Η δράση των αδερφών Ανδρέα και Κούλας Χριστοφιλέα και της συμμορίας τους, σπείρα «Ροκαμβόλ», τα τελευταία χρόνια της δεκαετίας του 1920, ίσως να μην εντυπωσιάζει σήμερα.
Εκείνη την περίοδο, όμως, η σπείρα αποτέλεσε για μεγάλο χρονικό διάστημα το φόβητρο για του κατοίκους της Αθήνας και των γύρω περιοχών, αλλά και τον μεγαλύτερο πονοκέφαλο των διωκτικών αρχών της πρωτεύουσας.
Τα δύο αδέρφια χαρακτηρίστηκαν από τον Τύπο και καταγράφηκαν στην εγχώρια εγκληματολογική ιστορία ως οι Έλληνες Μπόνι και Κλάϊντ.
Ροκαμβόλ, απειλές και ληστείες
Το 1926 ο Ανδρέας Χτιστοφιλέας άρχισε να στέλνει με την υπογραφή Ροκαμβόλ (το όνομα ήρωα αστυνομικών μυθιστορημάτων περιπέτειας του Γάλλου, Ponson du Terrail), εκβιαστικές επιστολές προς διάφορους παραλήπτες, απαιτώντας από αυτούς χρήματα.
Λίγους μήνες αργότερα, με τον παλιό οικογενειακό γνώριμο Θανάση Ντούνη και την ερωμένη του δεύτερου, Άννα, οργάνωσαν ένα καινούριο σχέδιο. Η Άννα και η Κούλα, θα εμφανίζονταν σε διάφορα σπίτια ως υπηρέτριες, χρησιμοποιώντας ψεύτικα ονόματα και μετά από λίγο καιρό, όταν πια θα είχαν αποκτήσει την εμπιστοσύνη της οικογένειας, έκλεβαν από τα σπίτια χρήματα και τιμαλφή και εξαφανίζονταν.
Όμως, το σχέδιο αυτό δεν ικανοποιούσε απολύτως τις φιλοδοξίες του Ανδρέα. «Θα ηχμαλώτιζα τον Γιαννέτσο και με το αυτοκίνητο θα τον μετέφερα μακριά. Από κει θα έστελνα γράμματα στη γυναίκα του κι θα της ζητούσα χρήματα», εξομολογήθηκε αργότερα ο ίδιος.
Ο κ. Γιαννέτσος ήταν ένας πλούσιος επιχειρηματίας που διατηρούσε βουστάσια στην περιοχή των Αμπελοκήπων.
Με τα χρήματα που θα αποκόμιζε από την απαγωγή του επιχειρηματία, ο Ανδρέας «είχε σκοπόν να αγοράση ένα αυτοκίνητον [..] και να ληστεύη τους επιβάτας του διευθύνων ο ίδιος τούτο και εργαζόμενος εις την πιάτσαν. Επίσης […] είχε σκοπόν να διαπράττει με τη συμμορίαν του ληστείας, σταματών εις τους δρόμους εκτός των Αθηνών τα διερχόμενα αυτοκίνητα«. (εφ. Πρωΐα, 1 Νοεμβρίου 1929).
Έτσι, καθώς οι κλοπές σε διάφορα σπίτια συνεχίζονταν, άρχισαν να οργανώνονται και επιθέσεις σε βάρος οδηγών αυτοκινήτων, οι οποίες είχαν σκοπό να εξασφαλίσουν αυτοκίνητο στα μεγαλεπήβολα σχέδια του Ανδρέα.
Η δολοφονία του οδηγού
Το βράδυ της 11ης Ιουλίου 1929, ο Ανδρέας, η Κούλα και ο Φώτης Αναγνωστόπουλος, ο οποίος εμφανιζόταν ως εραστής της της δεύτερης, επιβιβάστηκαν στο ταξί του 23χρονου Σταμάτη Τσάγκα για να τους μεταφέρει σε κάποιο παραλιακό κέντρο στην περιοχή της Βούλας. Όταν έφτασαν στην παραλία, ο Ανδρέας διέταξε τον Τσάγκα να βγει από το αυτοκίνητο και να απομακρυνθεί, αφήνοντας το αυτοκίνητο σε αυτούς.
Ο οδηγός αντέδρασε και προσπάθησε να αμυνθεί βγάζοντας ένα μικρό περίστροφο που είχε μαζί του, όμως ο Ανδρέας πρόλαβε να τον πυροβολήσει πρώτος. Μαζί με τον Αναγνωστόπουλο έβγαλαν το πτώμα από το αυτοκίνητο και το έσυραν ως τη θάλασσα. Φοβήθηκαν, ωστόσο, ότι θα γινόντουσαν αντιληπτοί από τους θαμώνες του κέντρου και το άφησαν στην ακροθαλασσιά, αφαιρώντας προηγουμένως το όπλο του θύματος και 17.000 δραχμές.
Στη συνέχεια, πήραν με το αυτοκίνητο τον δρόμο προς το Χαρβάτι (Παλλήνη), όπου το εγκατέλειψαν όταν τελείωσε η βενζίνη.
