Στις 19 Ιουλίου 1994, ο Αμερικανός βουλευτής Έγκελ προσφωνούσε στην επιτροπή Εξωτερικών:
«…μία από τις πιο τρομακτικές πτυχές της Τουρκικής Εισβολής ήταν η μεγάλη διασπορά του κυπριακού πληθυσμού και η σύλληψη και εξαφάνιση περισσοτέρων των 2000 ατόμων. Στο πέρασμα της εισβολής 5 Αμερικανοί, 1600 Ελληνοκύπριοι και πολλές εκατοντάδες Τουρκοκύπριοι εξαφανίστηκαν. Πιστεύω ότι ήρθε ο καιρός να χυθεί φως σ’ αυτή την τραγική πτυχή της κυπριακής σύρραξης».
Στις 19 Οκτωβρίου ο Λευκός Οίκος εξουσιοδότησε το Υπουργείο Εξωτερικών να διεξάγει έρευνα για την τύχη τους, καθήκον το οποίο ανατέθηκε στον Πρέσβη Ρόμπερτ Ντίλον. Τέσσερα χρόνια μετά ο Πρόεδρος Κλίντον υπέγραψε και υπέβαλε στο Κογκρέσο την «Έκθεση του Προέδρου προς το Κογκρέσο για την έρευνα σχετικά με την τύχη Αμερικανών πολιτών, που αγνοούνταν στην Κύπρο από το 1974».
Σύμφωνα με την έρευνα εξακριβώθηκαν τα στοιχεί μόνο ενός από τους πέντε αγνοούμενους, του Άντριου Κασάπη.
Κοινό στοιχείο και στις 5 περιπτώσεις ήταν πως οι αγνοούμενοι αυτοί είχαν βασιστεί για την ασφάλειά τους στην αμερικανική τους υπηκοότητα, η οποία τελικά δεν τους βοήθησε.
«Don’t worry, stay home»
Ο 17χρονος Άντριου Κασάπης, ήταν ο μόνος από τους πέντε αγνοουμένους που έδωσε σημεία ζωής μετά τη σύλληψή του και του οποίου τα λείψανα αναγνωρίστηκαν με τη μέθοδο του DNA κι επεστράφησαν στην οικογένειά του για ταφή στις 22 Ιουνίου 1998.
Ο Άντριου γεννήθηκε στις 22 Φεβρουαρίου 1957 στο Ντιτρόιτ και το 1967 επέστρεψε με την οικογένειά του στην Άσσια.
Ο Άντριου κατά τη διάρκεια της δεύτερης εισβολής βρισκόταν στο σπίτι με τους γονείς του. Μόλις είδαν τα τουρκικά αεροπλάνα τηλεφώνησαν στην αμερικανική πρεσβεία για να προστατευτούν και να μάθουν τι πρέπει να κάνουν.
Η απάντησή της ήταν «Don’t worry, stay home».
Οι μέρες πέρναγαν βασανιστικά για την οικογένεια. Οι Τούρκοι είχαν μπει στο χωριό και λεηλατούσαν τα σπίτια. Η οικογένεια Κασάπη είχε βάλει μπροστά από την είσοδο μια μικρή αμερικανική σημαία. Μόλις την είδαν οι στρατιώτες την έσκισαν και συνέλαβαν τον γιο και τον γαμπρό τους, τον Λόντο.
Η τελευταία πρόταση του Άντριου ήταν «Μην ανησυχείς πατέρα, θα επιτρέψω», τη στιγμή που ο πατέρας του πρόλαβε να του δώσει το αμερικανικό του διαβατήριο.
Η οικογένειά του μεταφέρθηκε στη Λευκωσία, όπου οι γονείς του καθημερινά επισκέπτονταν την πρεσβεία. Έμαθαν τα πρώτα νέα για τον γιο τους όταν επέστρεψε ένας αιχμάλωτος από την Αμάσεια και είπε πως είχε δει τον Άντριου και τον γαμπρό τους.
Το όνομά του υπήρχε και στους καταλόγους των φοιτητών που θα άφηναν ελεύθερους. Όμως δεν επέστρεψε ποτέ.
Το διαβατήριο δεν τον έσωσε
Ο δεύτερος αγνοούμενος είναι ο Χριστόδουλος Λιπέρτος. Γεννήθηκε στη Βώνη το 1904, μετανάστεψε στις ΗΠΑ το 1930 και το 1967 επέστρεψε στην Κύπρο.
Στις 15 Αυγούστου οι Τούρκοι τον συνέλαβαν στο σπίτι του μαζί με άλλους 45 κατοίκους και τους μετέφεραν στην πλατεία.
Ο Χριστόδουλος προσπάθησε να χρησιμοποιήσει την αμερικανική του υπηκοότητα για να γλιτώσει, χωρίς αποτέλεσμα όμως. Μόλις έδειξε το διαβατήριό του, οι στρατιώτες το πήραν και το έσκισαν.
