ΠΗΓΗ: ΟΙ 100 ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΟΙ ΣΤΡΑΤΗΓΟΙ ΟΛΩΝ ΤΩΝ ΕΠΟΧΩΝ, MICHAEL LEE LANING. ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΕΝΑΛΙΟΣ.
Ο Κινέζος ηγέτης Τσιανγκ Κάι Σεκ ήταν εθνικιστής και αντικομμουνιστής.
Ηγήθηκε της στρατιωτικής ενοποίησης της Κίνας στη δεκαετία του 1920, και πήρε μέρος ως ηγέτης παγκόσμιας κλίμακας, στην ήττα της Ιαπωνίας στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Όταν έχασε τελικά την εξουσία στην Κίνα από τους κομμουνιστές, ο Τσιανγκ «διατήρησε» την κινεζική δημοκρατία, μεταφέροντας τη στο νησί Ταϊβάν.
Ο Τσιανγκ γεννήθηκε στις 31 Οκτωβρίου του 1887, κοντά στη Σαγκάη.
Η οικογένειά του είχε κτήματα και επιχειρήσεις, αλλά ο Τσιανγκ προτίμησε να ακολουθήσει καριέρα στον στρατό.
Όσο σπούδαζε στην Στρατιωτική Σχολή Επιτελών στο Τόκιο, έγινε μέλος της Επαναστατικής Ένωσης, που ήταν πρόδρομος του Εθνικιστικού Κόμματος Κουόμιντανγκ και στόχευε στην ανατροπή της αυτοκρατορικής κυβέρνησης και στην ενοποίηση της Κίνας υπό ένα δημοκρατικό καθεστώς.
Κατά τα επόμενα χρόνια, ο Τσιανγκ ταξίδεψε αρκετές φορές από την Ιαπωνία στην Κίνα, συμπληρώνοντας τη στρατιωτική του κατάρτιση και αποκτώντας πολιτική πείρα.
Το 1911, ανέλαβε τη διοίκηση ενός συντάγματος, στην επανάσταση που οδήγησε το 1912 στην ίδρυση της Δημοκρατίας της Κίνας.
Την επόμενη δεκαετία, ο Τσιανγκ απασχολήθηκε σε εχθροπραξίες εναντίον αντίπαλων δυνάμεων της Κίνας, ενώ στα διαλείμματα συνέχισε τη στρατιωτική του εκπαίδευση στην Ιαπωνία.
Το 1923, εγκαταστάθηκε στη Σοβιετική Ένωση, όπου μελέτησε τα στρατιωτικά και πολιτικά της συστήματα και εξασφάλισε οικονομική βοήθεια για τη χώρα του.
Με την επιστροφή του στην Κίνα το 1924, ανέλαβε τη διοίκηση της Στρατιωτικής Ακαδημίας Χουαμπόα, όπου είχε την ευκαιρία να επηρεάσει τους νέους αξιωματικούς και να διευρύνει την προσωπική του ισχύ.
Το 1925, ανέλαβε την ηγεσία του ΚΜΤ (Εθνικιστικού Κόμματος Κουόμινταγκ) και προγραμμάτισε την εξουδετέρωση των υπόλοιπων τοπικών πολέμαρχων, που αντιστέκονταν ακόμη στην κεντρική κυβέρνηση.
Το 1926, ο Τσιανγκ ετοίμασε οκτώ μεραρχίες για να πολεμήσει εναντίον των τοπικών φυλάρχων στη Βόρεια και Κεντρική Κίνα.
Τον πρώτο χρόνο αυτής της «Εκστρατείας του Βορρά», ο Τσιανγκ εκκαθάρισε το ΚΜΤ από τους κομμουνιστές, πολλοί από τους οποίους ήταν μέλη του κόμματος από την ίδρυσή του.
Την επόμενη χρόνια παντρεύτηκε τη Σουνγκ Μέι Λινγκ, που ανήκε σε μια ισχυρή οικογένεια τραπεζιτών με δυτική κουλτούρα και ο γάμος αυτός ενίσχυσε την επιρροή του.
Στις 10 Οκτωβρίου 1928, ο Τσιανγκ Κάι Σεκ ανέλαβε την προεδρία της εθνικής κυβέρνησης, η οποία εξουσίαζε τώρα την ενοποιημένη Κίνα.
Στις αρχές του 1930, η μόνη αντιπολίτευση που αντιμετώπιζε ο Τσιανγκ ήταν οι κομμουνιστές του Μάο Τσε Τουνγκ, που έμελλε να εξελιχθεί σε έναν τρομερό και ικανότατο αντίπαλο.
Οι αρχικές του επιχειρήσεις εναντίον του Κομμουνιστικού Κόκκινου Στρατού είχαν επιτυχία, και οι κομμουνιστές υποχρεώθηκαν σε μια υποχώρηση, που αργότερα ονομάστηκε «Μεγάλη Πορεία» να και το μεγαλύτερο μέρος όσων συμμετείχαν έχασαν τη ζωή τους.
