Το πρώτο βήμα για την απελευθέρωση της Σαμοθράκης και των νησιών του βορειοανατολικού Αιγαίου έγινε το 1900 με την ίδρυση του Ταμείου Εθνικού Στόλου και το κληροδότημα των 2,5 εκατ. δραχμών από τον Ευάγγελο Αβέρωφ.
Το δεύτερο βήμα ήταν η θέσπιση της στρατιωτικής εκπαίδευσης από το 1906 και το τρίτο, η καθέλκυση του θωρηκτού Αβέρωφ το 1911, όταν πλέον πρωθυπουργός της χώρας ήταν ο Ελευθέριος Βενιζέλος.
Το όραμα της Μεγάλης Ιδέας είχε ωριμάσει και το αίτημα για την απελευθέρωση των αλύτρωτων περιοχών ήταν επιτακτικό. Ταυτόχρονα όμως, η Οθωμανική Αυτοκρατορία βρισκόταν σε παρακμή, οι Νεότουρκοι αμφισβητούσαν τον σουλτάνο Χαμίτ Β΄ και η κατάσταση του τουρκικού στρατού και κυρίως του στόλου δεν ήταν καλή.
Σε αυτό περιβάλλον, τέσσερα κράτη της Βαλκανικής, η Ελλάδα, η Σερβία, η Βουλγαρία και το Μαυροβούνιο αποφάσισαν να συμμαχήσουν και να αποσπάσουν από την Πύλη τα εδάφη που διεκδικούσαν, παρά τις σφοδρές διαμάχες που είχαν προηγηθεί μεταξύ τους, με κορυφαία τη σύγκρουση Ελλάδας και Βουλγαρίας κατά τον Μακεδονικό Αγώνα.
Η ισχύς του ελληνικού στόλου, ήταν ο βασικός λόγος που οι υπόλοιπες χώρες είχαν ανάγκη την Ελλάδα. Το ναυτικό θα σταματούσε την ενίσχυση των Τούρκων από θαλάσσης και θα έκοβε τον ανεφοδιασμό.
Το 1904 η Ελλάδα διέθετε μόλις τρία θωρηκτά από την εποχή του Χαρίλαου Τρικούπη, τα «Ύδρα», «Σπέτσες» και «Ψαρά», κατασκευής 1891. Μέσα σε οκτώ χρόνια, ο στόλος ενισχύθηκε με το θωρηκτό Αβέρωφ και άλλα τέσσερα μεγάλα θωρηκτά,
10 μικρά αντιτορπιλικά και ένα υποβρύχιο.
Η συμφωνία των χριστιανικών κρατών του Αίμου στις 18 Ιουνίου του 1912, φανέρωνε τη διάθεση των τεσσάρων εθνών να στραφούν από κοινού σε πρώτη φάση ενάντια στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και σε δεύτερο χρόνο, να λύσουν τις μεταξύ τους διαφορές.
Οι επιχειρήσεις του ελληνικού στόλου
Την αρχή έκανε το Μαυροβούνιο που κήρυξε τον πόλεμο στην Τουρκία στις 25 Σεπτεμβρίου 1912 και λίγες ημέρες αργότερα, στις 4 Οκτωβρίου, ακολούθησαν η Ελλάδα, η Σερβία και η Βουλγαρία.
Μία μέρα μετά, ο ελληνικός στόλος απέπλευσε από το Φάληρο και στις 7 Οκτωβρίου αγκυροβόλησε στο λιμάνι του Μούδρου στη Λήμνο. Την επόμενη μέρα επιχειρήθηκε η απόβαση των στρατιωτών, που μετέφεραν τα πλοία Πηνειός και Κανάρης, τα οποία είχαν επιταχθεί.
Στις 9 Οκτωβρίου το θωρηκτό Αβέρωφ μπήκε στο λιμάνι και η Λήμνος μετατράπηκε αυτόματα στο ορμητήριο του ελληνικού στόλου για την απελευθέρωση των υπόλοιπων νησιών.
Τα ξημερώματα της 18ης Οκτωβρίου, με διαταγή του υποναύαρχου Παύλου Κουντουριώτη, τρεις μοίρες του ελληνικού στόλου απέπλευσαν από τον Μούδρο με αποστολή την απελευθέρωση τεσσάρων νησιών του Βορείου Αιγαίου.
