Του Michael Κerrigan
25 Μαρτίου 1586. Η Μάργκαρετ Κλάιτροου πέθανε από ασφυξία κάτω από μια βαριά πόρτα φορτωμένη με επιπλέον βάρος, φωνάζοντας «Χριστέ μου, Χριστέ μου, λυπηθείτε με». Η μετέπειτα μάρτυρας της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας βασανίστηκε για χάρη της πίστης της.
Η κατηγορία εις βάρος της ήταν ότι είχε δώσει άσυλο σε καθολικούς ιερείς στο σπίτι της, είχε πραγματοποιήσει εκεί λειτουργίες και είχε μεταλάβει.
Εάν η υπόθεσή της έφτανε στο δικαστήριο, τα παιδιά και οι υπηρέτες της θα καλούνταν για κατάθεση.
Η πιθανή μαρτυρία τους ότι η Μάργκαρετ είχε προσηλυτιστεί στον καθολικισμό, θα την έστελνε σε θάνατο και έτσι θα έμεναν με το στίγμα της ενοχής.
Για να μη συμβεί κάτι τέτοιο, η κατηγορούμενη αποφάσισε να μη δηλώσει αθώα ή ένοχη.
Το «δυνατό και σκληρό μαρτύριο» (peine forte et dure) στο οποίο καταδικάστηκε, ήταν η τιμωρία που επιβαλλόταν σε τέτοιες περιπτώσεις.
Πρόκειται για μια μέθοδο που εισήχθη το 1406 ως εξελιγμένη εκδοχή της ιδέας του Εδουάρδου Α’, προκειμένου να αναγκασθεί ο κατηγορούμενος να δηλώσει την ενοχή του.
Στην περίπτωση της Μάργκαρετ, το βασανιστήριο δεν διήρκεσε πολύ.
Σωρεύτηκαν πάνω της περισσότερα από 360 κιλά και η μυτερή πέτρα που είχαν τοποθετήσει οι δήμιοι κάτω από την πλάτη της, είχε ως αποτέλεσμα να τσακιστεί η ραχοκοκαλιά της και να υποστούν ζημιά εσωτερικά όργανα.
Πέθανε μέσα σε 15 λεπτά, έχοντας πρώτα ευχαριστήσει το Θεό επειδή «δεν ήταν άξια για έναν τόσο καλό θάνατο».
Οι λεπτομέρειες του μαρτυρίου
Η Mάργκαρετ Κλάιτροου δεν ήταν ούτε η πρώτη, αλλά ούτε και η τελευταία που υπέστη αυτό το βασανιστήριο.
Σύμφωνα με τον ιστορικό Τζον Στόου, όσοι αρνούνταν να δηλώσουν την ενοχή ή την αθωότητά τους τοποθετούνταν σε ένα χαμηλοτάβανο και σκοτεινό δωμάτιο.
Εκεί τους υποχρέωναν να ξαπλώσουν γυμνοί στο έδαφος, καλύπτοντας μόνο τα απόκρυφα σημεία τους.
Πάνω στο τεντωμένο και δεμένο σώμα τους τοποθετούνταν σίδερα, πέτρες και άλλα βαριά υλικά.
Τη δεύτερη μέρα τους δίνονταν τρεις μπουκιές κριθαρένιο ψωμί και την επομένη ελάχιστο ψωμί με νερό.
Η μέθοδος αργού υποσιτισμού σε συνδυασμό με το βάρος που πίεζε το σώμα τους, συνεχιζόταν μέχρι ο κατηγορούμενος να ομολογήσει.
Σε περίπτωση που δεν το έκανε διότι δεν ήθελε η υπόθεση να παραπεμφθεί σε δικαστήριο και να κατασχεθεί μέρος της περιουσίας του, πέθαινε κατά τη διάρκεια του βασανιστηρίου.
Περιπτώσεις ανθρώπων που καταδικάστηκαν σε σύνθλιψη
Το 1721 η εφημερίδα Nottingham Mercury δημοσίευσε την είδηση ότι δύο ληστές, ο Τόμας Γκριν και ο Τόμας Σπίγκοτ, καταδικάστηκαν στο μαρτύριο της σύνθλιψης.
Ο Γκριν «λύγισε» μπροστά σε αυτό που επρόκειτο να του συμβεί και ομολόγησε.
Ο Σπίγκοτ, παρόλο που στην αρχή φαινόταν αποφασισμένος να μην υποχωρήσει, δεν άντεξε το βάρος των διακοσίων κιλών και μέσα σε μια ώρα δέχθηκε να καταθέσει.
Στην Αμερική το βασανιστήριο εφαρμόστηκε στην περίπτωση του υπόπτου για την υπόθεση των μαγισσών του Σάλεμ, Τζάιλς Κόρι, ο οποίος συνεθλίβη μέχρι θανάτου το 1692.
Στα τελευταία περιστατικά σύνθλιψης που καταγράφηκαν στην Αγγλία μέχρι την οριστική κατάργηση της τιμωρίας το 1772, συγκαταλέγεται και ο ταγματάρχης Στρέιντζγουεϊζ.
Κατηγορήθηκε για τη δολοφονία του εραστή της αδερφής του και αποφάσισε να παραμείνει σιωπηλός.
Οι φίλοι του βρέθηκαν στο πλευρό του για συμπαράσταση και βοήθησαν στην εκτέλεσή του. Όταν μάλιστα έπειτα από δέκα λεπτά ο ταγματάρχης εξακολουθούσε να ζει, ανέβηκαν και οι ίδιοι πάνω του για να δώσουν τέλος στο μαρτύριό του!
Σύμφωνα με τη Διεθνή Αμνηστία, η τιμωρία του «peine forte et dure» εξακολουθεί να χρησιμοποιείται και σήμερα σε κάποιες περιοχές της Μέσης Ανατολής.
ΠΗΓΗ: Βασανιστήρια, το έπος της ανθρώπινης κτηνωδίας, Μάικλ Κέριγκαν, εκδόσεις Γνώση
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: