Τις πρώτες ημέρες μετά από τη σύλληψη του, βαριά τραυματισμένου, Σάββα Ξηρού, ο αδερφός του Χριστόδουλος εμφανιζόταν μπροστά στις τηλεοπτικές κάμερες, για να μιλήσει για το «αίμα» του.
Επί ημέρες έδινε συνεντεύξεις, στις οποίες μεταξύ άλλων έλεγε, ότι αγνοούσε οτιδήποτε είχε σχέση με τρομοκρατία, αν και δεν παρέλειπε να τονίζει, ότι πάντοτε υπήρξε ένας αγωνιστής της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς.
Μετά από μικρό χρονικό διάστημα, όταν πήγε να επισκεφθεί τον αδερφό του στον Ευαγγελισμό, η αντιτρομοκρατική τον συνέλαβε.
Όπως αποδείχθηκε και παραδέχθηκε και ο ίδιος, ήταν μέλος της δεύτερης γενιάς της τρομοκρατικής οργάνωσης 17 Νοέμβρη και ένας από τους πλέον σκληρούς, που είχαν περάσει από αυτήν.
Το ψευδώνυμο που είχε, ήταν Μανώλης.
Στην αντιτρομοκρατική είχε μιλήσει για όλους και για όλα.
Για το πώς σχεδιάζονταν οι επιθέσεις, πως γίνονταν οι ληστείες στις τράπεζες, για το πώς έκλεβαν οπλισμό και εκρηκτικά, πως παρακολουθούνταν οι στόχοι, πως αντλούσαν πληροφορίες για τα θύματα, κλπ.
Με σημαντικές γνώσεις στους εκρηκτικούς μηχανισμούς, δεν ήταν απλά ένας εκτελεστής, αλλά ένας «πολύτιμος» μαχητής της οργάνωσης με βαθιά γνώση του λεγόμενου αντάρτικου πόλεων.
Το μαρτυρούν εξάλλου οι 33 ενέργειες, στις οποίες έλαβε μέρος.
Ήταν στις εκτελέσεις των Νίκου Μομφεράτου, Παναγιώτη Ρουσσέτη, Νίκου Γεωργακόπουλου, Δημήτρη Αγγελόπουλου, Γουίλιαμ Νορντίν και συνεργός στις εκτελέσεις των Ρόμπερτ Τσαντ, Αλέξανδρου Αθανασιάδη, Ρόναλντ Στιούαρτ, Θάνου Αξαρλιάν και στην απόπειρα δολοφονίας κατά του Γιάννη Παλαιοκρασσά.
Στη διάρκεια της πολύκροτης δίκης όμως, ακολούθησε άλλη γραμμή.
Αρνήθηκε τα πάντα και υποστήριξε ότι, η προανακριτική του κατάθεση δεν ήταν ομολογία, αλλά κατασκεύασμα της αντιτρομοκρατικής υπηρεσίας.
Σύμφωνα με την τότε έρευνα της δημοσιογραφικής ομάδας του «Ιού της Ελευθεροτυπίας», ο Χριστόδουλος Ξηρός είχε ετοιμάσει 250 σελίδες σημειώσεων, στις οποίες διαπίστωνε όλες τις αντιφάσεις μεταξύ προανακριτικών απολογιών, συμπληρωματικών καταθέσεων και επεσήμανε τις πρωθύστερες διαπιστώσεις.
Με αυτό τον τρόπο ήθελε να αποδείξει, ότι δεν είναι δυνατόν να είναι γνήσια η απολογία του.
Μάλιστα, ανέφερε με λεπτομέρειες τη δράση του στα μαζικά κινήματα από το 1975 έως και το 1992, λέγοντας μεταξύ άλλων, ότι σε όλα τα σπουδαία γεγονότα, βρισκόταν στην πρώτη γραμμή και ότι το όνομά του ήταν συνώνυμο του αγωνιστή.
«Είναι φανερό, ότι η πολιτική και συνδικαλιστική δράση, όπως την αντιλαμβάνομαι εγώ, είναι στάση ζωής. Είναι δεύτερη φύση.
Δεν είναι θέμα απόδειξης μαρτύρων. Είναι αυταπόδεικτη και από την παρουσία μου και τις παρεμβάσεις μου εδώ μέσα, σ’ όλη τη δεκάμηνη διαδικασία.
Γιατί η συγκεκριμένη στάση δεν αποκτάται σε συνθήκες εργαστηρίου. Ο δικός μου πολιτικός λόγος δεν διδάσκεται σε λευκά κελιά στην απομόνωση.
Το μοναδικό σχολείο του είναι οι πολύχρονοι αγώνες στο πεζοδρόμιο, στο αμφιθέατρο και στο γιαπί», έγραφε στο υπόμνημα.
Ο Χριστόδουλος Ξηρός αποχώρησε από τη δικαστική διαδικασία, όπως έκανε και ο Αλέξανδρος Γιωτόπουλος.
«Σας έβγαλα τη γλώσσα και για σας αυτό αποτελεί ύβρη. Δεν είμαι βέβαια αυτό που με κατηγορείτε, ανήκω όμως σίγουρα σε αυτό που φοβάστε.
Σε αυτούς που στοιχειώνουν τα όνειρα των αφεντικών σας. Δεν με ενδιαφέρει η ετυμηγορία σας, δεν με ενδιαφέρει η κρίση σας.
Αποστάτης της τάξης μου δεν υπήρξα ποτέ. Τις συνέπειες της ανυπακοής μου τις γνωρίζετε όλοι από το πρώτο δικαστήριο.
Θα τις επαναλάβετε και σε αυτό.
Όπως και να με ονομάστε, σήμερα τρομοκράτη, αύριο κομμουνιστοσυμμορίτη, προχθές κλέφτη, αιρετικό, απελάστη, Σπάρτακο, Θερσίτη, για μένα και για την τάξη μου αυτά είναι τίτλοι τιμής.
Χτυπάτε, αλυσοδένετε τα μέλη. Τον νου, την ψυχή, την αφήνετε ελεύθερη σκλάβα του Δία.
Αυτά είχα να σας πω κύριοι, από τη στιγμή που αρνείστε να με ακούσετε. Για μένα αυτή η δίκη έχει τελειώσει.
Έχετε δείξει τα κουράγια σας ως ανεξάρτητη δικαιοσύνη.
Αποχωρώ από αυτή τη δίκη, δεν θα σας νομιμοποιήσω άλλο και αφαιρώ την εντολή μου από τους συνηγόρους μου».