Από την πλατεία τον πήραν τρεις Τουρκοκύπριοι από το Πέκιογιου, «προσωρινά» όπως είπαν.
Η τελευταία φορά που μαθεύτηκαν νέα του ήταν όταν κάποιος τον άκουσε στο Μπαϊράκ να λέει πως είναι καλά.
Ο Αμερικανός πεζοναύτης
Ο τρίτος αγνοούμενος ήταν ο Κυριάκος Χατζιχριστούδιας.
Αφού είχε υπηρετήσει ως πεζοναύτης στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, επέστρεψε συνταξιούχος στην Κύπρο.
Στην αρχή οι Τούρκοι στρατιώτες δεν ενόχλησαν αυτόν και την οικογένειά του.
Όταν τους έδειξε τα αμερικανικά χαρτιά του, οι στρατιώτες έγραψαν σε ένα χαρτόνι σε τουρκικά και αγγλικά, πως αυτό είναι το σπίτι του Αμερικανού και να μην τον ενοχλήσουν.
Όμως ο Κυριάκος δεν γλίτωσε. Στις 21 Αυγούστου βρέθηκε μαζί με άλλους κατοίκους της Άσσιας στην εκκλησία του Προδρόμου.
Τους άντρες τους μετέφεραν στο γκαράζ Παυλίδη.
Από τότε δεν τον ξαναείδε κανείς.
«Είμαι Αμερικανός υπήκοος δεν θα με πειράξουν»
Ο Τζακ Σοφοκλέους, μετανάστευσε στην Αμερική όπου δημιούργησε οικογένεια.
Άτυχος την πρώτη φορά, επέστρεψε στην Κύπρο το 1971 και ξαναπαντρεύτηκε στο χωριό του στην Κυθρέα. Με τη γυναίκα του ανοίξανε καφενείο.
Όταν ξέσπασε η εισβολή οι συγγενείς τους προέτρεπαν να πάνε στο εξοχικό τους στον Καλοπαναγιώτη. Όμως οι ίδιοι αρνούνταν. «Είμαι Αμερικανός υπήκοος δεν θα με πειράξουν», έλεγε με σιγουριά ο Τζακ Σοφοκλέους.
Από τις 16 Αυγούστου και μετά δεν τους είδες κανείς.
Μία γειτόνισσα που μπήκε στο σπίτι τους το βρήκε άνω κάτω ενώ στο γκαράζ το αυτοκίνητο ήταν φορτωμένο με τις αποσκευές τους.
Ειπώθηκε, ότι ζήτησαν από τους στρατιώτες να τους επιτρέψουν να πάνε μέχρι την Αμερικανική Πρεσβεία στη Λευκωσία. Οι στρατιώτες είπαν πως θα τους μετέφεραν οι ίδιοι.
Από τότε δεν τους είδε κανείς, νεκρούς ή ζωντανούς.
Άφησε τη στολή στο μπαούλο
Ο Σωκράτης Καψούρης έμενε στο Έξι Μίλι με την οικογένειά του. Όταν κατέβηκαν οι Τούρκοι, η ανιψιά του, Σωτηρούλα έφυγε με τον σύζυγό της και τα παιδιά της, ενώ ο Σωκράτης έμεινε με τον αδελφό του και πατέρα της Σωτηρούλας ο οποίος ήταν κατάκοιτος.
Οι Τούρκοι τους συνέλαβαν και τους μετέφεραν περπατητούς στον Καραβά ή στην Αγία Ειρήνη.
Εκείνος τους έλεγε συνεχώς ότι ήταν αμερικανός υπήκοος, όμως δεν είχε προλάβει να πάρει το διαβατήριό του κι έτσι δεν τον πίστευαν.
Μόλις έφτασαν στην πλατεία, ο 77χρονος τότε Σωκράτης λιποθύμησε. Από τότε δεν τον είδε κανείς ξανά.
Ο Σωκράτης είχε επιστρέψει στην Κύπρο τρεις μέρες πριν την εισβολή, μετά από 57 χρόνια ζωής στις Η.Π.Α. Μαζί του είχε φέρει ως ενθύμιο μία στρατιωτική στολή ίσως από τη θητεία του στον αμερικανικό στρατό.
Η στολή παρέμεινε στο μπαούλο.
Στην έκθεση του Ντίλον, ο οποίος είχε φτάσει πολύ κοντά σε ομαδικούς τάφους όμως οι Τούρκοι δεν επέτρεψαν την εκταφή λειψάνων, αναφέρεται πως θεωρητικά είναι όλοι τους νεκροί.
Διαβάστε επίσης στη ΜτΧ: «Με έριχναν κάτω, μου πατούσαν το ράσο και τραβούσαν τα γένια». Ο ιερέας που εμφανίστηκε στο στημένο ρεπορτάζ του BBC για τους αιχμαλώτους στα Άδανα, αποκαλύπτει τι συνέβη στις φυλακές του Αττίλα