«Έλλην Κύπριος επυροβολήθη και εφονεύθη την πρωϊαν της σήμερον πλησίον του χωρίου Αγρίδια υπό ανδρών των δυνάμεων ασφαλείας, οι οποίοι είχαν αντιληφθεί δύο άνδρας ενεργούντως υπόπτως».
Το πρωί της 25ης Νοεμβρίου 1958 ο αποικιακός ραδιοσταθμός μετέδιδε μία είδηση που αφορούσε στον θάνατο ενός νεαρού Ελληνοκύπριου.
Ήταν ο Σαββας Ροτσίδης από το Μάμμαρι, ο τελευταίος νεκρός αντάρτης της ΕΟΚΑ.
Η είδηση ήταν γεμάτη ανακρίβειες. Ο Σάββας δεν είχε πυροβοληθεί το πρωί, αλλά την προηγούμενη νύχτα. Δεν έκανε ύποπτες κινήσεις, αλλά πήγε να γεμίσει το παγούρι του με νερό με έναν άλλο αγωνιστή.
Δεν προσπάθησε να διαφύγει αφού η προειδοποίηση έπεσε μαζί με τον πυροβολισμό που τον έριξε νεκρό.
Γεννημένος το 1935 στο Μάμμαρι, εντάχθηκε στις αντάρτικες ομάδες της Πιτσιλιάς από το 1955 και εργαζόταν στο Μεταλλείο Μιτσερού, την πιο βασική πηγή εκρηκτικών υλών στους αγωνιστές της ΕΟΚΑ.
Πήρε μέρος σε πολλές ενέδρες της οργάνωσης και όλη του η δράση ήταν στα βουνά της Κύπρου.
Το κόλπο και η απόδραση
Στις 13 Νοεμβρίου 1956, στις 2 τα ξημερώματα και ενώ κοιμόταν, οι Βρετανοί τον συνέλαβαν στο σπίτι του στο Μιτσερό.
Με την ψεύτικη κατηγορία ότι έκρυβε δύο αυτόματα όπλα και μία νάρκη κάτω από το μαξιλάρι του, τον μετέφεραν στα κρατητήρια Ομορφίτας και από εκεί στα κρατητήρια Πλατρών, όπου τον βασάνιζαν για ώρες.
Ο Ροτσίδης ήξερε πως ήταν σχεδόν αδύνατο να βγει ζωντανός από τα κρατητήρια γι΄ αυτό σκέφτηκε ένα κόλπο να αποδράσει.
Πρότεινε στους ανακριτές να τους δείξει που βρισκόταν το κρησφύγετο του αγωνιστή Στυλιανού Λένα. Τους πήγε σε ένα ύψωμα μεταξύ Μιτσερού και Αγίου Επιφανίου. Τους ανακριτές συνόδευαν και δύο τούρκοι επικουρικοί.
Όταν έφτασαν τους είπε να μείνουν πιο πίσω γιατί από τον θόρυβο οι αντάρτες θα τους αντιλαμβάνονταν και θα έφευγαν. Οι Βρετανοί δέχτηκαν νομίζοντας πως ο Ροτσίδης που βρισκόταν σε πολύ κακή κατάσταση από τα βασανιστήρια, δεν θα μπορούσε να αποδράσει τον άφησαν να πάει μόνος του στο υποτιθέμενο κρησφύγετο με τη συνοδεία ενός τούρκου επικουρικού.
Σε κάποιο σημείο που θεώρησε κατάλληλο, ο Ροτσίδης έκανε νόημα στον επικουρικό πως «εδώ βρίσκεται το κρησφύγετο και μην μιλήσεις και μας καταλάβουν».
Ο Τούρκος τον ρώτησε πού ακριβώς και ο Ροτσίδης σήκωσε το χέρι του δήθεν να του δείξει και τον χτύπησε στο πρόσωπο. Ξυπόλητος και ταλαιπωρημένος έφτασε στο σπίτι της αδελφής του στο Μάμμαρι όπου κρύφτηκε για αρκετές μέρες.
Αν και η απόδρασή του ήταν επιτυχής, προκάλεσε τον αρχηγό της οργάνωσης, αφού οποιοδήποτε σχέδιο διαφυγής από φυλακές και κρατητήρια έπρεπε πρώτα να έχουν την έγκρισή του.
Για αυτό ο Γρίβας, όταν έμαθε για την απόδραση έδωσε διαταγή στους αγωνιστές να είναι προσεκτικοί στην επανασύνδεσή τους μαζί του, μέχρι να βεβαιωθούν πως ήταν έντιμος ο τρόπος διαφυγής του.
Η εκτέλεση και το παστίτσιο της κηδείας
Το βράδυ της 24ης Νοεμβρίου 1958, λίγο πριν τη λήξη του αγώνα, ο Σάββας Ροτσίδης βρισκόταν στο κρησφύγετό του με τον συναγωνιστή του, Ρογήρο Σιηπιλλή.
Μέσα στη νύχτα οι δύο άντρες αποφάσισαν να βγουν για να γεμίσουν τα παγούρια τους νερό.
Στη διαδρομή ο Ροτσίδης είπε τα τελευταία του λόγια στον συναγωνιστή του: «Νάτσο φαίνεται πως είμαστε τυχεροί σήμερα, γιατί κατεβαίνοντας διέκρινα άρβυλα στρατιωτών και πρέπει να είχε πολλούς στην περιοχή μας».
Μόλις τελείωσε την πρότασή του ακούστηκε μία φωνή «αλτ» και σχεδόν ταυτόχρονα ο Σάββας Ροτσίδης έπεφτε νεκρός από τις σφαίρες των Βρετανών.
Ο Ρογήρος κατάφερε να κρυφτεί στην περιοχή έως την επόμενη μέρα όταν τον βρήκαν άλλοι συναγωνιστές του.
Οι Βρετανοί μετέφεραν τον νεκρό αντάρτη με γαϊδούρι ως τα Αγρίδια κι από εκεί με αυτοκίνητο μέχρι το Σανατόριο Κυπερούντας.
Αν και μία σφαίρα ήταν αρκετή για να τον σκοτώσει, όταν οι γονείς του πήγαν να παραλάβουν το σώμα του από το Σανατόριο, αντίκρισαν το γιο τους σχεδόν κατακρεουργημένο.
Οι στρατιώτες στην πορεία προς το νοσοκομείο, κάρφωναν σε διάφορα σημεία του σώματος του Σάββα τα μαχαίρια τους.
Στην κηδεία του τελευταίου νεκρού της ΕΟΚΑ, οι γονείς του μοίραζαν στον κόσμο παστίτσιο γιατί όπως έλεγαν «σήμερα δεν θάβουμε τον γιο μας, αλλά τον παντρεύουμε και θα κεράσουμε τον κόσμο όλο».
Διαβάστε επίσης στη ΜτΧ: Ο πρώτος νεκρός αντάρτης της ΕΟΚΑ ήταν ο ξάδελφος του Μακάριου, Χαράλαμπος Μούσκος. Δεν σεβάστηκαν ούτε την κηδεία του