Η 1η Μοίρα αποτελείται από τα πλοία Αβέρωφ, Ψαρά, Ναυκρατούσα και Λέων, τα οποία κατευθύνονται στην Ίμβρο και τη Σαμοθράκη.
Η 2η μοίρα πλέει προς τη Θάσο και αποτελείται από τα πλοία Σπέτσαι, Ύδρα, Θύελλα και Λόγχη. Τα πολεμικά σκάφη Κανάρης και Τ/Π 14 που αποτελούν την 3η μοίρα έχουν αποστολή να καταλάβουν τον Άγιο Ευστράτιο.
Το μεσημέρι της ίδιας ημέρας, το Αβέρωφ αποβίβασε 150 άνδρες στην Ίμβρο και κατέλαβε το νησί. Νωρίτερα, είχε καταληφθεί η Θάσος.
Ο ελληνικός στρατός στη Σαμοθράκη
Επικεφαλής του αγήματος που κατέλαβε το λιμεναρχείο στη Σαμοθράκη στις 19 Οκτωβρίου 1912 ήταν ο σημαιοφόρος Παναγιώτου, ο οποίος άφησε φρουρά οκτώ ανδρών και στη συνέχεια κατέλαβε την πόλη της Σαμοθράκης που κατοικούνταν από 4 χιλιάδες οικογένειες Ελλήνων και Οθωμανών.
Στην πόλη υπήρχε μια μικρή τουρκική φρουρά με λιγότερους από δέκα άνδρες που παραδόθηκαν αμαχητί.
Οι κάτοικοι υποδέχθηκαν με ενθουσιασμό το ελληνικό άγημα και συνέταξαν αίτημα υπέρ της Ενώσεως.
Οι μνήμες της άγριας σφαγής από τους Τούρκους με το ξέσπασμα της Επανάστασης του 1821 ήταν νωπές.
Προτού συμπληρωθούν 48 ώρες, ο ναύαρχος Παύλος Κουντουριώτης είχε οργανώσει και είχε εκτελέσει τις ναυτικές επιχειρήσεις κατάληψης τεσσάρων νησιών! Η σχετική αναφορά του δημοσιεύτηκε στον Τύπο:
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΝ ΝΑΥΤΙΚΩΝ
Αθήνας
Την εσπέραν της 17ης διέταξα τον απόπλουν εκ Μούδρου των θωρηκτών «Ύδρας» και «Σπετσών» και των αντιτορπιλλικών «Θυέλλης» και «Λόγχη» υπό τον μοίραρχον πλοίαρχον Π. Γκίνην.
Η μοίρα συνοδευόμενη υπό του οπλιταγωγού «Πέλαγος» φέροντος λόχον πεζικού υπό τον λοχαγόν Δ. Κονταράτον κατέλαβε την 8ην πρωϊνήν ώραν της 18ης την νήσον Θάσσον και αιχμαλώτισε τας αρχάς. Συγχρόνως το ναρκοβόλον «Κανάρης» μετά του τορπιλλοβόλου 14 κυβερνωμένου παρά του υποπλοιάρχου Π. Αργυρόπουλου και ναυτικού αγήματος υπό τον ανθυποπλοίαρχον Τσατέρην κατέλαβον την νήσον Άγιον Ευστράτιον Στράτην.
Την μεσημβρίαν της 18ης η ναυαρχίς «Γ. Αβέρωφ» συνοδευομένη υπό του θωρηκτού «Ψαρρά» και του αντιτορπιλλικού «Ναυκρατούσης» κατέπλευσεν εις Ίμβρον και κατέλαβεον την νήσον δι’ αγήματος υπό τον υποπλοίρχον Π. Χόρν.
Σήμερον την πρωΐαν άπας ο στόλος κατέπλευσεν εις Σαμοθράκην και αποβιβάσας άγημα υπό του σημαιοφόρου Παναγιώτου κατέλαβον ταύτην.
Ο στόλος περιπολεί διαρκώς περί τα Δαρδανέλλια αναμένων ματαίως την έξοδον του εχθρού.
Ο αρχηγός του στόλου υποναύαρχος Π. ΚΟΥΝΤΟΥΡΙΩΤΗΣ