Μετά από αυτή την επίθεση, η φήμη τους μεγάλωσε. Με βάση τις καταθέσεις μαρτύρων στη δολοφονία του Τσάγκα, η Κούλα περιγραφόταν στο ρεπορτάζ ως μια «νέα γυναίκα που σκοτώνει».
Περίπου τρεις μήνες αργότερα, η ομάδα Χριστοφιλέα πραγματοποίησε το τελευταίο της χτύπημα.
Το απόγευμα της 20ης Οκτωβρίου, ο Ανδρέας, η Ντούνης και η Κούλα επιβιβάστηκαν σε ένα ταξί επί τς οδού Ακαδημίας και ζήτησαν από τον οδηγό, κ. Νικηταρά να τους μεταφέρει στην περιοχή του Αγίου Ανδρέα.
Λίγο πριν το αυτοκίνητο φτάσει στον προορισμό του, ο Ντούνης χτύπησε με ένα λοστό τον ανυποψίαστο οδηγό, με αποτέλεσμα αυτός να χάσει τις αισθήσεις του, το αυτοκίνητο να παρεκκλίνει από την πορεία του, να πέσει σε ένα χαντάκι και να σταματήσει σε ένα δέντρο.
Από το τράνταγμα, ο Νικηταράς συνήλθε αμέσως και είδε την Κούλα να τον σημαδεύει με ένα περίστροφο, το οποίο όμως έπαθε αφλογιστία και δεν εκπυρσοκρότησε.
Έτσι, ο Νικηταράς βρήκε την ευκαιρία να βγει από το αυτοκίνητο και να απομακρυνθεί τρέχοντας. Οι δράστες επιχείρησαν να τον πυροβολήσουν από απόσταση, αλλά ο οδηγός είχε προλάβει να χαθεί στο σκοτάδι.
Η σύλληψη και οι τραγικές αποκαλύψεις
Η ομάδα Χριστοφιλέα εξαρθρώθηκε εντελώς τυχαία, έντεκα μέρες μετά από αυτήν την επίθεση. Τα ξημερώματα της 23ης Οκτωβρίου, η συγκάτοικος των αδελφών Χριστοφιλέα, Μασουρίδου, η οποία φερόταν να είναι η ερωμένη του πατέρα Χριστοφιλέα, άκουσε την Κούλα να παραληρεί στον ύπνο της. Έντρομη την ξύπνησε και τη ρώτησε τι συμβαίνει.
Αυτή, «αφού εκύτταξε και είδε πως δεν ήταν κανένας έξω από σπίτι, μου είπεν ότι αυτοί εσκότωσαν τον Τσάγκα εις τη Βούλα, ότι ο Ανδρέας ήταν ο νέος με τις «κολλαρίνες» και αυτή, η γυναίκα με το κόκκινο καπέλο, που γράφανε οι εφημερίδες» (κατάθεση Π. Μασουρίδου στο Κακουργιοδικείο Πειραιά, 14 Μαΐου 1931).
Η Μασουρίδου φοβήθηκε πως μετά από αυτές τις αποκαλύψεις κινδύνευσε η ζωή της και προσέτρεξε στην αστυνομία για να αναφέρει όσα είχε μάθει. Αμέσως, αστυνομικά όργανα κινητοποιήθηκαν, αλλά ο Ανδρέας και η Κούλα είχαν εξαφανιστεί.
Τα μέλη της συμμορίας συνελήφθησαν λίγες μέρες αργότερα, όταν η Κούλα πιάστηκε επ’ αυτοφόρω με κλεμμένα κοσμήματα. Μεταφέρθηκε στο τμήμα και ομολόγησε τα πάντα.
Η αποκάλυψη των ποικίλων πτυχών της δράσης της ομάδας Χριστοφιλέα δημιούργησε ζωηρή εντύπωση στην «αθώα» ακόμη ελληνική, κυρίως αθηναϊκή κοινωνία.
Ωστόσο, ακόμη μεγαλύτερη αίσθηση προκάλεσαν ορισμένες πληροφορίες που είδαν το φως της δημοσιότητας, σύμφωνα με τις οποίες, ο Ανδρέας και η Κούλα είχαν παλιότερα κακοποιηθεί σεξουαλικώς από τον πατέρα τους, ενώ είχαν υπάρξει και εραστές!
Τα σχετικά δημοσιεύματα δεν προσκόμιζαν κανένα ουσιαστικό στοιχείο γι΄ αυτό, ωστόσο τόνιζαν πως αν και είχαν μεγαλώσει χωριστά, η φήμη τους στον χώρο του υποκόσμου τούς έκανε να θαυμάζουν ο ένας τον άλλον.
Ενδεικτικό είναι το σχετικό απόσπασμα δημοσιεύματος από την εφημερίδα Εμπρός της 1ης Νοεμβρίου 1929, όπου αναφέρονται, μεταξύ άλλων, τα εξής:
«Ο πατήρ Χριστοφιλέας, έκδοτος και έκφυλος από νεαράς ηλκίας, έχει τη φήμη απαίσιου ανθρώπου, χασισεμπόρου, χασισοπότου, παιδεραστού και εκμεταλλευτού γυναικών κι αποτελεί σπάνιαν εγκληματικήν φύσιν. Του αυτού ακριβώς φυράματος είναι και τα δυο του παιδιά Ανδρέας και Κούλα. Το ηθικόν ξεχαρβάλωμα της οικογενείας αυτής είναι τοιούτον, ώστε μετά φρίκης αναγράφον την πληροφορίαν ότι ο πατέρας είχεν αθεμίτους σχέσεις με την 17έτιδα κόρην του Κούλαν και με τον 24ετή υιόν του Ανδρέα, ο δε Ανδρέας είχε αθεμίτους σχέσεις μετά την αδελφής του Κούλας […]».
Η Κούλα γίνεται τραγούδι
Στις αρχές Νοεμβρίου του 1929 στην ειδησεογραφία των ελληνικών εφημερίδων κυριαρχούσαν δύο θέματα: η σύλληψη της συμμορίας Χριστοφιλέα και η μεγάλη κρίση στο Χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης.
Ταυτόχρονα, ο Τύπος είχε ήδη αρχίσει να παραλληλίζει τη δράση της ομάδας με αυτή των φημισμένων, εκείνη την εποχή, αμερικανών κακοποιών Μπόνι Πάρκερ και Κλάιντ Μπάροου.
Το ζωηρό ενδιαφέρον του κοινού έσπευσε να εκμεταλλευτεί ο μικρασιάτης Κώστας Μισαηλίδης, ο οποίος σχεδόν αμέσως κυκλοφόρησε το τραγούδι «Η Κούλα».
Οι στίχοι του τραγουδιού που έγινε ιδιαίτερα δημοφιλές εκείνη την εποχή, είναι οι εξής:
«Μες στον γυαλί τον καφενέ, που γίναμε χαρμάνι
την Κουλα πρωτογνώρισα και μου ΄στειλε φιρμάι.
Αν θέλω στην καρδούλα της εγώ να είμαι μόνο,
πρέπει να γίνω Ρακομπόλ, νταής και δολοφόνος.Άντε, ρε Κούλα, για το χατίρι σου ό,τι θες γίνομαι.
Βρε Κούλα, δολοφόνισσα με τα γλυκά σου μάτια,
τράβηξε το μαχαίρι ου και κάνε με κομμάτια.Αλλά αβάντα μην με χτυπήσεις στην καρδιά.
Τι ήθελα και σε γνώρισα και ε έφαγε η μαρμάγκα,
θα με σκοτώσεις τζάνικα, σαν τον σωφέρ τον μάγκα.
Οχ, ρε μάνα, και θα με φάει η Κούλα.Άκου, ρε Κούλα χασικλού, αμ΄δε θα κάτσω μάκια,
κάτσε κοντά μου γρήγορα και δωσ΄μου δυο φιλάκια.
Για τράβα το πιστόλι σου και ρίξε μου δυο σφαίρες
και θάψε με μες στις ροδιές και κόψε μου τις βέρες.Γεια σας παρέα, γεια σας».
Η δίκη της ομάδας Χριστοφιλέα πραγματοποιήθηκε από τις 13 έως 16 Μαΐου 1931 στην αίθουσα του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου Πειραιά, η οποία «ήτο πλήρης κόσμου», ενώ «ισχυρά δύναμις αστυνομικών επέβλεπεν την τήρησιν της τάξεως».
Είναι χαρακτηριστικό ότι οι κατηγορούμενοι μεταφέρονταν από τις φυλακές της Αθήνας, όπου κρατούνταν, στο δικαστικό μέγαρο με τον ηλεκτρικό σιδηρόδρομο!
Ο Ανδρέας και η Κούλα Χριστοφιλέα, καθώς επίσης και ο Ντούνης, καταδικάστηκαν στην ποινή των δις ισοβίων δεσμών για τη ληστεία μετά φόνου του Τσάγκα και την απόπειρα φόνου μετά ληστείας του Νικηταρά. Ο Αναγνωστόπουλος δεν είχε γίνει δυνατό να εντοπιστεί λόγω περιορισμένων στοιχείων και επομένως δε στοιχειοθετήθηκε κατηγορία σε βάρος του.
Η Κούλα, ωστόσο αποφυλακίστηκε από τις φυλακές Αβέρωφ, στις 13 Αυγούστου 1941, όταν το Συμβούλιο Χαρίτων έκανε δεχτή την αίτησή της. Η Κούλα αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα όρασης και βγήκε από τις φυλακές νύχτα, για να αποφύγει τους δημοσιογράφους.
Η τύχη του Ανδρέα Χριστοφιλέα, που είχε μεταφερθεί τις φυλακές των Χανίων δεν είναι γνωστή. Υπήρχε μόνο η πληροφορία, ότι κατά τη Μάχη της Κρήτης, ήταν ένας από τους κρατούμενους των φυλακών που απέδρασαν. Ωστόσο, αυτό δεν διασταυρώθηκε ποτέ.