Του ιστορικού Βλάση Αγτζίδη
Το σύγχρονο «πρόβλημα» -όπως και δεκάδες άλλα- ήρθε στην επιφάνεια με την κατάρρευση του κομμουνιστικού κόσμου. Όταν δηλαδή οι περίεργες ανατολικοευρωπαϊκές κοινωνίες βρέθηκαν ξαφνικά στον δικό τους 19ο αιώνα και προσπάθησαν να επιλύσουν τις διαφορές τους με τον κλασικό και γνώριμο τρόπο: εμφύλιες και διεθνοτικές συρράξεις, ανταλλαγές πληθυσμών, αλυτρωτισμοί και μεγαλοϊδεατικές ονειρώξεις.
Οι κροατο-σερβικοί πόλεμοι, η Βοσνία, η Τσετσενία, το Ναγκόρνο Καραμπάχ ορίζουν μια ιστορική κατηγορία θεμάτων εντός της οποίας ανήκει και το ζήτημα της Σλαβομακεδονικής συγκρότησης έθνους-κράτους με αλβανικό το -περίπου- 25% του πληθυσμού της χώρας. Ακριβώς αυτή την κατάσταση βίωσαν και εξέφρασαν καθαρά -με τη σοβιετική κατάρρευση- και οι Σλαβομακεδόνες γείτονές μας. Μ’ έναν άγαρμπο μετασοβιετικό εθνικισμό, προκαλώντας σε πρώτη φάση τον τρόμο στους από την άλλη πλευρά των συνόρων, τη δυτική (με τη γεωπολιτική έννοια) και αναγκάζοντάς τους να λειτουργήσουν με έναν αφελή τρόπo. Βέβαια οι παράμετροι είναι πολλές, όπως και οι Μακεδονίες.
Ο γεωγραφικός όρος «Μακεδονία» που έως το 1912 κατεχόταν αποκλειστικά και μόνο από τους Οθωμανούς, στη συνέχεια μοιράστηκε σε τρία κράτη: Ελλάδα, Σερβία, Βουλγαρία.
Από τη σερβική Μακεδονία προήλθε -στο πλαίσιο της Γιουγκοσλαβίας- η αντίστοιχη Σοσιαλιστική Δημοκρατία. Από τη διάλυσή της Γιουγκοσλαβίας προήλθε ως εθνικό κράτος των Σλαβομακεδόνων η FYROM-ΠΓΔΜ. Oι Σλαβομακεδόνες προσπάθησαν να οικειοποιηθούν απολύτως το ιστορικό εθνικό όνομα «Μακεδόνες», αλλά μάλλον δεν τους βγήκε τελικά.
Η επόμενη περίοδος έχει ενδιαφέρον και πιστεύω ότι το σλαβομακεδονικό ζήτημα θα μπορέσει να λυθεί οριστικά με τον σεβασμό όλων των μερών και βεβαίως με τον σεβασμό της ιστορίας.
Το πρόβλημα του ονόματος και η πατριδοκαπηλεία
Με αφορμή τη συζήτηση που γίνεται για την επίλυση του ζητήματος εμφανίστηκε στην ελληνική πλευρά μια ακραία άποψη που αρνείται τη χρήση του όρου «Μακεδονία» σ’ ένα σύνθετο όνομα για το γειτονικό έθνος. Ούτε καν «Νovamachedonia» ή «Gortsamachedonia» ή «Slavomachedonia». Αγνοώντας βεβαίως ότι η σημερινή προσωρινά επίσημη ονομασία είναι F.Y.R.O.Macedonia (ΠΓΔΜ). Και ότι η ΠΓΔΜ έχει διπλωματικές σχέσεις με 167 κράτη και διαθέτει διπλωματική εκπροσώπηση σε 38 από αυτά.
Αξιοσημείωτο είναι ότι αντίστοιχη ακραία ελληνική συμπεριφορά δεν έχει παρατηρηθεί για τον όρο «Θράκη», που τον μοιράζονται Έλληνες, Βούλγαροι και Τούρκοι. Η άποψη που υποστηρίζει την πλήρη εθνικοποίηση του γεωγραφικού όρου «Μακεδονία» είναι ποιοτικά το ακριβές αντίστοιχο της σλαβομακεδονικής προσπάθειας οικειοποίησης.
