του Στέφανου Μίλεση, από το Πειραιόραμα
Κάθε χρόνο στις 11 Ιανουαρίου στο κοιμητήριο της Ανάστασης, ο Δήμος Πειραιώς, τελεί μνημόσυνο υπέρ αναπαύσεως των θυμάτων του «συμμαχικού», όπως αποκαλείται, βομβαρδισμού του 1944. Πολλά έχουν γραφεί και συνεχίζουν να γράφονται σχετικά με τον βομβαρδισμό και τις απώλειες που προκάλεσε.
Σε κάθε περίπτωση ο συνολικός αριθμός των νεκρών δεν είναι αυτός, που σήμερα αποδίδεται και που αναφέρεται στις εκδηλώσεις μνήμης. Κι αυτό διότι τις ημέρες που ακολούθησαν του βομβαρδισμού τα πτώματα που ανασύρονταν, πολλαπλασίαζαν τον αριθμό της αρχικής καταμέτρησης. Ενώ ακόμα και ένα μηνά μετά, συνέχιζαν να υποκύπτουν κάποιοι από τους περίπου 3.500 τραυματίες που είχαν διακομιστεί σε διάφορα δημόσια και ιδιωτικά νοσοκομεία Πειραιώς και Αθηνών. Υπολογίζεται ότι μόνο από τον αριθμό αυτό των 3.500 τραυματιών, υπέκυψαν περισσότεροι από το 30 τοις εκατό, αριθμός που αναλογεί σε ακόμη 1.050 νεκρούς!
Είναι αναμφισβήτητο γεγονός ότι οι πρώτες αναφορές που συνετάχθησαν από την επομένη κιόλας ημέρα, αδυνατούσαν να καταγράψουν το σύνολο της καταστροφής. Είτε παραποιούσαν τους αριθμούς εξαιτίας του πανικού προς τα πάνω, είτε κυρίως δεν υπολόγιζαν τους 3.500 τραυματίες που πάνω στον πανικό διακομίστηκαν χωρίς να καταγραφούν οπουδήποτε. Όταν στη συνέχεια μετά από καιρό οι τραυματίες υπέκυπταν στα τραύματά τους, καταγράφονταν ως απώλειες πολέμου, όχι όμως ως νεκροί του «συμμαχικού» βομβαρδισμού. Επίσης θάβονταν στα κοιμητήρια των νοσοκομείων που άφηναν την τελευταία τους πνοή και όχι στο κοιμητήριο της «Ανάστασης». Αυτό και μόνο το γεγονός δίνει τον λανθασμένο αριθμό των 492 θυμάτων, αφού τόσοι εμφανίζονται ως νεκροί του βομβαρδισμού, στο κοιμητήριο της «Ανάστασης».
Για να γίνει αντιληπτό πόσο λάθος είναι ο υπολογισμός των νεκρών, είναι αρκετό να αναφερθεί ότι μέχρι τα μεσάνυχτα της 12ης Ιανουαρίου είχαν ανασυρθεί από τα ερείπια τόσοι νεκροί, που τα πτώματα προχείρως απλωμένα στους δρόμους της πόλης ξεπερνούσαν τα χίλια!
Σε αυτούς ουδέποτε υπολογίστηκαν άλλοι 500 που νοσηλεύονταν σε ιδιαίτερα κρίσιμη κατάσταση στα νοσοκομεία του Πειραιά και στου Σαπόρτα, ενώ άλλοι 258 καταγράφηκαν ως βαριά τραυματισμένοι σε διάφορα νοσοκομεία των Αθηνών.
Επίσης παρέμεινε άγνωστος ο αριθμός των εισαχθέντων σε ιδιωτικές κλινικές και των δύο πόλεων που με πρόχειρους υπολογισμούς προσέγγιζε τους δύο χιλιάδες!
Τότε οι κλινικές ήταν πολλές και στον Πειραιά και στην Αθήνα, περισσότερες από ότι είναι σήμερα.
Συνεπώς ο αριθμός των νεκρών που μεταγενέστερα άφησαν την τελευταία τους πνοή προερχόμενοι από την τεράστια δεξαμενή των 3.500 τραυματιών, ουδέποτε καταμετρήθηκε.
Στις 13 Ιανουαρίου, έγινε στο Νεκροταφείο Αναστάσεως η πρώτη κηδεία των φονευθέντων Πειραιωτών. Δεν θα ήταν μόνο αυτή, αφού το επόμενο διάστημα καθημερινά θα τελούνται όμοιες κηδείες.
Και όχι μόνο στο κοιμητήριο της Ανάστασης όπως πολλοί μέχρι σήμερα πιστεύουν. Αλλά σε όλα τα κοιμητήρια του λεκανοπεδίου της Αττικής!
Οι διακομισθέντες τραυματίες στα διάφορα νοσοκομεία εκτός Πειραιά, όταν στη συνέχεια έχαναν τη μάχη της ζωής, θάβονταν στα κοιμητήρια της περιφέρειας των νοσοκομείων, πολλές φορές χωρίς κάποιος να γνωρίζει τα στοιχεία τους. Αυτό στη συνέχεια έκανε τον υπολογισμό των θυμάτων σχεδόν αδύνατο. Σε κάθε κηδεία στο κοιμητήριο της «Ανάστασης» διαδραματίζονται τραγικές στιγμές, καθώς χιλιάδες ήταν οι συγγενείς των νεκρών που είχαν προσέλθει για να τους θρηνήσουν.
Εκτός όμως από αυτούς, μια άλλη συγκέντρωση ακόμα μεγαλύτερη είχε σχηματιστεί ώρες πριν την έναρξη της νεκρώσιμης ακολουθίας. Ήταν χιλιάδες άλλοι που αναζητούσαν ανάμεσα στους νεκρούς, τους δικούς τους συγγενείς, που από την ώρα του βομβαρδισμού και μετά αγνοούσαν τη τύχη τους.
Τα πτώματα των θυμάτων ήταν αραδιασμένα σε ολόκληρες σειρές σχηματίζοντας μακρούς διαδρόμους ανάμεσά τους.
Σε αυτές τις οδούς της θλίψης περπατούσε με αγωνία ο κόσμος ελπίζοντας να μην αναγνωρίσει κάποιον δικό τους αγνοούμενο. Ξαφνικά ακούγονταν φωνές αδελφών, παιδιών, γονιών γεμάτες τρόμο όταν αναγνώριζαν προσφιλή τους πρόσωπα.
Ενώ αυτοί που ολοκλήρωναν τη διαδρομή των μονοπατιών του τρόμου, έπαιρναν τον δρόμο για τα σπίτια τους, γεμάτοι από ελπίδα, ότι οι δικοί τους ίσως να ζουν και να βρίσκονται σε κάποιο νοσοκομείο ή φιλοξενούμενοι κάπου μακριά και να μην μπορούν ακόμη, για κάποιο άγνωστο λόγο, να τους στείλουν ένα μήνυμα της σωτηρίας τους.
Άλλοι πάλι διαισθάνονταν, σχεδόν το γνώριζαν, ότι αργά ή γρήγορα θα μάθουν για τους δικούς τους τα άσχημα μαντάτα αφού τα πτώματα συνέχιζαν να ανασύρονται από τα ερείπια.
Μέχρι τις 13 Ιανουαρίου ο αριθμός των πτωμάτων και των θυμάτων ήταν πάλι ανεξακρίβωτος, ωστόσο ο αριθμός τους υπερέβαινε τους χίλιους. Ελάχιστα τα ονόματα των τραυματιών που έχουν ανακοινωθεί. Κι αυτό καθώς μόνο εκατό τραυματίες από τους συνολικά 3.500 διακομίστηκαν σε νοσοκομεία με οχήματα δημόσιων αρχών, που στο σύνολό τους τότε έφταναν τα δεκαπέντε. Μόνο όσοι διακομίζονταν σε κρατικά νοσοκομεία με αυτά τα 15 νοσοκομειακά οχήματα καταγράφονταν.
Πώς να βρεθούν άλλωστε περισσότερα οχήματα σε μια χώρα που δεν είχε κρατική οντότητα; Οι περισσότεροι τραυματίες φορτώθηκαν σε καρότσια και διακομίστηκαν όπου μπορεί να φανταστεί κανείς. Πολλοί πήγαν στους σταθμούς Α’ Βοηθειών, ενώ άλλοι επέστρεψαν σε άσχημη κατάσταση στα σπίτια τους. Εξήντα τραυματίες στο νοσοκομείο του Ερυθρού Σταυρού και μερικοί άλλοι στον Ευαγγελισμό και στο Λαϊκό.
