Στις 30 Νοεμβρίου 1939 ο Κόκκινος Στρατός εισέβαλε στη Φινλανδία. Από τις πρώτες κιόλας ημέρες οι εισβολείς κατάλαβαν, με ιδιαίτερα οδυνηρό τρόπο, ότι οι σκληροτράχηλοι Φινλανδοί ήταν αποφασισμένοι να πουλήσουν πολύ ακριβά το τομάρι τους. Για να καμφθεί αυτή η απρόσμενη αντίσταση, η σοβιετική αεροπορία προχώρησε σε χρήση εμπρηστικών βομβών.
Ο σοβιετικός υπουργός Εξωτερικών, Β. Μολότοφ, σε μια έξαρση θεατρινισμού και υποκρισίας, ανακοίνωσε πως οι εμπρηστικές βόμβες που έριχναν τα σοβιετικά αεροπλάνα ήταν, στην πραγματικότητα, πακέτα τροφίμων. Οι Φινλανδοί τις ονόμαζαν «ψωμοκάλαθα Μολότοφ» και αποφάσισαν να προχωρήσουν σε ένα ανάλογο «κέρασμα». Ένα μείγμα από αιθανόλη, πίσσα και βενζίνη σε μπουκάλι 750 ml, συνοδευόμενο από δύο μεγάλα σπίρτα θυέλλης για το φιτίλι. Το βάπτισαν «κοκτέιλ Μολότοφ» με μια σαφή διάθεση ειρωνείας.
Με αυτό το όπλο αντιμετώπισαν τα σοβιετικά άρματα, με εντυπωσιακά αποτελέσματα. Άναβαν το φιτίλι και έριχναν τις φιάλες πάνω σε μια μεταλλική πλάκα του άρματος, που πυρακτωνόταν από τη συνεχή χρήση του κινητήρα. Αυτό προκαλούσε την ανάφλεξη του άρματος.
Κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου ο Μολότοφ διέταξε την παραγωγή τέτοιων φιαλών, για να αντισταθούν οι σοβιετικοί πολίτες στη γερμανική εισβολή. Παιδιά της Κονσομόλ (Σοβιετική Νεολαία) σκαρφάλωναν στα γερμανικά άρματα και έριχναν την εμπρηστική φιάλη μέσα από τις θυρίδες ή τον πυργίσκο.
Νίκος Γιαννόπουλος
ιστορικός