Γενικά είναι μια παράλογη και αντιιστορική άποψη, εφόσον πάρα πολλά τοπωνύμια που δημιουργήθηκαν ή διασώθηκαν στον ιστορικό χρόνο διαμέσου των Ελλήνων σήμερα χρησιμοποιούνται αδιαμαρτύρητα από άλλες εθνικές ομάδες.
Τέτοια ονόματα είναι Σόφια (Βουλγαρία, από τη λέξη «σοφία), Ιζμίρ (Σμύρνη-Τουρκία), Ιστανμπουλ (Εις την Πόλι), Τραμπζόν (Τραπεζούντα-Τουρκία), Σινόπ (Σινώπη-Τουρκία), Μουντανιά (Μουδανιά-Τουρκία), Νάπολι (Νεάπολη-Ιταλία), Τρίπολι (Λιβύη), Τιρέμπολου (Τρίπολη-Τουρκία) και πολλά άλλα.
Παρόμοια ακραία συμπεριφορά παρατηρήθηκε και στην άλλη άκρη του πολιτικού φάσματος σε κάποιους πολίτες και ομάδες που επέλεξαν τη στάση της πλήρους αποδοχής της σλαβομακεδονικής θεώρησης με την πλήρη παράδοση του όρου «Μακεδονία» στο νέο εθνικό κράτος που δημιουργούταν στον μετακομμουνιστικό κόσμο.
Η τάση αυτή κινήθηκε με πραγματική περιφρόνηση προς τον ελληνομακεδονικό πληθυσμό, ο οποίος έβλεπε με πραγματική ανησυχία την συγκρότηση ενός επιθετικού και αλυτρωτικού εθνικισμού μόλις 60 χλμ. βόρεια της Θεσσαλονίκης. Για να υποστηρίξει αυτή την αντιλαϊκή και εθελόδουλη στάση χρησιμοποίησε μια σειρά αυθαίρετων ιστορικών επιχειρημάτων για να δικαιώσει το σλαβομακεδονικό εθνικισμό. Ένα από αυτά ήταν η «επανάσταση του Ίλιντεν» το 1903 και η απόδοση «αναρχοσοσιαλιστικών» χαρακτηριστικών στους εμπνευστές της του VMRO. Η καλύτερη απάντηση σ’ αυτή την ιστορική αυθαιρεσία δόθηκε από το μπλογκ Π & Α απ’ όπου αναδημοσιεύεται το παρακάτω απόσπασμα:
Η προϊστορία του «μακεδονισμού»
Το VΜRΟ (Εσωτερική Μακεδονική Επαναστατική Οργάνωση ή ΕΜΕΟ) εξαρχής υπήρξε εθνικά βουλγαρικό και εξέφραζε τον εθνοφυλετισμό, ο οποίος διεκδικούσε να εγκαθιδρύσει μια βουλγαρική εθνική επικράτεια στη θέση της πολυεθνικής Μακεδονίας. Χαρακτηριστικές είναι οι διατυπώσεις του Γκότσε Ντέλτσεφ του ιδρυτή και ιδεολογικού πατέρα του VΜRΟ, ο οποίος μιλά για την “… άνοδο του βουλγαρικού ήλιου της ελευθερίας πέρα από τη Μακεδονία…” και αλλού διατρανώνει περήφανα το γεγονός ότι: «…δεδομένου ότι είμαστε Βούλγαροι», «…κοινή Βουλγαρική πατρική γη».
Είναι αλήθεια ότι το βουλγαρικό κομιτάτο επεδίωξε να κρύψει την εθνικιστική του πρόθεση και γι΄ αυτό προέβαλε το σύνθημα «Η Μακεδονία στους Μακεδόνες», εννοώντας βέβαια όλους τους κατοίκους της Μακεδονίας, ελληνόφωνους, βλαχόφωνους, σλαβόφωνους, αλβανόφωνους κ.λπ. και όχι τους Σλαβομακεδόνες, όπως προσπαθούν να οικειοποιηθούν το σύνθημα αυτό οι σύγχρονοι Σλαβομακεδόνες εθνικιστές και αλυτρωτιστές.
