«Στις 10 Μαΐου 1996, ψηλά στη «Ζώνη Θανάτου» στο Έβερεστ, θυμάμαι να πεθαίνω.
Το κρύο με μούδιασε και σταδιακά έχανα τις αισθήσεις μου.
Την επόμενη μέρα, καθώς ο ήλιος κατευθυνόταν προς τον ορίζοντα, επέστρεψα απ’ τους νεκρούς και άνοιξα τα μάτια μου.
Αυτό είναι ένα μυστήριο και ένα θαύμα που ακόμα δεν μπορώ να κατανοήσω πλήρως».

Αυτά είναι τα λόγια του Μπεκ Γουέδερς, του γιατρού που επέζησε μια τραγωδία στο Έβερεστ το 1996, η οποία κόστισε τη ζωή σε 12 ορειβάτες.


Έχασε τα χέρια και τη μύτη του από κρυοπάγημα, αλλά δηλώνει πως θα ήταν διατεθειμένος να ζήσει ξανά εκείνες τις στιγμές, γιατί έτσι κατάφερε να σώσει τον γάμο του.

Από την κατάθλιψη στο Έβερεστ 

Ο Γουέδερς άρχισε να ασχολείται με την ορειβασία το 1986 για να αντιμετωπίσει την κατάθλιψη.
Δέκα χρόνια αργότερα, η κατάθλιψη συνέχιζε να τον βαραίνει, αλλά το ενδιαφέρον του για την ορειβασία είχε ενταθεί σε σημείο που αποφάσισε να κατακτήσει την ψηλότερη κορυφή στον κόσμο, το Έβερεστ.
Όταν έφυγε, η σχέση του με την οικογένειά του ήταν κάκιστη.
Η σύζυγός του σκόπευε να ζητήσει διαζύγιο και ο Γουέδερς δεν έβρισκε κανένα κοινό σημείο με τα παιδιά του.
Ξεκίνησε την ανάβαση τον Μάιο του 1996, υπό την καθοδήγηση του Νεοζηλανδού Ρομπ Χολ, διάσημου και έμπειρου ορειβάτη.

Ο Γουέδερς έχασε τα χέρια και τη μύτη του από κρυοπαγήματα

Η ανάβαση κυλούσε ομαλά μέχρι τις 10 Μαΐου, όταν πια η ομάδα είχε φτάσει στη λεγόμενη «ζώνη θανάτου» του Έβερεστ, δηλαδή είχαν περάσει τα 8 χιλιόμετρα υψόμετρο και σύμφωνα με τον Γουέδερς, «τους σκότωνε το ίδιο το βουνό».
Ο 49χρονος Γουέδερς ήταν ακόμα πιο ευάλωτος από τους άλλους, γιατί αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα στα μάτια.
Είχε χωριστεί απ’ την υπόλοιπη ομάδα και τους περίμενε στην τελευταία βάση πριν από την κορυφή, απ’ όπου θα άρχιζε την κατάβαση όταν επέστρεφαν και οι υπόλοιποι.

Ο Γουέδερς περίμενε να εμφανιστεί ο Ρομπ Χολ, αλλά δεν επέστρεψε ποτέ.
Ο Χολ και άλλοι επτά ορειβάτες σκοτώθηκαν εκείνη την ημέρα, από τη χιονοθύελλα που ξέσπασε και τους βρήκε απροετοίμαστους.

Μετά από ώρες αναμονής, ο Γουέδερς ήταν στα όρια της υποθερμίας και δεν γνώριζε τι είχαν απογίνει οι σύντροφοί του.
Τελικά τον βρήκε ένας από τους οδηγούς, καθώς κατέβαινε. Μαζί, έφτασαν μέχρι τη χαμηλότερη βάση.
Εκεί τους βρήκε η χιονοθύελλα που σκότωσε τον Χολ και τους άλλους ορειβάτες.
Ο Γουέδερς, εξαντλημένος, έμεινε πίσω μαζί με μία λιπόθυμη ορειβάτισσα, όταν οι άλλοι έφυγαν για να βρουν βοήθεια.
Τον βρήκαν το επόμενο πρωί, όταν είχε κοπάσει η θύελλα, καλυμμένο με χιόνι.
Είχε μείνει ακίνητος για ώρες και ο θάνατος ήταν αναπόφευκτος.
Οι ορειβάτες τον άφησαν πίσω, σίγουροι πως θα πέθαινε μέσα σε λίγα λεπτά.

