Το 1946 στο Τενεσί των Ηνωμένων Πολιτειών, το πανεπιστήμιο Βάντερμπιλτ, σε συνεργασία με το υπουργείο Υγείας και την Δημόσια Υπηρεσία Υγείας, πραγματοποίησε πείραμα για να μελετήσει τις αξίες της διατροφής στις εγκύους.
Η Δημόσια Υπηρεσία Υγείας διέθεσε 9000 δολάρια για την μελέτη.
Επελέγησαν 2300 έγκυες λευκές γυναίκες, οι περισσότερες εκ των οποίων βρίσκονταν στον έκτο μήνα της κύησης. Υπό την επίβλεψη του Πολ Χαν, μοίρασαν διαιτολόγια, χορήγησαν βιταμίνες και πραγματοποίησαν εξετάσεις αίματος και ούρων.
Τέλος, έδωσαν σε 820 από τις γυναίκες ένα υγρό που το αποκαλούσαν «κοκτέιλ», χωρίς να τις πληροφορήσουν τι ακριβώς περιείχε μέσα. Το υγρό αυτό ήταν ραδιενεργός σίδηρος.
Με την χορήγηση του ραδιενεργού σιδήρου, ο Χαν και η ομάδα του ήθελαν να μελετήσουν την απορρόφηση σιδήρου κατά την διάρκεια εγκυμοσύνης.
Η ραδιενέργεια θα τους βοηθούσε να ανιχνεύσουν τον σίδηρο μέσα στον οργανισμό.
Η διαδικασία επαναλήφθηκε. Την τρίτη φορά που οι γυναίκες έρχονταν στην κλινική του πανεπιστημίου, οι γιατροί τους έπαιρναν αίμα για να ελέγξουν το ποσοστό του σιδήρου που είχε απορροφηθεί από τον οργανισμό.
Μερικούς μήνες αργότερα, όταν οι γυναίκες είχαν πια γεννήσει, οι γιατροί έπαιρναν αίμα από τα νεογέννητα για να καθορίσουν το ποσοστό του σιδήρου που απορροφήθηκε από το έμβρυο.
Στη δεύτερη φάση του πειράματος, οι γυναίκες εξετάστηκαν ξανά το 1963-1964, από γιατρούς του ίδιου πανεπιστημίου.
Αλλά τα πράγματα δεν εξελίχτηκαν όπως όλοι ανέμεναν. Οι γυναίκες που συμμετείχαν στο πείραμα πληροφορήθηκαν τις λεπτομέρειες από εφημερίδα, μερικούς μήνες αφού είχε ολοκληρωθεί η δεύτερη φάση του πειράματος.
Κατηγόρησαν το πανεπιστήμιο πως τις κορόιδεψε και πως έθεσε σε κίνδυνο τις ίδιες και τις οικογένειές τους. Πολλές από αυτές είχαν εμφανίσει καρκίνο ενώ άλλες είχαν γεννήσει παιδιά με δυσμορφία.
Τρεις είχαν χάσει τα παιδιά τους από καρκίνο, λίγο καιρό μετά την γέννα.
Μία εξ αυτών ήταν η Ντόροθι Κινγκ, η οποία έχασε τον γιο της το 1948, μόλις τέσσερις ώρες μετά τη γέννα. Όταν έμαθε τις λεπτομέρειες του πειράματος, συνειδητοποίησε πως αυτό έφταιγε για τον θάνατο του παιδιού της.
Το 1958, η Έμα Κραφτ έχασε την 11χρονη κόρη της από καρκίνο.
Οι γυναίκες που μήνυσαν το Πανεπιστήμιο Βάντερμπιλτ αποζημιώθηκαν με 9 εκατομμύρια δολάρια.
Το Πανεπιστήμιο Βάντερμπιλτ δεν ήταν το μόνο που διεξήγαγε πειράματα με ραδιενέργεια σε ανθρώπους. Αντίστοιχα πειράματα, μικρότερης εμβέλειας έγιναν στο Σικάγο και στο Σινσινάτι.
Το 1993, το Υπουργείο Ενέργειας των ΗΠΑ διεξήγαγε έρευνα επί ενάμιση χρόνο για να διαλευκανθεί την υπόθεση.
Ειδικοί πήραν συνεντεύξεις από τις γυναίκες, μελέτησαν άρθρα, ερεύνησαν νοσοκομεία και επικοινώνησαν με δικαστές, δικηγόρους και τις οικογένειες των θυμάτων.
Όταν η γραμματέας του υπουργείου Χέιζελ Ο’ Λίρι επικοινώνησε με το πανεπιστήμιο την ενημέρωσαν πως όλα τα έγγραφα του πειράματος είχαν καταστραφεί τη δεκαετία του 1970.
To 1995, μέλη του υπουργείου Ενέργειας παρουσίασαν τα στοιχεία τους στον πρόεδρο Μπιλ Κλίντον. Δυστυχώς δεν υπήρξε πλήρης κάλυψη του θέματος από τα ΜΜΕ επειδή την ίδια ημέρα παρουσιάστηκε η ετυμηγορία της υπόθεσης του διάσημου αθλητή και ηθοποιού Ο. Τζέι Σίμσον.
Επικράτησε μεγάλη σύγχυση από την μεριά της κυβέρνησης, των πανεπιστημίων και των ΜΜΕ. Κανένας δεν γνώριζε ή δεν ομολογούσε, ποιος είχε εκδώσει την άδεια για το πείραμα και ποιος ήταν κύριος υπεύθυνος για την χορήγηση της ραδιενέργειας.
Αρμόδιοι του Πανεπιστημίου Βάντερμπιλτ αρνούνται πως η κυβέρνηση συμμετείχε στο πείραμα, πως έκρυψαν στοιχεία από τις γυναίκες και τις κατηγόρησαν πως έβγαζαν πράγματα από το μυαλό τους.
Οι αρμόδιοι δήλωσαν πως τότε δεν ήταν ευρέως γνωστό ότι η ραδιενέργεια ήταν βλαβερή, συνεπώς δεν διέπραξαν κάποιο αδίκημα.
Ισχυρισμός που φυσικά είναι σχεδόν αφελής καθώς οι γυναίκες δεν είχαν καν ενημερωθεί για τη συγκεκριμένη παράμετρο του πειράματος και τους ενδεχόμενους κινδύνους. Ακόμη και σήμερα, η υπόθεση δεν έχει λυθεί πλήρως.