Αλλά η πραγματικότητα των προθέσεων του VMRO ήταν άλλη και την περιγράφει με σαφήνεια ο Χρίστο Τατάρτσεβ, ιδρυτικό στέλεχος της οργάνωσης:
«Μιλήσαμε για πολύ ώρα [Σημ.: το 1893 στην Θεσσαλονίκη] για τους στόχους αυτής της οργάνωσης και τελικά καταλήξαμε σε αυτονομία της Μακεδονίας με προτεραιότητα στο Βουλγαρικό στοιχείο. Δεν μπορούσαμε να δεχτούμε τη θέση της απευθείας ένωσης με τη Βουλγαρία [Σημ.: Ανεξάρτητη χώρα με την Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου από το 1878] γιατί είδαμε ότι θα αντιμετωπίζαμε μεγάλες δυσκολίες με τις Μεγάλες Δυνάμεις και τις φιλοδοξίες των γειτονικών μικρών χωρών [Σημ.: Σερβία και Ελλάδα] και της Τουρκίας. Πέρασε από τις σκέψεις μας ότι μια αυτόνομη Μακεδονία θα μπορούσε ευκολότερα να ενωθεί με την Βουλγαρία αργότερα ή στην χειρότερη περίπτωση να παίξει έναν ρόλο ενωτικό για μια ομοσπονδία Βαλκανικών λαών.»
Επίσης δείτε τι έλεγε ένα για την απάτη του μακεδονισμού ένα από τα πρωτοκλασάτα στελέχη των κομιτατζήδων, ο Βασίλ Τσακαλάρωφ από την Καστοριά:
«Αν και είχαμε πει να είμαστε κρυφά, παρ’ όλα αυτά όλοι μας κατάλαβαν, ακόμα-ακόμα και ο γραικομάνος παπάς Γκέρμαν ζήτησε να έρθει σε μας. Του επιτρέψαμε να έρθει. Αυτός ο αδελφός σε τέτοιο βαθμό είχε εξελληνιστεί, που άρχισε να μας μιλά και μια βουλγαρική λέξη έλεγε και δύο ελληνικές. Αναφερθήκαμε στο ζήτημα της εθνικότητάς του, αυτός προσπάθησε με κάθε τρόπο να μας αποδείξει ότι είμαστε Έλληνες! Αφού απέτυχε να παρουσιάσει τα στοιχεία που του ζητήσαμε, άρχισε να αναπτύσσει την ιστορία του Μεγάλου Αλεξάνδρου του Μακεδόνα, ότι δεν είμαστε ούτε Έλληνες ούτε Βούλγαροι, αλλά είμαστε Μακεδόνες, χωρίς να σκεφτεί ότι στη Μακεδονία έχει και Τούρκους και Εβραίους και πολλά άλλα έθνη. Κάποιος που δεν γνωρίζει την ιστορία και αρχίσει να σου κάνει κήρυγμα για αυτήν είναι πολύ αστείο! Δεν θέλαμε να μπούμε σε περισσότερες διαμάχες μαζί του και γι’ αυτό τον σταματήσαμε».
Επί πλέον, αυτό που δεν κατανοείται στη συγκεκριμένη προσέγγιση που αποτελεί προσφιλή αφήγηση των Σλαβομακεδόνων, Βούλγαρων και Ελλήνων εθνικιστών -ο καθένας για πάρτι του βέβαια- είναι ότι η Οθωμανική Αυτοκρατορία του 1903 ήταν διαφορετική απ’ αυτήν του 1821 και βρισκόταν σε ένα δρόμο εκδημοκρατισμού και απόδοσης ίσων δικαιωμάτων σε όλους τους λαούς. Η εξέλιξη αυτή ήταν απόρροια του Τανζιμάτ και ειδικά το νόμου Χάτι Χουμαγιούν που τέθηκε σε εφαρμογή το 1856.