Τις επόμενες ημέρες οι εφημερίδες θα γεμίσουν με αγγελίες όπως:
Κατά τον βομβαρδισμό της 11-1-1944 εξηφανίσθησαν οι Β.Η. και Ν.Μ… (ακολουθούσε περιγραφή ρούχων). Όποιος μας υποδείξει που ευρίσκονται δια την ανεύρεση των πτωμάτων τους ή το μέρος που κατέφυγαν αμειφθήσεται με δραχμάς 4 εκατομμυρίων» ή «Παρακαλείται ο γνωρίζων τι περί της τύχης του οκταετούς Ν.Τ. επιβάτη του τροχιοδρόμου που την ώρα εκείνη… θα κάνουν πράξη θεάρεστο.
Ωστόσο, οι περισσότεροι από τους μισούς κατοίκους του Πειραιά, είχαν αναχωρήσει εκτός πόλης είτε διότι το σπίτι τους είχε καταστραφεί, είτε λόγω φόβου. Σε πολλές περιπτώσεις εκείνοι που αναχωρούσαν, άφηναν πίσω τους πεθαμένα οικεία πρόσωπα χωρίς να έχουν διάθεση να κάνουν τις απαραίτητες ενέργειες δήλωσης, όχι μόνο για να μην επιστρέψουν το δελτίο συσσιτίου τους, αλλά και από το φόβο νέου βομβαρδισμού.
Σε κάθε περίπτωση οι Πειραιώτες που αναχώρησαν ήταν αυτοί που διέθεταν την οικονομική δυνατότητα να νοικιάσουν ένα σπίτι αλλού, σε ένα μέρος που θα τους παρείχε μεγαλύτερη ασφάλεια. Τότε ήταν που ο αστικός πληθυσμός του Πειραιά έφυγε δια παντός και ουδέποτε επέστρεψε. Στον Πειραιά από το 1944 και ύστερα, θα παραμείνει μόνο ο εργατικός πληθυσμός της πόλης, εγκλωβισμένος χωρίς να έχει τη δυνατότητα μετεγκατάστασης.
Εις ένδειξη πένθους τις μέρες μετά τον βομβαρδισμό τα αθηναϊκά θέατρα έμειναν κλειστά, ενώ οι Άννα και Μαρία Καλουτά, Ορέστης Μακρής και Αλέκος Σακελλάριος που αποτελούσαν το θίασο του θεάτρου της «Κυβέλης», εξέδωσαν ανακοίνωση με την οποία έκαναν γνωστό ότι οι εισπράξεις μιας έκτακτης παράστασης της «Μαμζέλ Νιτούς», θα προορίζονταν εξ’ ολοκλήρου για τους κατεστραμμένους Πειραιώτες. Ακόμα και ο Παναθηναϊκός ανακοίνωνε ότι θα έδινε στο γήπεδό του ποδοσφαιρικό αγώνα με τον Άτλαντα Θυμαρακίων οι εισπράξεις του οποίου θα διατίθονταν υπέρ των βομβοπλήκτων Πειραιωτών.
Σαν να μην έφτανε η συμφορά που έπληξε τον Πειραιά, στις 14 Ιανουαρίου ένας χιονιάς πλάκωσε άγριος, που ξεκίνησε το πρωί με χιονόνερο και τελείωσε το βράδυ με θανατερά παγωμένη ξαστεριά. Η 14η Ιανουαρίου υπήρξε η πλέον παγερή ημέρα του 1944 και σε αρκετές περιοχές του λεκανοπεδίου έπεσε χιόνι. Στις 15 Ιανουαρίου πολλά σχολεία της πόλης δεν λειτούργησαν καθώς είχαν επιταχθεί για την εγκατάσταση βομβοπλήκτων Πειραιωτών.
Στις 17 Ιανουαρίου το χιόνι έπεφτε παντού σε όλες τις συνοικίες, σε όλες τις γειτονιές. Οι δρόμοι όπως και οι στέγες των σπιτιών ήταν στα λευκά, αλλά και οι λόφοι και τα βουνά του ορίζοντα όπως διακρίνονταν από τον Πειραιά ήταν λευκά. Μόνο τα παιδιά των σπιτιών που είχαν βγει ακέραια από αυτή την συμφορά, βγήκαν στους δρόμους να παίξουν λίγο με το χιόνι. Αντιθέτως όλοι οι υπόλοιποι, μόλις ξημέρωσε, υποδέχθηκαν τη μέρα με την ίδια σχεδόν κουβένταΑ «Αυτό τώρα μας έλειπε».