Έγινε διάσημος υποδυόμενος τον Αλ Μπάντι, έναν οικογενειάρχη που δεν κατάφερε ποτέ να πετύχει ως παίχτης του φούτμπολ και αναπολούσε τις στιγμές της δόξας που έζησε ως νεαρός αθλητής. Η τέχνη μιμήθηκε την πραγματικότητα, καθώς κι ο ίδιος ο Εντ Ο’ Νίλ ονειρευόταν να κατακτήσει πρωταθλήματα με την ομάδα φούτμπολ, Pittsburg Steelers.
Η καριέρα του ως επαγγελματίας αθλητής απέτυχε παταγωδώς. Τον έκοψαν, πριν ακόμα ξεκινήσει η σεζόν.
Αν και ήταν καλός παίχτης, όπως είχε αποδείξει παίζοντας για κολεγιακές ομάδες, τα πάρτυ και οι γυναίκες τον ενδιέφεραν πολύ περισσότερο από τον αθλητισμό.
Τα παράτησε τελείως το 1969, όταν τον απέρριψαν οι Steelers.
Έκανε διάφορες δουλειές, από φορτηγατζής μέχρι ξενοδόχος, αλλά τίποτα δεν διήρκησε πολύ.
Εκείνη την περίοδο άρχισε να ασχολείται πιο εντατικά με τις ερασιτεχνικές παραστάσεις που ανέβαζε με το θεατρικό πρόγραμμα του παλιού του πανεπιστημίου. Παρά τις δυσκολίες, αποφάσισε να κυνηγήσει μία καριέρα στο θέατρο.
Μετακόμισε στη Νέα Υόρκη, όπου έζησε για μήνες μόνο με χίλια δολάρια στον λογαριασμό του, τα οποία έβγαλε όταν πούλησε το αυτοκίνητό του.
Δούλευε ως σερβιτόρος, ενώ παράλληλα έκανε μαθήματα υποκριτικής και πήγαινε σε όποια οντισιόν έβρισκε.
Η οντισιόν για τον Όλιβερ Στόουν
Μία από τις οντισιόν ήταν και για τον σκηνοθέτη Όλιβερ Στόουν, ο οποίος τότε έψαχνε ηθοποιούς για την ταινία του, «Platoon».
Ο Στόουν ήταν ακόμα ένας σχετικά άσημος σκηνοθέτης.
Ο Ο’Νιλ πήγε ενθουσιασμένος στην οντισιόν, αν και δεν ήταν ικανοποιημένος με το σενάριο της ταινίας.
Όταν χτύπησε το κουδούνι, του άνοιξε μια ηλικιωμένη κυρία, η οποία όπως αποδείχτηκε, ήταν η μητέρα του Στόουν.
Ο σκηνοθέτης έμενε με τη μητέρα του, όσο περίμενε να ολοκληρωθεί η μετακόμιση των γραφείων του στο Λος Άντζελες.
Όταν ο Στόουν ρώτησε τον Ο’Νίλ αν του άρεσε το σενάριο, ο ηθοποιός απάντησε ψέματα, ότι το λάτρεψε.
Ικανοποιημένος, ο Στόουν τότε τον ρώτησε ποιον ρόλο θα ενδιαφερόταν να παίξει.
Ο Ο’Νιλ είπε ασφαλώς έναν από τους πρωταγωνιστές, τον επιλοχία Μπαρνς.
Ο Στόουν έβαλε τα γέλια και αρνήθηκε να του δώσει τον πρωταγωνιστικό ρόλο, αλλά τον διαβεβαίωσε ότι θα του έδινε κάποιον απ’ τους δευτερεύοντες.
Ο Ο’Νίλ έφυγε απ’ τη συνάντηση κατενθουσιασμένος, μέχρι που τηλεφώνησε στον ατζέντη του, Πολ Μαρτίνο, ο οποίος μόλις άκουσε
τα νέα, είπε:«Αχ, Εντ, δεν το ξέρεις; Ο Όλιβερ Στόουν είναι τρελός. Απλώς του αρέσει να συναντάει ηθοποιούς. Δεν θα σου δώσει ποτέ τον ρόλο».
Ο ηθοποιός πείστηκε και δεν έστειλε τα χαρτιά του, όπως περίμενε ο Στόουν.
