίνησε στις 15 Ιανουαρίου 1945. Σύμφωνα με το άρθρο 75 του Ποινικού Κώδικα της Γαλλίας, ο Ρομπέρ κατηγορήθηκε για «παροχή βοήθειας στον εχθρό».
Ο πρόεδρος δικαστηρίου επισήμανε τις ναζιστικές και αντισημιτικές ιδεολογίες του κατηγορουμένου και υπαινίχθηκε ότι ο Ρομπέρ ήταν ομοφυλόφιλος, όταν δήλωσε ότι ο Μπραζιγιάκ «κοιμήθηκε με τον εχθρό και ενέκρινε τη διείσδυσή του».
Το σχόλιο παρέπεμπε σε μια παραλλαγή που είχε γράψει ο ίδιος ο Μπραζιγιάκ  πως «η Γαλλία κοιμήθηκε με τη Γερμανία και θα το θυμάται με τρυφερότητα».
Ο πρόεδρος τον κατηγόρησε κυρίως για τα γραπτά του και όχι για πολιτική ή πολεμική συνεργασία με τους Γερμανούς. Η ετυμηγορία του δικαστηρίου βγήκε σε 25 λεπτά και ήταν θάνατος δια τυφεκισμού. Ο Μπραζιγιάκ απευθύνθηκε στον Πρόεδρο και του απάντησε: «είναι τιμή μου. Δεν μετανιώνω για τίποτα».

Πολλοί διανοούμενοι, μεταξύ των ο οποίων ο Άλμπερτ Καμί κι ο Πολ Βάλερυ αντέδρασαν με την απόφαση, που την βρήκαν πολύ σκληρή.
Ο Γάλλος πρόεδρος, Σαελ Ντε Γκολ ωστόσο έγραψε πως «η  τέχνη δεν μπορεί να εξιλεώσει τα εγκλήματα. Στη λογοτεχνία όπως και σε όλα, το ταλέντο προσδίδει ευθύνη».
Την προηγούμενη της εκτέλεσής του, ο Ρομπέρ Μπραζιγιάκ έγραψε το τελευταίο του ποίημα και είπε ότι «λένε πως τον θάνατο, όπως και τον ήλιο δεν μπορεί κανείς να τους αντικρίσει κατάματα. Εν τούτοις προσπάθησα».

Τουφεκίστηκε στις 6 Φεβρουαρίου 1945. Δεμένος σε έναν πάσσαλο, αρνήθηκε να του δέσουν τα μάτια και πριν πεθάνει ξεστόμισε: «Ζήτω η Γαλλία».

ΣΤΗΝ ΙΔΙΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Please enter your comment!
Please enter your name here