Στις πρώτες φάσεις του επερχόμενου Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ο Τσιανγκ αρχικά αγνόησε την εισβολή της Ιαπωνίας στην Κινέζικη Μαντσουρία και εξακολούθησε τις επιχειρήσεις εναντίον των κομμουνιστών.
Αυτή η προτεραιότητα διατηρήθηκε ως τις 12 Δεκεμβρίου 1936, όταν οι κομμουνιστές απήγαγαν τον Τσιανγκ στη διάρκεια μιας επίσκεψης του στην πόλη Σιαν, της βορειοδυτικής Κίνας.
Ένας από τους όρους για την απελευθέρωσης του Τσιανγκ, ήταν η δημιουργία ενός ενιαίου μετώπου με τους κομμουνιστές, εναντίον της Ιαπωνίας.
Έτσι ο κοινός αγώνας εναντίον των Ιαπώνων άρχισε τις 7 Ιουλίου 1937.
Αν και οι εισβολείς απώθησαν τις δυνάμεις του μέσα στην Κίνα, ο Τσιανγκ διατήρησε το στρατηγείο του στο Τσουνκίνγκ.
Ο Τσιανγκ και ο Μάο επωφελήθηκαν από τη βοήθεια που τους έδιναν οι Ηνωμένες Πολιτείες, για να δημιουργήσουν αποθέματα όπλων και πολεμοφοδίων, για τον πόλεμο που θα ακολουθούσε ανάμεσά τους.
Απέφυγαν να εμπλακούν σε μεγάλες μάχες, αλλά συνέβαλαν στην πολεμική προσπάθεια με το να απασχολούν μεγάλες ιαπωνικές δυνάμεις στην Κίνα, που δεν μπορούσαν έτσι να συνεισφέρουν στην αντιμετώπιση των αμερικανικών αποβάσεων στα νησιά του Ειρηνικού.
Μετά το τέλος του πολέμου, το αξίωμα του Τσιανγκ ως ηγέτη της Κίνας, τον έφερε σε ίση μοίρα με τον Ρούζβελτ, τον Τσόρτσιλ και τον Στάλιν, στο πλαίσιο των δυνάμεων που πολέμησαν ενάντια στον Άξονα.
Πάντως, η παράδοση των Ιαπώνων στις ΗΠΑ το 1945, δεν έφερε την ειρήνη στην Κίνα.
Αντίθετα οι εθνικιστές του Τσιανγκ και οι κομμουνιστές του Μάου ξανάρχισαν αμέσως τον μεταξύ τους πόλεμο.
Παρά τις μεσολαβητικές προσπάθειες των Ηνωμένων Πολιτειών, ο πόλεμος συνεχίστηκε και οι κομμουνιστές κατάφεραν να επιβληθούν.
Το 1949, ο Τσιανγκ μετέφερε την εθνικιστική του κυβέρνηση, που βρισκόταν στο χείλος της κατάρρευσης στο νησί Ταϊβάν.
Φεύγοντας από την Κίνα, ο Τσιανγκ παραιτήθηκε για λίγο από το αξίωμα του προέδρου, αλλά το ξαναπήρε την 1η Μαρτίου 1950.
Από τότε, ως τον θάνατό του στις 6 Απριλίου 1975, σε ηλικά 87 ετών, ο Τσιανγκ κυβέρνησε την «Εθνικιστική Κίνα» και πέτυχε την ανάδειξη του νησιού σε σημαντική οικονομική δύναμη της Ασίας.
Ο Τσιανγκ εξακολούθησε να δέχεται αμερικάνικη βοήθεια και ήταν ένας από τους λίγους αρχηγούς κρατών, που έστειλαν στρατεύματα σε υποστήριξη της πολεμικής προσπάθειας των ΗΠΑ στο Βιετνάμ, αλλά δεν μπόρεσε ποτέ να οργανώσει μια σοβαρή προσπάθεια επανένωσης με την ηπειρωτική Κίνα.
Ο Τσιανγκ έπαιζε με άνεση τον ρόλο του στρατιωτικού και του πολιτικού ηγέτη με παθιασμένο πατριωτισμό και μεγάλη σκληρότητα, που συχνά κατέληγαν σε βάρος του λαού για τον οποίο έλεγε ότι επιθυμούσε να τον προστατεύσει.
Είχε άμεση συνεισφορά στην ήττα της Ιαπωνίας στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και παρ’ όλο που ηττήθηκε από τους κομμουνιστές, που θεωρητικά ήταν πιο αδύναμοι, είναι μια από τις σημαντικές μορφές της παγκόσμιας ιστορίας.
ΠΗΓΗ: ΟΙ 100 ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΟΙ ΣΤΡΑΤΗΓΟΙ ΟΛΩΝ ΤΩΝ ΕΠΟΧΩΝ, MICHAEL LEE LANING. ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΕΝΑΛΙΟΣ.