Με την υποχώρηση του ελληνικού στρατού από το Αφιόν Καραχισάρ, μέσα Αυγούστου 1922, άρχισε και η αναχώρηση μεγάλου μέρους του χριστιανικού πληθυσμού από τις πόλεις και τα χωριά.
Ο αριθμός των προσφύγων που ακολούθησαν τον ελληνικό στρατό στην αναδίπλωσή του προς τη μικρασιατική ακτή έφτανε, κατά τους υπολογισμούς του Οικουμενικού Πατριαρχείου στις 250.000 άτομα.
Στη Σμύρνη, συγκεντρώθηκαν και περίπου 15.000 Αρμένιοι που βρήκαν καταφύγιο στα διάφορα ιδρύματα της Αρμενικής Κοινότητας.
Οι πρόσφυγες στην προκυμαία της Σμύρνης
Η καθημερινή άφιξη τρένων που μετέφεραν τα υπολείμματα του στρατού και δεκάδες πρόσφυγες στην πόλη της Σμύρνης, οι διηγήσεις και οι φήμες για την κατάρρευση του μετώπου, μεγάλωναν την ένταση και την ανησυχία του τοπικού πληθυσμού, ενώ οι εμφανείς προετοιμασίες της ελληνικής διοίκησης για αναχώρηση δεν άφηναν την παραμικρή αμφιβολία για την εξέλιξη των γεγονότων.
Από τις 25 Αυγούστου, οι χιλιάδες των προσφύγων, Έλληνες και Αρμένιοι, κατέκλυζαν το μήκος της προκυμαίας της Σμύρνης περιμένοντας ατμόπλοια και ιστιοφόρα για να τους μεταφέρουν στα γειτονικά ελληνικά νησιά.
Μάταια όμως. Εκτός από μικρό αριθμό ιστιοφόρων, το μεγαλύτερο μέρος των ελληνικών πλοίων διατέθηκε αποκλειστικά για τη μεταφορά του στρατού και των αρχών ενώ ύστερα από έντονη παρέμβαση του Αμερικανού Προξένου Τζ. Χόρτον, στάλθηκαν δύο αμερικανικά αντιτορπιλικά για την εξυπηρέτηση των προσφύγων.
Με την αναχώρηση των ελληνικών αρχών στις 26 Αυγούστου, η αντίστροφη μέτρηση για την ελληνική Σμύρνη είχε αρχίσει. Ο λαός ήταν στο έλεος των Κεμαλικών.
Η διαταγή του Νουρεντίν πασά στους κατοίκους της Σμύρνης και οι λεηλασίες
Την επόμενη μέρα, οι πρώτοι Τούρκοι ιππείς μπήκαν στην πόλη και στις 27 Αυγούστου έφτασε ο Στρατιωτικός Διοικητής της πόλης Νουρεντίν πασάς, που κατέλυσε στην κατοικία του Έλληνα Ύπατου Αρμοστή.
Με σχετική προκήρυξη δήλωσε ότι η τιμή, η ζωή και η περιουσία των κατοίκων θα γίνονταν σεβαστές.
Με την ίδια προκήρυξη, απαγόρευσε την κυκλοφορία των κατοίκων μετά τις 7 το βράδυ.
Παρά τις καθησυχαστικές διαταγές του Νουρεντίν, οι λεηλασίες καταστημάτων και σπιτιών, οι εκβιασμοί οι αρπαγές γυναικών και φόνοι που είχαν αρχίσει από την προηγούμενη ημέρα, συνεχίζονταν σε εντονότερο βαθμό.
Οι τουρκικοί πανηγυρισμοί κορυφώθηκαν με την είσοδο του Μουσταφά Κεμάλ και του επιτελείου του στην πόλη, στις 29 Αυγούστου.
Την ίδια μέρα, θανατώθηκε από τον τουρκικό όχλο ο Μητροπολίτης Σμύρνης Χρυσόστομος, σαν ένοχος εσχάτης προδοσίας γιατί, σύμφωνα με το κατηγορητήριο, «ως Οθωμανός υπήκοος υπηρέτησε μετά φανατισμού την Ελλάδα, πρωτοστατήσας εις πάντα εναντίον του τουρκικού καθεστώτος κατά το τριετές διάστημα της ελληνικής κατοχής».
Οι λεηλασίες, οι εξευτελισμοί και οι φόνοι των απροστάτευτων Ελλήνων και Αρμενίων συνεχίζονταν χωρίς διακοπή.
Η μεγάλη πυρκαγιά
Η κορύφωση στο δράμα έφτασε στις 31 Αυγούστου, με την έκρηξη της πυρκαγιάς στην αρμενική συνοικία. Κάηκαν το αρμενικό νοσοκομείο, μαζί με τους πρόσφυγες που είχαν καταφύγει εκεί.
Ταυτόχρονα, νέες πυρκαγιές άρχισαν στις ελληνικές συνοικίες, που με λίγες εξαιρέσεις, καταστράφηκαν στο σύνολό τους μαζί με όλα τα ελληνικά εμπορικά καταστήματα, φιλανθρωπικά ιδρύματα, ξένα προξενεία και τράπεζες.
Όσα κτίρια δεν ήταν από την κατασκευή τους δυνατό να πυρποληθούν, καταστρέφονταν με βόμβες.
Με τον τρόπο αυτό καταρρίφθηκαν το Γαλλικό Προξενείο, το Θέατρο της Σμύρνης, το Ξενοδοχείο «Κραίμερ», η Ελληνική Λέσχη και άλλα κτίρια που στόλιζαν την παραλία της πόλης.
Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι ανάμεσα στα πρώτα οικήματα που χάθηκαν από τη φωτιά ήταν ο πυροσβεστικός σταθμός της Σμύρνης, ενώ απομονώθηκαν με επιμέλεια οι υδαταγωγοί Χαλκά Βουνάρ, που χρησίμευαν για την ύδρευση της πόλης και την κατάσβεση των πυρκαγιών.
Με λίγες εξαιρέσεις, αποτεφρώθηκε ολόκληρη σχεδόν η πόλη της Σμύρνης, εκτός από την τουρκική και εβραϊκή συνοικία, το Τελωνείο και την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος, που μεταβλήθηκε σε τηλεγραφείο ταχυδρομείο για τις ανάγκες της τουρκικής κατοχής.
Ο τραγικός απολογισμός της φωτιάς
Η φωτιά κατέκαψε όλη την πόλη, εκτός από τη μουσουλμανική και την εβραϊκή συνοικία, και διήρκεσε από τις 31 Αυγούστου έως 4 Σεπτεμβρίου (με το παλαιό ημερολόγιο). Σήμερα η επέτειος αυτή στην πραγματικότητα είναι η 13 Σεπτεμβρίου, καθώς την επόμενη χρονιά εισήχθη στην Ελλάδα το νέο ημερολόγιο.
Στη διάρκεια των εκρήξεων που προκάλεσε τις επόμενες πέντε νύχτες, οι κάτοικοι έβγαιναν στον δρόμο να σωθούν, ενώ σύμφωνα με την προκήρυξη του Στρατιωτικού Διοικητή, η κυκλοφορία απαγορευόταν από τις 7 το βράδυ.
Έτσι, οι τουρκικές περίπολοι τους καλούσαν να επιστρέψουν στα σπίτια τους, πράγμα αδύνατο, και στη συνέχεια τους πυροβολούσαν για παράβαση του στρατιωτικού νόμου.
Το Οικουμενικό Πατριαρχείο υπολογίζει τον αριθμό των ομογενών που χάθηκαν στην πυρκαγιά σε 25.000, ενώ ο συνολικός αριθμός των θυμάτων μεταξύ 27 Αυγούστου και 4 Σεπτεμβρίου φτάνει, κατά την ίδια εκτίμηση τις 50.000.
Η κατάρρευση της Μεγάλης Ιδέας
Στον αριθμό αυτό πρέπει να προστεθούν οι περίπου 15.000 Αρμένιοι που χάθηκαν στην καταστροφή.
Οι ξένες παροικίες είχαν στο μεγαλύτερό μέρος τους, εγκαταλείψει την πόλη από την πρώτη μέρα της πυρκαγιάς με πλοία που είχαν διατεθεί ειδικά γι΄αυτές και με την προστασία αγημάτων αντίστοιχων της εθνικότητας τους.
Ο υπόλοιπος χριστιανικός πληθυσμός συνέχιζε να περιπλανιέται στους δρόμους χωρίς τροφή και στέγη, περιμένοντας την «εξ ύψους βοήθεια».
Το τελειωτικό χτύπημα ήρθε με τη διαταγή του Στρατιωτικού Διοικητή που όριζε πως όλοι οι έλληνες άντρες, ακόμα και οι οθωμανοί υπήκοοι, από 17 έως 45 χρόνων, θεωρούνταν αιχμάλωτοι πολέμου και η αναχώρησή τους απαγορευόταν με ποινή θανάτου.
Οι υπόλοιποι, γέροντες, γυναίκες και παιδιά, μπορούσαν να φύγουν μέχρι τις 17 Σεπτεμβρίου μόνο αν ήταν εφοδιασμένοι με κανονικά διαβατήρια. Όσοι έμειναν μετά το τέλος της προθεσμίας, θα οδηγούνταν στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας.
Παρόμοια ήταν και η τύχη των χριστιανικών πληθυσμών στη χερσόνησο της Ερυθραίας, στις Κυδωνίες, στην περιοχή της Προποντίδας, στη βορειοδυτική Μικρά Ασία, ακόμη και σε όσες μικρασιατικές περιοχές δεν είχε φτάσει ο ελληνικός στρατός.
Έτσι, τρία χρόνια, τρεις μήνες, τρεις εβδομάδες και τρεις μέρες μετά την απόβαση των ελληνικών στρατευμάτων στο λιμάνι της Σμύρνης (15 Μαΐου 1919), κατέρρεε το όνειρο της Μεγάλης Ιδέας συμπαρασύροντας στην πτώση του ενάμιση εκατομμύριο Μικρασιάτες στον δρόμο του ξεριζωμού και της προσφυγιάς. Οι επιπτώσεις και τα αποτελέσματα της άφιξης τους στον ελλαδικό χώρο είναι γνωστά.
Γνωστό είναι ακόμα και το που πέφτει το μεγαλύτερο μέρος της ευθύνης για την καταστροφή. Ενδεικτικά, σχεδόν δύο μήνες πριν από την πυρκαγιά, έγραφε ο διπλωματικός συνεργάτης της «Sunday Times» του Λονδίνου:
» Άσχετα με τη γνώμη που έχει ο καθένας για το δίκαιο ή το άδικο των ελληνικών πόθων για τη Μικρά Ασία, είναι αδύνατο να αρνηθεί ότι ο ελληνικός λαός έτυχε βδελυρής συμπεριφοράς από συμμαχικά έθνη…Μπροστά στην ανικανότητα των Μεγάλων Δυνάμεων να διατυπώσουν την ίδια τους την πολιτική».