Λίγο καιρό αργότερα, το «Platoon» κυκλοφόρησε στους κινηματογράφους και αναδείχτηκε ως μία απ’ τις καλύτερες ταινίες της δεκαετίας.
Ο Στόουν είχε κάθε πρόθεση να δώσει έναν ρόλο στον Ο’Νίλ, αλλά θεώρησε ότι ο ηθοποιός δεν ήθελε να συνεργαστούν και έτσι χάθηκε η μεγαλύτερη ευκαιρία της καριέρας του.
Όπως ήταν αναμενόμενο, απέλυσε τον ατζέντη του, ο οποίος μάλιστα δεν του είχε τηλεφωνήσει για έξι μήνες, επειδή όπως είπε χαρακτηριστικά: «Εντ, γλυκέ μου, μου αρέσει να δέχομαι τηλεφωνήματα, όχι να τηλεφωνώ!»
Αλ Μπάντι. Ππαντρεμένοι με παιδιά
Μετά από δέκα χρόνια και αμέτρητους μικρούς ρόλους σε παραστάσεις και αποτυχημένες εμφανίσεις στην τηλεόραση, έφτασε η στιγμή που περίμενε όλη του τη ζωή.
Ο ρόλος που του πρότειναν να παίξει ήταν αυτός το Αλ Μπάντι, ενός οικογενειάρχη που προσπαθεί να τα βγάλει πέρα με τη «μέση αμερικάνικη οικογένειά του», ενώ παράλληλα περνά τον ελεύθερο του χρόνο βλέποντας τηλεόραση.
Η σειρά είχε τίτλο «Παντρεμένοι με παιδιά» και εκτόξευσε την τηλεθέαση του τότε άγνωστου καναλιού FOX.
Ήταν μια σειρά διαφορετική από όλες τις άλλες. Η πλοκή περιστρεφόταν γύρω από μία οικογένεια, κάτι πολύ συνηθισμένο για την εποχή, αλλά αντί να περνά κάποιου είδους ηθικοπλαστικό μήνυμα, απλώς σατίριζε την αμερικάνικη καθημερινότητα.
Ο πατέρας, ο Αλ Μπάντι, δεν ήταν κάποιος σοφός πατριάρχης.
Ήταν ένας άντρας που με δυσκολία αντιμετώπιζε τη ρουτίνα, αλλά και τα προβλήματα της ζωής του, ενώ μονίμως αντάλλαζε ειρωνικές ατάκες με τα μέλη της οικογένειάς του.
https://youtu.be/1o-qreZ_ADk
Το «Παντρεμένοι με παιδιά» προβαλλόταν για έντεκα χρόνια και αγαπήθηκε από εκατομμύρια θεατές, μέχρι και στην Ελλάδα.
Θεωρήθηκε εξαιρετικά τολμηρό για την εποχή του, ακριβώς επειδή τόλμησε να «μουτζουρώσει» την εικόνα της τέλειας αμερικάνικης οικογένειας.
Ο Εντ Ο’Νίλ έγινε διάσημος σε όλο τον κόσμο, ήταν υποψήφιος για δύο Χρυσές Σφαίρες, αλλά υπήρχαν στιγμές που ευχόταν να μην είχε δεχτεί ποτέ τον ρόλο.
Τον κοινό τον είχε ταυτίσει τόσο απόλυτα με τον Αλ Μπάντι, που δυσκολευόταν να «σπάσει» το καλούπι και να βρει έναν καινούργιο ρόλο.
Για χρόνια, φοβόταν ότι η καριέρα του είχε τελειώσει. Πέρασαν δώδεκα χρόνια, από το 1997 μέχρι και το 2009, χωρίς κάποιον ρόλο αντάξιο του Αλ Μπάντι.
Μέχρι που το 2009, η συνταγή της επιτυχία επαναλήφθηκε. Υποδύθηκε πάλι έναν οικογενειάρχη, αυτή τη φορά παντρεμένο με μία νεότερη του, Κολομβιανή καλλονή, στην τηλεοπτική σειρά «Modern Family». Και αυτή η σειρά εμφανίζει μία διαφορετική εκδοχή της σύγχρονης οικογένειας και εφτά χρόνια μετά την πρεμιέρα, συνεχίζει να σαρώνει τα βραβεία.