Το χρώμα που έχουν οι φωτεινοί σηματοδότες το οφείλουν στη βιομηχανία των βρετανικών σιδηροδρόμων, το 1830.
Εκείνα τα χρόνια, οι σιδηροδρομικές εταιρίες δημιούργησαν το δικό τους σύστημα φωτισμού για να ειδοποιούν τους μηχανικούς πότε να σταματήσουν ή να προχωρήσουν, καθώς διαφορετικά χρώματα συμβόλιζαν διαφορετικές εντολές.
Έτσι, το κόκκινο επιλέχτηκε για να σταματάνε, με το σκεπτικό ότι για αιώνες το χρησιμοποιούσαν οι άνθρωποι για να σημάνουν κίνδυνο.
Όσο περίεργο και αν μας φαίνεται σήμερα, αρχικά είχαν επιλέξει το λευκό χρώμα για τη συνέχιση της πορείας και το πράσινο για την προειδοποίηση (όπως είναι σήμερα το κίτρινο).
Ωστόσο, το λευκό χρώμα προκάλεσε πολλά προβλήματα.
Tο 1914, έπεσε ένας κόκκινος φακός από το στύλο. Πίσω του υπήρχε ο λευκός φακός που ξεγέλασε το διερχόμενο τρένο το οποίο συνέχισε την πορεία του ανενόχλητο και συγκρούστηκε με ένα άλλο διερχόμενο.
Ανάλογα συμβάντα είχαν ως αποτέλεσμα να αλλάξουν οι συμβολισμοί των χρωμάτων.
Πλέον το πράσινο φως σηματοδοτούσε την «κίνηση», το κίτρινο την «προσοχή» και το κόκκινο τη στάση.
Τρεις δεκαετίες μετά, το σύστημα φωτεινής σηματοδότησης πέρασε στο οδικό δίκτυο.
Το 1865, το Λονδίνο αντιμετώπιζε ήδη κυκλοφοριακό πρόβλημα, με τις άμαξες και τα άλογα που κατέκλυζαν τους δρόμους!
Ο Τζον Πικ Νάιτ, μηχανικός στο βρετανικό σιδηροδρομικό δίκτυο, πρότεινε το σύστημα σηματοδότησης των τρένων.
Κατά τη διάρκεια της ημέρας, χρέη φαναριού εκτελούσε αστυνομικός, σηκώνοντας απλά τα χέρια του, όπως γίνεται και σήμερα, για να περάσουν οι πεζοί, ή να προχωρήσουν οι αμαξάδες.
Το βράδυ όμως, οι τροχονόμοι είχαν ανά χείρας πράσινους και κόκκινους φανοστάτες υγραερίου για να ειδοποιούν τους πεζούς.
Σύντομα όμως, απέρριψαν το σύστημα φωτεινής σηματοδότησης, όταν ένας αστυνομικός που κρατούσε τα φανάρια ανεβοκατεβάζοντας το χέρι του, κάηκε ολόκληρος από διαρροή γκαζιού, που τροφοδοτούσε τις λάμπες.
Την ίδια εποχή, στην άλλη άκρη του Ατλαντικού, οι Αμερικάνοι προτίμησαν και αυτοί έναν αστυνομικό να κρατάει χρωματιστές λάμπες, ή σηματογράφους, ή απλά να ανεβοκατεβάζει τα χέρια για να ρυθμίσει την κυκλοφορία. Ο λόγος απλός: οι πολίτες θα υπάκουαν περισσότερο στις εντολές ενός αστυνομικού, παρά σε ένα απρόσωπο αυτόματο σύστημα.
Χρειάστηκε περίπου ένας αιώνας, η ραγδαία αύξηση των οχημάτων και πολλοί πειραματισμοί για να καταλήξουμε στο σημερινό σύστημα.