«Με την δύναμιν του Θεού και τα ευχάς του Βασιλέως και εν ονόματι του Δικαίου πλέω μεθ‘ ορμής ακαθέκτου και με την πεποίθησιν της νίκης εναντίον του εχθρού του γένους»
Με αυτή τη φράση ο πλοίαρχος Παύλος Κουντουριώτης σηματοδότησε την ναυμαχία της 3ης Δεκεμβρίου του 1912 στα ανοιχτά του ακρωτηρίου Έλλη (Ελές-Μπουρνού στα τουρκικά) στην χερσόνησο της Καλλίπολης, κοντά στην είσοδο των Στενών των Δαρδανελλίων. Μαζί με το πλήρωμα του «Αβέρωφ» έπλευσε με αποφασιστικότητα προς το «Βαρβαρόσα», σκορπώντας τον τρόμο στο εχθρικό πολεμικό ναυτικό.
Ο Υδραίος στρατιωτικός και ήρωας των Βαλκανικών πολέμων, εστάλη το 1911, έχοντας ακόμα τον βαθμό του πλοιάρχου να παραλάβει το νεότευκτο θωρακισμένο καταδρομικό «Γεώργιος Αβέρωφ». Τον Σεπτέμβρη του 1912, λίγο πριν την έναρξη του Α’ Βαλκανικού Πολέμου τοποθετήθηκε αρχηγός του ναυτικού στόλου του Αιγαίου. Ο Στόλος του Αιγαίου κατέλαβε διαδοχικά όλα τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου, με εξαίρεση τα Δωδεκάνησα που βρίσκονταν στην κατοχή της Ιταλίας και κατανίκησε τον τουρκικό στόλο στις αποφασιστικές ναυμαχίες της Έλλης και της Λήμνου.
Ο λιγομίλητος και αποφασισμένος Κουντουριώτης
Όπως αφηγήθηκε ο ναύαρχος ε.α Ιωάννης Παλούμπης στη «Μηχανή του Χρόνου», ο Κουντουριώτης δεν έλεγε ποτέ πολλά λόγια. Το ίδιο συνέβη και στη ναυμαχία της Έλλης, όταν προτίμησε να παραμείνει επάνω στην ακάλυπτη γέφυρα του Αβέρωφ για να καταλάβουν οι εχθροί ότι δεν φοβάται να παραμείνει ακάλυπτος μπροστά στα πυρά τους.
Εγκατέλειψε την παράταξη των υπόλοιπων πλοίων, και με την φράση που γαλούχησε γενιές αξιωματικών του πολεμικού ναυτικού: «Με την δύναμιν του Θεού και τα ευχάς του Βασιλέως και εν ονόματι του Δικαίου πλέω μεθ‘ ορμής ακαθέκτου και με την πεποίθησιν της νίκης εναντίων του εχθρού του γένους», αύξησε την ταχύτητα του Αβέρωφ στο μέγιστο και άρχισε να διαγράφει μια κυκλική τροχιά, τον «ελιγμό Ταυ» στη ναυτική διάλεκτο, με τα εχθρικά πλοία. Με αυτό τον τρόπο κατάφερε να αφήσει ελεύθερα όλα τα πυροβόλα εναντίον της εχθρικής στήλης.
Έτσι, χάρη στην ταχύτητα του Αβέρωφ και την δεξιότητα του Κουντουριώτη σύντομα ο τουρκικός στόλος βρέθηκε ανάμεσα σε δυο πυρά, με μόνη επιλογή την άτακτη υποχώρηση. Το πάθος με το οποίο πήγαινε ολοταχώς επάνω στο «Βαρβαρόσα» σχολιάστηκε μεταξύ των μελών του πληρώματος. Ενώ αργότερα όταν τον ρώτησαν για το παράτολμο σχέδιο του εκείνος απάντησε:
«Στους δυο κάβους των Δαρδανελίων, της Έλλης και του Κουμ Καλέ έβλεπα τον παππού και τον Μιαούλη να μου φωνάζουν «έλα» »