Ο Γουέδερς μαζί με τους λίγους ορειβάτες που είχαν απομείνει έφτασαν σε μια μεγάλη βάση, που μετατράπηκε σε νοσοκομείο

Περιγράφει ο ίδιος τις στιγμές που βίωσε στο βουνό:

«Ένα ζεστό πρωινό Σαββάτου στο Ντάλας, η γυναίκα μου έμαθε πως ήμουν νεκρός. Αλλά στις 4 το μεσημέρι, ώρα Έβερεστ, έγινε ένα θαύμα. Άνοιξα τα μάτια μου.
Η οικογένειά μου εμφανίστηκε μπροστά μου. Γνώριζα μέσα μου πως αν δεν σηκωνόμουν, θα πέθαινα εκεί. Με δυσκολία στάθηκα στα πόδια μου, σχεδόν τελείως τυφλός.
Είπα όμως στον εαυτό μου να κάνει κουράγιο και άρχισα να περπατάω. Κάθε φορά που έπεφτα, σηκωνόμουν και συνέχιζα. Ήξερα ότι με το που έπεφτε ο ήλιος, ήμουν νεκρός. Ένιωθα τρομαχτική στενοχώρια που δεν έλεγα ποτέ ξανά «σ’ αγαπώ» στη γυναίκα μου και θα αγκάλιαζα τα παιδιά μου».

Ο Γουέδερς όταν επέστρεψε από το Έβερεστ

Ο Γουέδερς ξαναβρήκε τους ορειβάτες, οι οποίοι δεν πίστευαν στα μάτια τους.
Κρατιόταν στη ζωή από μια κλωστή και κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί ότι θα επιβίωνε.
Τη νύχτα, άλλη μια θύελλα γκρέμισε τη σκηνή τους και ο Γουέδερς καλύφθηκε με χιόνια.
Το πρωί, ενώ τον είχαν ξεγράψει, άνοιξε τα μάτια του και σηκώθηκε.
Μαζί με τους λίγους ορειβάτες που είχαν απομείνει έφτασαν σε μια μεγάλη βάση, που μετατράπηκε σε νοσοκομείο.
Είχαν καλέσει ελικόπτερο, αλλά ο Γουέδερς παραχώρησε τη θέση του σε έναν άλλο άντρα που είχε χάσει τα πόδια του από κρυοπαγήματα.
Πάνω που νόμιζε ότι είχε χάσει την τελευταία ευκαιρία απόδρασης από το βουνό, ακούστηκαν οι έλικες ενός δεύτερου ελικοπτέρου, που τον μετέφερε στην ασφάλεια.

Όταν έφτασε στο Ντάλας, τον ενημέρωσαν ότι θα έχανε τα χέρια, τη μύτη του και κάποια απ’ τα δάχτυλα των ποδιών από κρυοπαγήματα.
Χρειάστηκαν έντεκα επεμβάσεις για να ολοκληρωθεί η θεραπεία του, αλλά και οι πλαστικές επεμβάσεις για να «χτίσουν» εκ νέου τη μύτη του.
Ο Γουέδερς όμως δεν παραπονέθηκε ούτε στιγμή. Είχε ορκιστεί πως θα αντιμετώπιζε τη ζωή μόνο με αισιοδοξία.
Επέζησε και επέστρεψε στην οικογένειά του, που κόντεψε να χάσει.
Έκτοτε η σχέση του με τη γυναίκα και τα παιδιά του έγινε η προτεραιότητά του.

«Αντάλλαξα τα χέρια μου για την οικογένεια και το μέλλον μου. Είναι μια προσφορά που δέχομαι με όλη μου την καρδιά. Για πρώτη φορά στη ζωή βρήκα την ειρήνη. Έψαχνα όλο τον κόσμο για να βρω κάτι να με γεμίσει και το βρήκα στην ίδια μου την αυλή», δήλωσε.

Πολλοί απ’ τους επιζώντες της 10ης Μαΐου 1996 έχουν γράψει βιβλία για την εμπειρία τους και το 1997, το βιβλίο του δημοσιογράφου Τζον Κρακάουνερ, «Into Thin Air», μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:

Η χιονοθύελλα στο Έβερεστ που σκότωσε 8 ορειβάτες. Ο γιατρός που θεωρήθηκε νεκρός, «επανήλθε» στη ζωή χωρίς να έχουν εξηγήσει το φαινόμενο. Η τραγωδία έγινε ταινία και κατά τα γυρίσματα σκοτώθηκαν 16 άτομα από χιονοστιβάδα…

ΣΤΗΝ ΙΔΙΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Please enter your comment!
Please enter your name here