Κατά συνέπεια ότι υπονόμευε τη διαδικασία εκδημοκρατισμού αντιπροτείνοντας εκ νέου τον εθνικισμό και τα εθνικά κράτη ως διάδοχο σχήμα, ήταν αντιδραστική πρόταση και εγκληματική για τους λαούς που η κυρίαρχη ελίτ τους ΔΕΝ θα νικούσε και ΔΕΝ θα μπορούσε να εκκαθαρίσει εθνικά τον κατακτημένο χώρο. Η αντιδραστική δύναμη εκείνης της εποχής ήταν ο νεοφανής βουλγαρικός εθνικισμός ο οποίος υπονόμευσε με τη Μεγάλη Ιδέα του παμβουλγαρισμού την εσωτερική οθωμανική διαδικασία εκδημοκρατισμού και ενίσχυσε τις πλέον αντιδραστικές ρατσιστικές μιλιταριστικές δυνάμεις στο εσωτερικό του οθωμανικού στρατού ως αντίβαρο.
Ακριβώς γι΄ αυτό η λεγόμενη «επανάσταση του Ίλιντεν» υπήρξε μια αντιδραστική χριστιανική εξέγερση ενός όχι καλά κρυμμένου βουλγαρικού εθνικισμού που υπονόμευσε τις διαδικασίες εκδημοκρατισμού.
Όσο κι αν φαίνεται παράξενο, την πιο θετική στάση εκείνη την εποχή την κράτησαν οι Έλληνες και η Ελλάδα. Κατ’ αρχάς οι Έλληνες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας υποστήριξαν όσο κανείς άλλος τη διαδικασία εκδημοκρατισμού και εκσυγχρονισμού της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ως ένα μέσο προστασίας των πληθυσμών από τη διαίρεση και την τυφλή εθνικιστική βία που αναπόφευκτα θα ξεσπούσε όταν άρχιζαν οι εθνικές συγκρούσεις.
Ακριβώς γι αυτό το Οικουμενικό Πατριαρχείο -εκφράζοντας μια υπερεθνική προνεωτερική οικουμενικότητα- θα αντιδράσει σφοδρά στη διαδικασία της εθνικής διαίρεσης και της ανάπτυξης του εθνικισμού και θα εκδόσει το 1872 ειδική Συνοδική Καταδίκη του Εθνοφυλετισμού (ρατσισμού), όπου ο «φυλετισμός» χαρακτηρίζεται αίρεση και οι πιστοί καλούνται να τον καταπολεμήσουν. Η εγκύκλιος αυτή θα ενοχλήσει σφόδρα όλους τους εθνικιστές της περιοχής, τους Βούλγαρους, τους Ρουμάνους, αλλά και τους ελλαδικούς Έλληνες, οι οποίοι παρανόμως (με βάση το εκκλησιαστικό δίκαιο) είχαν κηρύξει το 1833 το Αυτοκεφάλο της Ελλαδικής Εκκλησίας….»
Η ένταση μεταξύ των δύο χωρών και το ανεπίλυτο πρόβλημα με την οριστική ονομασία της νέας αυτής χώρας δημιούργησαν εντάσεις και αύξησαν τις προκαταλήψεις και στις δύο πλευρές των συνόρων.
Η υποχώρηση του σλαβομακεδονικού εθνικισμού, που εκτιμώ ότι είναι η κύρια πηγή έντασης, και ο έντιμος συμβιβασμός ανάμεσα στις δύο χώρες, θα επιτρέψει την ψύχραιμη αποτίμηση του παρελθόντος. Παράλληλα, θα κατευνάσει τα πνεύματα, θα περιορίσει τον ένθεν κακείθεν εθνικιστικό εξτρεμισμό, θα επιδράσει ευνοϊκά στις ανθρώπινες κοινότητες που παραμένουν μέχρι σήμερα και διεκδικούν και στις δύο χώρες τα στοιχειώδη δικαιώματα, όσον αφορά το σεβασμό της ταυτότητάς τους…